Άλλοι έχουν χρήμα, αλλά όχι όραμα. Άλλοι έχουν όραμα και χρήμα, αλλά όχι υπομονή. Άλλοι έχουν όραμα και υπομονή, αλλά άδειες τσέπες. Και τα τρία μαζί, όμως, δε μοιάζει να τα έχει κανείς.
Ο Δούκας συνδύασε με μια selfie στη σέντρα πριν από ένα παιχνίδι του ΠΑΟΚ το παράδοξο να είναι χωρίς νίκη εκτός έδρας μια ομάδα που στην Τούμπα δεν έχει παραχωρήσει ούτε βαθμό.
Οι ρεπόρτερ του Παναθηναϊκού έχουν σπάσει το κεφάλι τους ουκ ολίγες φορές από την αρχή της σεζόν προσπαθώντας να εξηγήσουν με λογικό τρόπο τις αιτίες που μετατρέπουν παίκτες-λύκους στη Λεωφόρο, σε παίκτες-αρνάκια γάλακτος μακριά απ’ αυτήν.
Οι περισσότεροι σημερινοί ρεπόρτερ του Ολυμπιακού κυριολεκτικώς γαλουχήθηκαν με το σλόγκαν «η καρδιά του πρωταθλητή», που επινοήθηκε μετά τα πρώτα «σερί» στο πρωτάθλημα, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Δεκαεφτά χρόνια μετά κι αφότου, κατά καιρούς, έχει χρησιμοποιηθεί προκειμένου να δικαιολογήσει έως και τα αδικαιολόγητα, αποτελεί ακόμη μια χαρά λύση ανάγκης για να κλείσει μια αβασάνιστη ανάλυση προκειμένου να εξηγηθεί μια κρίσιμη νίκη κόντρα στις πιθανότητες. Αλλά εξήγηση για την ως τώρα εικόνα του, δε μπορεί να δώσει.
Οι φίλοι της ΑΕΚ, πάλι, πολλά χρόνια τώρα –και η εφετινή χρονιά δεν αποτελεί εξαίρεση- έχουν εμπεδώσει το «έσο έτοιμος» (για τα πάντα!) πιο καλά κι από το… βαρώνο Μπέηντεν-Πάουελ και αντιμετωπίζουν κάθε εμφάνισή της με τη στωικότητα τουλάχιστον ενός Χρυσίππου ή ενός Μάρκου Αυρηλίου.
Χιλιάδες γραμμές έχουν γραφτεί στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή για να εξηγήσουν πώς οι ίδιοι παίκτες της ίδιας ομάδας μπορούν από το ένα ματς στο άλλο να παρουσιάσουν τελείως διαφορετική εικόνα. Συχνά όχι απλώς τύπου Δόκτωρ Τζέκυλ/Μίστερ Χάιντ, που άντε πες και ότι τρώγεται, αλλά έως και Μίστερ Χάιντ/Μέρι Πόπινς.
Επειδή «η διαφήμιση είναι* η ποίηση του 20ου αιώνα»**, η πιο λακωνική και εύγλωττη αιτιολογία δόθηκε για μένα από την εκπληκτική (ίσως την κορυφαία έντυπη που έγινε ποτέ) καμπάνια της TAG Heuer, το 1985, όταν αποφάσισε να μπει στο αθλητικό sponsoring.
Το σλόγκαν της ήταν «Success: it’s a mind game», «Η επιτυχία είναι μια διανοητική κατάσταση», «είναι στο μυαλό σου», σε ελεύθερη μετάφραση. Και οι… υπόλοιπες χίλιες λέξεις της ήταν απίθανης έμπνευσης εικόνες όπως αυτές που βλέπετε εδώ: ένας κολυμβητής που οι αντίπαλοί του στις υπόλοιπες διαδρομές ήταν καρχαρίες. Ένας εμποδιστής που περνάει πάνω από ένα τεράστιο ξυράφι. Ένας γκόλφερ που επιχειρεί να πετύχει τρύπα από 40 μέτρα, ενώ γύρω της βρίσκονται πανάκριβα πορσελάνινα βάζα της κινεζικής δυναστείας των Μινγκ***.
Δυστυχώς, για τα παράδοξα που αναφέραμε πιο πάνω, ούτε οι χιλιάδες λέξεις των εφημερίδων και των σάιτ, ούτε οι έξι λέξεις-δυναμίτης της TAG Heuer είναι πειστικές. Κι αυτό, για αρκετούς λόγους.
Κατ’ αρχάς, ελάχιστες ελληνικές ομάδες –ίσως και καμία, αλλά δε θέλω να αδικήσω κάποιον- παίρνουν την επιστήμη της ψυχολογίας τόσο σοβαρά ώστε να διαθέτουν σχετικό τιμ.
Δεύτερον, επειδή και να είχαν όλες τέτοιο τιμ, οσοδήποτε ικανό και να ήταν, η ψυχολογία δεν είναι η ίδια μια ακριβής επιστήμη, με εγγυημένα αποτελέσματα σε ορισμένο χρόνο.
Τρίτον και σημαντικότερο, το ποδόσφαιρο δεν είναι ατομικό άθλημα.
Ο κολυμβητής, ο γκόλφερ, ο ποδηλάτης, ο δρομέας, γνωρίζει από την πρώτη στιγμή που ασχολείται με το σπορ του ότι ο κυριότερος αντίπαλός του είναι και θα είναι πάντοτε ο εαυτός του, ούτε καν ο προπονητής του.
Γνωρίζει ότι αν αποσπαστεί η προσοχή του σ’ έναν αγώνα, αν την προηγουμένη ενός τελικού έχει ξενυχτήσει με ουισκάρες και Κοχίμπες, αν δεν προπονείται σωστά και όσο πρέπει, πρακτικώς, ο μόνος φταίχτης που μπορεί να αναζητήσει είναι αυτός που βλέπει στον καθρέφτη του. Οι ικανοί για πρωταθλητισμό στα ατομικά σπορ, έχουν να τα βρουν μόνο με έναν ακόμη άνθρωπο: τους ίδιους. Όταν –και για όσο- το καταφέρνουν βελτιώνονται αργά και σταθερά με σχεδόν νομοτελειακό τρόπο.
Σ’ ένα ομαδικό παιχνίδι όπως το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ όμως, τα αποδυτήρια φιλοξενούν πολυάνθρωπες φιλίες, έχθρες, αντιπαραθέσεις, κλίκες κ.οκ. Και, ακόμη πιο σημαντικό, οι… πειρασμοί της εύκολης δικαιολογίας, των άλλοθι για μια κακή ή έστω ασταθή απόδοση ξεφυτρώνουν όπως τα μανιτάρια στα Γρεβενά –απλώς δεν είναι τόσο νόστιμοι: ο προπονητής που είναι μ@λα@κοπίτουρας και εμπαθής, η κερκίδα που με έβριζε και μ’ έφτυνε, ο διαιτητής που είναι «πιασμάν», ο εγωίσταρος ο συμπαίκτης που δεν έδωσε πάσα αλλά πήγε να κλέψει τη δόξα, ο γκολκίπερ που είχε το μυαλό του στη γκόμινα και «το ρούφηξε τζάμπα», η διοίκηση που δεν πληρώνει, η διοίκηση που πληρώνει μεν, αλλά πληρώνει περισσότερα το διπλανό απ’ ό,τι εμένα. You name it…
Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να λυθεί αυτό το εγγενές πρόβλημα. Κάποιες ομάδες το προσπάθησαν –και λίγες, πολύ λίγες το κατάφεραν- με το να μετατρέψουν το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ από ομαδικό σε ατομικό… του προπονητή.
Η Μάντσεστερ του σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Η Μπαρτσελόνα του Γουαρδιόλα. Ο Παναθηναϊκός του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς. Οι Μπουλς και οι Λέικερς του Φιλ Τζάκσον.
Πετυχαίνει σπάνια όχι μόνον επειδή τέτοιοι προπονητές, με γνώση, ταλέντο, ευστροφία αλλά και δυνατότητα να κουμαντάρουν αποδυτήρια γεμάτα εκατομμυριούχους σούπερ-σταρ με τερατώδεις εγωισμούς, δε φυτρώνουν στα δέντρα.
Αλλά και επειδή απαιτείται ένας συνδυασμός δύσκολων συγκυριών προκειμένου να δοθεί σε τέτοιους προπονητές ο χρόνος και η ανοχή μέχρι να καταφέρουν να υποτάξουν αυτά τα πελώρια «εγώ» και να τα κάνουν «εμείς, που ακούμε ΑΥΤΟΝ, επειδή εκείνος ξέρει καλύτερα και είναι προς το συμφέρον όλων να κάνουμε ό,τι λέει».
Οι περισσότερες το επιχειρούν (και συχνότερα από τις πιο πάνω το καταφέρνουν) προσπαθώντας, μέσω ενός βασικού κορμού σταθερών παρουσιών, να δημιουργήσουν με τον καιρό κλίμα «μονοιασμένης και ομοιογενούς οικογένειας» στα αποδυτήρια.
Ένα «συλλογικό ασυνείδητο» στην ομάδα που κάποια στιγμή καταφέρνει και εμπεδώνει μια συγκεκριμένη νοοτροπία και εντάσσει αυτόματα σ’ αυτήν και τα νέα μέλη –που, πάντως, δε μπορεί να είναι… δεκαπέντε, είκοσι σε κάθε σεζόν.
Κλασσικότερο τέτοιο παράδειγμα υπήρξε η Εθνική του Όττο Ρεχάγκελ, που αποτέλεσε σύνολο κατά πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα των μελών της.
Όμως μια Εθνική φτιάχνεται σχετικώς εύκολα με τέτοιο τρόπο, διότι a priori συστήνεται από μια πεπερασμένη δεξαμενή ταλέντων που μιλούν την ίδια γλώσσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά και έχουν ανδρωθεί αθλητικά λίγο πολύ στο ίδιο κλίμα, με παρόμοιες εμπειρίες.
Ενώ ένας σύλλογος, ειδικά στις μέρες μας, αποτελεί ένα… διαμέρισμα (ισόγειο) της Βαβέλ, με παίκτες που αλλάζουν κάθε τρεις και λίγο κατά… δωδεκάδες κάθε φορά, διαφέρουν κατά πολύ σε νοοτροπίες, βιώματα, συνήθειες επικοινωνίας, τρόπο σκέψης, αμοιβές κ.λπ. και πολύ σπάνια παραμένουν αρκετό καιρό στην ομάδα ώστε να γίνουν «κορμός της», αναπόσπαστα οργανικά μέλη της. (Πολύ δε περισσότερο φορείς και δάσκαλοι μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας…)
Ο γρίφος μοιάζει άλυτος, αλλά δεν είναι. Απλώς απαιτεί να συνδυαστούν δυο, τρία πραγματάκια που στην Ελλάδα του 2017 απαντώνται πιο σπάνια κι από προ-εγκεκριμένο «διακοποδάνειο»: χρήμα, όραμα και υπομονή.
Άλλοι έχουν χρήμα, αλλά όχι όραμα. Άλλοι έχουν όραμα και χρήμα, αλλά όχι υπομονή. Άλλοι έχουν όραμα και υπομονή, αλλά άδειες τσέπες. Και τα τρία μαζί, όμως, δε μοιάζει να τα έχει κανείς.
Οπότε, καθίστε αναπαυτικά, χαλαρώστε και απολαύστε την ατέλειωτη… τραμπάλα που παρακολουθούμε ως τώρα να συνεχίζεται, εκτός απροόπτου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της σεζόν. Είναι στο μυαλό τους…
* Ο 21ος αιώνας έχει μάλλον τις… selfie κάθε είδους ως «ποιησή» του, ε;
** Πολύ θα ήθελα να είναι δική μου αυτή η φράση, που πρωτοέγραψα στην τελευταία σελίδα των 24Ωρών το 1988. Δυστυχώς, δεν είναι. Θέλετε το πιστεύετε, θέλετε όχι, είναι ατάκα από το προτελευταίο κινηματογραφικό… «Κατσαριδάκι», όπως τιτλοφορήθηκαν στην Ελλάδα οι ταινίες του Ντίσνεϋ με πρωταγωνιστή τον Herbie, το ενσυνείδητο Φολκσβάγκεν «Σκαθάρι». Η συγκεκριμένη είναι από το “Herbie goes Bananas” (1980), που, παίχτηκε στην Ελλάδα ως «Το Κατσαριδάκι στις Μεγάλες Τρέλες του».
*** Η καμπάνια περιέλαβε και μερικά ομαδικά σπορ, όπως το ράγκμπι και η ιστιοπλοΐα, π.χ., αλλά όχι με την ίδια πειστικότητα και επιτυχία στη μετάδοση της δύναμης του σλόγκαν.