Ένας ουρανοξύστης μέσα σε μια παραγκούπολη, δεν την καθιστά «μητρόπολη». Και τα αστείρευτα εκατομμύρια του Αλ Κελαϊφί δεν αρκούν για να κάνουν την Παρί, «Ρεάλ».
Την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα ασχολούμαστε ακατάπαυστα και αποκλειστικά με όσα μόνον εδώ ονομάζουμε «ποδόσφαιρο» (δικαστικές ετυμηγορίες, διοικητικά κέντρα αποφάσεων, διαιτητές, διαμαρτυρίες, αναρτήσεις στο facebook κ.λπ.), το πραγματικό ποδόσφαιρο δίδασκε χθες ένα πολύτιμο μάθημα. Πανάκριβο. Αξίας… 415.000.000 ευρώ, για την ακρίβεια.
Τόσα ήταν τα λεφτά που μόνον εφέτος ξόδεψε η Παρί Σεν Ζερμέν για μεταγραφές το καλοκαίρι –και ήρθαν να προστεθούν σε άλλα 700.000.000 που έχει δαπανήσει από το 2011, όταν ο Καταριανός κροίσος Νασέρ Αλ Κελαϊφί αγόρασε την ομάδα, με στόχο, «εντός πενταετίας να πάρει το Τσάμπιονς Λιγκ».
Ο αποκλεισμός της Παρί, στους 16 του θεσμού και πάλι, βάζει και εφέτος τέλος σ’ αυτό το όνειρο. Όμως, ήλθε τιμητικά, τουλάχιστον. Διότι δεν ήλθε από καμιά ομαδούλα, αλλά από μια κοτζάμ Ρεάλ, που δεν είναι ακριβώς και κάνας «τσίπικος» σύλλογος, έτσι; Οι Μαδριλένοι δαπανούν επίσης πάρα πολλά χρήματα για μεταγραφές και ενίοτε ξηλώνονται και ποσά που μοιάζουν έως και προκλητικά –όχι όσο τα «παρανοϊκά» 220.000.000 της ΠΣΖ για τον Νεϊμάρ, αλλά πολύ μεγάλα, σε κάθε περίπτωση.
Η διαφορά είναι ότι ακόμη και πιθανές τέτοιου είδους υπερβολές γίνονται για τη Ρεάλ εντός ενός πολύ διαφορετικού πλαισίου απ’ αυτό που περιβάλει την Παρί –για την ακρίβεια, την κάθε «Παρί» που, ξαφνικά, βρίσκεται από το πουθενά μ’ έναν «λεφτά» ιδιοκτήτη.
Η Ρεάλ παίζει στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, έχει ιστορία σχεδόν 120 χρόνων και στη διάρκειά τους έχει κατακτήσει –κυριολεκτικά- τα πάντα και όχι από μία φορά, αλλά από αρκετές. Στο ξεκίνημα κάθε σεζόν υπολογίζει σε μυθικά για άλλους συλλόγους του πλανήτη έσοδα, δεν αγοράζει μόνο, αλλά και πουλάει ακριβά παίκτες, είναι ένα brand name με μεγάλη βαρύτητα και παγκόσμια αναγνωρισιμότητα.
Η Παρί, απ’ την άλλη, παίζει σ’ ένα καλό, αλλά όχι και τόσο καλό πρωτάθλημα. Δεν «ψήνεται», λοιπόν, στην εσωτερική διοργάνωση όπως «ψήνεται» η Ρεάλ στην Πριμέρα Ντιβιζιόν με την υψηλή ανταγωνιστικότητα, την αίγλη και την περιρρέουσα ατμόσφαιρά της.
Ηλικιακά, ως «Παρί Σεν Ζερμέν» από το 1970 μόλις, είναι… δισέγγονη της Ρεάλ, παρότι η Σταντ σεν Ζερμέν, η μία από τις δύο ομάδες απ’ τις οποίες προέκυψε μετά από συγχώνευση, ιδρύθηκε το 1904. Και οι τίτλοι της όλοι μαζί είναι μια… Τρίτη βράδι της Ρεάλ –κι αυτή στο κρεβάτι με δεκατάκια. Δε μπαίνει, λοιπόν, στο γήπεδο με τον αέρα και τη μενταλιτέ μιας «Βασίλισσας», αλλά μ’ αυτήν μιας ντεμπιντάντ –ίσως πλούσιας και επίμονης, αλλά χωρίς εμπειρία και εντυπωμένες στο υποσυνείδητό της λογικές κυριαρχίας και ανωτερότητας.
Ως brand name είναι μάλλον ασήμαντο. Τα έσοδά της είναι ψίχουλα σε σχέση με της Ρεάλ. Και στο μεταγραφικό πάρε-δώσε, έχει ξοδέψει απ’ το ’11 πάνω από ένα δισεκατομμύριο κι έχει εισπράξει καμιά διακοσαριά εκατομμύρια… Άρα, λοιπόν, η πορεία της πάντοτε θα εξαρτάται από το πόσο βαθύ είναι το πορτοφόλι του αφεντικού της και πόση διάθεση θα έχει να το αδειάζει και οι τόσο «ιδιοσυγκρασιακές» ιδιοκτησίες, σπανίως ευδοκιμούν στο ποδόσφαιρο.
Κι άλλες συγκρίσεις τέτοιου είδους μπορούμε να κάνουμε. Αλλά δεν έχει νόημα. Καμία δε θα είναι υπέρ της γαλλικής ομάδας.
Βεβαίως, το ποδόσφαιρο είναι από τα κατεξοχήν παιχνίδια που ευνοούν κατά καιρούς το αουτσάιντερ. Και γι’ αυτό, οι αντιθέσεις που τονίσαμε πιο πάνω, φυσικά και δε σημαίνουν ότι οι Ρεάλ αυτού του κόσμου θα είναι πάντοτε οι μόνιμες κυρίαρχες του παιχνιδιού και ότι καμία «Παρί» δεν έχει δικαίωμα καν να ονειρεύεται.
Σημαίνουν απλώς ότι αν δε θέλεις να είσαι «το θαύμα της μίας φοράς», αλλά να καθιερωθείς διαχρονικά ως πραγματικά σημαντικός και ουσιαστικός παίκτης στο τραπέζι, τα λεφτά δεν αρκούν. Ούτε και οι μεγαλύτεροι σταρ του παιχνιδιού, μαζεμένοι στα ίδια αποδυτήρια, αρκούν. Χρειάζεται πλάνο, υπομονή, προσεκτικές κινήσεις ουσίας και όχι μόνον εντυπωσιασμού και πάνω απ’ όλα η πραγματική και όχι προσχηματική επίγνωση μιας αλήθειας, όχι μόνο ποδοσφαιρικής: ό,τι κανείς και τίποτε δεν είναι «νησί».
Όλα είναι αλληλένδετα και εξαρτώνται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, από όλα τα υπόλοιπα γύρω τους.
Ένας εντυπωσιακός ουρανοξύστης μπορεί να υψωθεί μέσα σε μια παραγκούπολη, αλλά αυτό δεν θα την κάνει… κοσμοπολίτικη μητρόπολη. Μια πραγματική τέτοια δεν την κάνουν οι ουρανοξύστες που, φυσικά και θα διαθέτει επίσης. Την κάνουν τα γύρω-γύρω απ’ αυτούς.
Μια μητρόπολη ξεκινά ως πόλη, δηλαδή: έχει Δήμο, κάποιο ρυμοτομικό σχέδιο, αστυνομία, διοικητικές αρχές και υπηρεσίες, έσοδα και έξοδα για υπηρεσίες κοινής ωφελείας, κανονισμούς, υποδομές κ.λπ. κ.λπ. Αυτά προϋπάρχουν. Κι αν στη συνέχεια υπάρξει και πνεύμα συνεργασίας και όραμα, φτάνει ίσως να γίνει μητρόπολη μια μέρα. Καμιά φορά διάσημη ΚΑΙ για τους ουρανοξύστες της –αλλά ποτέ μόνο γι’ αυτούς…
Με άλλα λόγια, το μάθημα που δίδαξε ο χθεσινός αποκλεισμός της Παρί ήταν αυτό: ότι το πραγματικό μειονέκτημά της απέναντι στην (κάθε) Ρεάλ είναι πως η ίδια αποτελεί μια καλαμιά στον κάμπο και όχι την πιο εύρωστη και περήφανη σεκόγια σ’ ένα δάσος από επίσης πανύψηλα δέντρα.
Και υπό αυτή την έννοια θα έπρεπε να είναι πολύ χρήσιμο για πολλούς ανθρώπους του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα. Αντ’ αυτού, είμαι βέβαιος ότι χαμπάρι δεν πήρε κανείς. Το ενδιαφέρον τους είναι στην… τριόροφη, άντε πενταόροφη πολυκατοικιούλα τους ή, αντιστοίχως, στην καλύβα τους. Αυτά. Και ως εκεί.
Στην ποδιά μας λέλουδα και γύρω γύρω μέλισσες, δηλαδή.
Ποια μητρόπολη; Έως και η… κωμόπολη, μπορεί να περιμένει. Για καιρό ακόμη…