Το μπάσκετ ξέρει πώς να αυτοπροστατεύεται. Και το κάνει. Καλύτερα μόνο παιδάκια στο γήπεδο, παρά «περήφανοι λαοί» που έχουν στόχο την κατατρόπωση του «οχτρού» με κάθε μέσο…
Ο τελικός του Κυπέλλου στο μπάσκετ ήταν ένα απ’ αυτά τα παιχνίδια που ανανεώνουν την πίστη στη μοναδική γοητεία του αθλητικού θεάματος γενικά. Είχε αγωνία, υψηλή ποιότητα αν αναλογιστούμε ότι έκρινε και τίτλο, είχε προσωπικότητες που ξεχώρισαν κι έβαλαν σφραγίδα στο παιχνίδι, είχε μεγάλο, χορταστικό σκορ και, πάνω απ’ όλα, βρήκε με συναρπαστικό τρόπο νικητή το αουτσάιντερ.
Στην Ελλάδα επικρατεί μια γενικώς στρεβλή αντίληψη γύρω από τον αθλητισμό. Με βάση αυτήν, το να μην επικρατεί πάντοτε ο ισχυρότερος, το φαβορί, αντιμετωπίζεται περίπου ως έγκλημα καθοσιώσεως, σαν κάποιος να ζωγραφίζει duck-face στη Μόνα Λίζα ή να κάνει λιποαναρρόφηση στα πισινά της Μπιγιονσέ, ένα πράγμα.
Φυσικά, αυτό που ισχύει είναι το αντίθετο: το να είναι δυνατόν (όταν δεν παίζει καλύτερα, φυσικά) να χάνει ο ισχυρότερος, είναι αυτό ακριβώς που αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον και δίνει τροφή για ωραίες ιστορίες που μνημονεύονται ως ξεχωριστές για χρόνια και αποτελούν, έτσι, την πεμπτουσία του αθλητισμού.
Πες το αυτό στον νεοέλληνα που πανηγύριζε το Euro2004 (όταν δεν κοιμήθηκαν απλώς, αλλά έπεσαν σε κώμα θεοί και δαίμονες συγχρόνως και «το πήραμε το τιμημένο») και θα συμφωνήσει.
Πες το σε κάποιον που η «μεγάλη» ομάδα του έχασε από κάποια «μικρότερη» έστω και σ’ ένα απλό ματς (πόσο μάλλον σ’ ένα ντέρμπι ή σ’ έναν τελικό) και θα σου φέρει στο κεφάλι το κοντινότερο αμβλύ αντικείμενο.
Θλιβερή πραγματικότητα που μας φέρνει και στο αμέσως επόμενο σημαντικό που χαρακτήρισε το ΑΕΚ-Ολυμπιακός, χθες στο Ηράκλειο. Στα «Δύο Αοράκια», που πήραν το όνομά τους από την ομώνυμη περιοχή με τους δύο πολύ χαρακτηριστικούς μικρούς λόφους στο Δήμο Νέας Αλικαρνασσού (ο ένας είναι σήμα-κατατεθέν επειδή φιλοξενεί στην κορυφή του το ραντάρ του αεροδρομίου «Νίκος Καζαντζάκης»), βρέθηκαν χθες πολλά… α(γ)οράκια και αρκετά κοριτσάκια. Μικρά στην ηλικία. Παιδιά.
Έφτιαξαν μια ατμόσφαιρα πολύ ασυνήθιστη. Ακούσαμε πολλές φορές «ΑΕΚ» και «Ολυμπιακός». Ακούσαμε χειροκροτήματα και επευφημίες.
Αλλά δεν ακούσαμε, π.χ., τίποτε για τις γενετήσιες ορμές της μητέρας κανενός παίκτη ή προπονητή, ούτε πληροφορηθήκαμε τα αποτελέσματα του DNA τεστ πατρότητας κάποιου. Δε μάθαμε τίποτε για το σεξουαλικό προσανατολισμό των διαιτητών. Δεν υπέφεραν τ’ αυτιά και η λογική μας από καμία πρόχειρη εθνολογική ανάλυση περί της ιστορικής προέλευσης των αντιπάλων οπαδών –«προέρχεστε από νομαδικές φυλές ορμώμενες από τα βάθη της Ασίας», ή, απ’ την άλλη, «προέρχεστε από ξέμπαρκους χαρμάνηδες ναυτόπαιδες του 6ου Στόλου» και άλλα τέτοια εμετικά.
Γενικώς: δεν είχε φωτοβολίδες, καρεκλοπόλεμο, μπινελίκια, σεξ, αίμα και βία ο τελικός.
Με το τέλος του, οι παίκτες, οι προπονητές και οι παράγοντες και της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού, δεν ένιωσαν ψαράκια στα νερά της Φοντάνα ντι Τρέβι από τη βροχή νομισμάτων στα κεφάλια τους. Οι νικητές είχαν την ευκαιρία να δώσουν το χέρι στους αντιπάλους τους, να σηκώσουν το Κύπελλο, να φωτογραφηθούν με τα μετάλλιά τους, να γελάσουν μεταξύ τους με πειράγματα, να κάνουν ωραίες –μεστές και σοβαρές- δηλώσεις στα ΜΜΕ χωρίς να αισθάνονται πολεμικοί ανταποκριτές στο Χαλέπι. Σπάνια πράγματα…
Πολλοί ειρωνεύτηκαν τις προηγούμενες μέρες την απόφαση της ομοσπονδίας να διεξαχθεί μ’ αυτό το κοινό ο τελικός. Δεν πειράζει. Το μπάσκετ, το έχω ξαναπεί, έχει τον τρόπο να αυτοπροστατεύεται ως προϊόν και πολύ καλώς το κάνει με όποιο τρόπο μπορεί. Με παιδάκια ο τελικός; Με παιδάκια. Με σχολές χορού την επόμενη φορά; Έτσι. Ό,τι χρειάζεται να γίνει, να γίνει, προκειμένου οι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες που, αναγκαστικά, παρακολουθούν πλέον μόνον από μακριά, να μην είναι όμηροι ακόμη ΚΑΙ από την TV, των λίγων εκατοντάδων ένθεν κακείθεν που πάνε στο γήπεδο για να βγάλουν άχτια και να κατατροπώσουν τους «οχτρούς».
Άλλωστε, όσοι είχαν τέτοια διάθεση, βρήκαν τον τρόπο και την εκτόνωσαν και πάλι, στους δρόμους και τις καφετέριες μακριά από το κλειστό που φιλοξένησε τον τελικό. Επίσης θλιβερό –ειδικά για τους ιδιοκτήτες των καφετεριών και τους αθώους περαστικούς. Αλλά όχι δυσφημιστικό για το ίδιο παιχνίδι, όσο θα ήταν το να μετατραπεί (και αυτό) το γήπεδο σε θέατρο πολεμικών αναμετρήσεων.
Αν το καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού, τότε το «τέλειο» είναι μια εμμονική νοητική άσκηση που εχθρεύεται την ίδια την πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα του αθλητισμού στην Ελλάδα έχει «οραματιστές» που εύχονται να καταφέρουν, κάπως, κάποτε, να γίνουν σοβαροί σαν τα παιδάκια του χθεσινού τελικού οι «περήφανοι λαοί» των ομάδων.
Κι έχει και ρεαλιστές που αντιλαμβάνονται ότι κάθε ευκαιρία που δίνεται στους «περήφανους λαούς» να δείξουν πως ακριβώς αντιλαμβάνονται την «υπερηφάνεια», αποτελεί ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο του (κάθε) παιχνιδιού συνολικά.
Σε κάθε δεδομένη περίσταση, προτιμώ τους δεύτερους απ’ τους πρώτους.
Κι αν υπάρχει ένα πραγματικό ζητούμενο, αυτό δεν είναι να καταφέρουμε να αλλάξουν νοοτροπία και πρακτικές όσοι φτάσαμε να αποτελούν τους συνήθεις κομάντο-θεατές στα ελληνικά γήπεδα. Είναι να καταφέρουμε να μη γίνουν αύριο, μεθαύριο τέτοιοι μισαλλόδοξοι φανατικοί ΚΑΙ αυτά τα παιδάκια που έδωσαν τόσο ωραίο χρώμα και ύφος και ήθος και ατμόσφαιρα στο χθεσινό τελικό.
Ακόμη και σ’ αυτό το θέατρο σκιών που ονομάζουμε «ελληνικό κράτος», γι’ αυτά τα παιδιά, υπάρχει μια ελπίδα, έστω και μικρή. Για τους άλλους, δεν υπάρχει η παραμικρή.