Τα όσα έγιναν στην Αθήνα, πριν καλά καλά ξεκινήσει ο τελικός του Κυπέλλου γκρεμίζουν το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί εξυγίανσης του ποδοσφαίρου και καταπολέμησης της βίας στα γήπεδα.
Τον Φεβρουάριο του 2015, λίγο μετά τα επεισόδια στον αγώνα ΠΑΟ – Ολυμπιακός στη Λεωφόρο, ο Σταύρος Κοντονής δήλωνε εκ μέρους της κυβέρνησης: «Η κυβέρνηση έχει ήδη ενημερώσει τους πάντες, ότι σε εύλογο χρονικό διάστημα θα είναι έτοιμη νομοθετικά να αντιμετωπίσει παθογένειες και αθλιότητες, οι οποίες εκτρέφονται επί σειρά ετών και δηλητηριάζουν τον ελληνικό αθλητισμό και τη νεολαία. Ιδίως μετά τα τελευταία έκτροπα, όλοι συμφωνούν ότι οι υφιστάμενες διοργανώτριες αρχές και οι φορείς που υπάγονται σε αυτές, είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να οργανώσουν και να διεξαγάγουν πρωταθλήματα χωρίς σκιές και χωρίς βιαιότητες. Τονίζουμε όμως, ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να παρακολουθούμε ακραίες επιθέσεις, που φτάνουν μέχρι του σημείου να κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές, κυρίως εις βάρος εργαζομένων, ποδοσφαιριστών και φιλάθλων».
Λίγες μέρες αργότερα ο Κοντονής σπεύδει να δηλώσει «το τέρας της βίας θα ηττηθεί».
Ένα χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 2016, εν μέσω κλιμακούμενης εντάσεων και αντιπαραθέσεων, το υφυπουργείο Αθλητισμού δεν δίστασε να ανακοινώσει τη διακοπή της διεξαγωγής του κυπέλλου ποδοσφαίρου υπογραμμίζοντας ότι «η καταδίκη της βίας και των αγριοτήτων στους αγωνιστικούς χώρους γίνεται από την κυβέρνηση χωρίς αιρέσεις, αστερίσκους και προϋποθέσεις. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση λειτουργεί υπονομευτικά στις προσπάθειες που καταβάλλονται να παταχθούν τα αντικοινωνικά φαινόμενα και στην ουσία τα υποθάλπει και τα νομιμοποιεί.»
Τότε ήταν η χρυσή εποχή των εξαγγελιών για εξυγίανση στο ποδόσφαιρο και για καταπολέμηση της βίας που γεννιέται από τη διαφθορά στο ποδόσφαιρο.
Ήταν, όμως, και η εποχή που όλα αυτά κατέληγαν συχνά και στο «για όλα φταίει ο Ολυμπιακός», που εμμέσως πλην σαφώς φωτογραφιζόταν διαρκώς ως ο κύριος υπεύθυνος για τα φαινόμενα διαφθοράς και βίας.
Δύο χρόνια μετά, πηγαίνουμε σε έναν τελικό στον οποίο ήδη από την προηγουμένη είχαμε τα ΜΑΤ να συνοδεύουν τους οπαδούς του ΠΑΟΚ σε «βόλτα» στην Ομόνοια και εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ οπαδών, αλλά και μεταξύ οπαδών σε διάφορα σημεία του κέντρου της Αθήνας.
Και όλα αυτά πριν φτάσει στην Αθήνα ο κύριος όγκος των οπαδών του ΠΑΟΚ.
Όμως, η κυβέρνηση δεν δείχνει να ανησυχεί ιδιαίτερα.
Κατά τρόπο που δεν ανησύχησε ιδιαίτερα και πέρσι με τις γνωστές αθλιότητες στον Βόλο.
Ίσως γιατί βασική έγνοια διαφόρων παραμένει απλώς να μην πηγαίνει καλά ο Ολυμπιακός.
Αναρωτηθείτε τι θα γινόταν εάν στον αυριανό τελικό έπαιζε και ο Ολυμπιακός και οι οπαδοί του εμπλέκονταν σε επεισόδια.
* Δεν θα είχαν βγει ανακοινώσεις που θα έφερναν ευθέως τον πρόεδρο της ομάδας προ των ευθυνών του;
* Δεν θα είχαν καταγγελθεί οι οπαδοί του;
* Δεν θα είχαν υπάρξει έκτακτες συσκέψεις ακόμη και μέσα στη νύχτα;
* Δεν θα έσπευδε να ανακοινώσει η κυβέρνηση διεξαγωγή του αγώνα χωρίς φιλάθλους;
Τώρα καίγεται το κέντρο της Αθήνας, κατεβαίνουν φίλαθλοι του ΠΑΟΚ με εμφανή διάθεση για «δυναμική» παρουσία και για την κυβέρνηση είναι απλώς Σάββατο.
Ούτε βέβαια έχει διανοηθεί κανένας να πάρει τηλέφωνο τον Ιβάν Σαββίδη για να του πει να μαζέψει τον «στρατό» του.
Και την ίδια ώρα αγωνιούμε μη και θρηνήσουμε χειρότερα.
Ο συνομιλητής του Ιβάν ο κ. Καρτερός θα είχε πιάσει πόστο σε ταβέρνες την Παρασκευή και ο κ. Τζανακόπουλος θα ήταν απασχολημένος στο Μαξίμου να βγάλει non paper για την αξία της επένδυσης του Σαββίδη στο ποδόσφαιρο. Τι όχι;
Η κυβέρνηση εξήγγειλε εξυγίανση και χτύπημα στη βία και στα γήπεδα. Στην πραγματικότητα απλώς αντικατέστησε τον Γκιρζίκη με υπαλλήλους του Σαββίδη και απλώς προσπάθησε να ευνοήσει τους υποτίθεται αδικημένους ΠΑΟΚ και ΑΕΚ με εντυπωσιακά μεροληπτικές παρεμβάσεις.
Και τώρα, αντιμέτωπη με έναν τελικό όπου θα είναι δύο ομάδες, που και οι δύο είναι στην ιδιοκτησία παραγόντων με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση έχουν επιδιώξει να έχουν καλές σχέσεις, και δύο οπαδικοί στρατοί ντοπαρισμένοι με την πεποίθηση ότι το κύπελλο τους ανήκει.
Έχοντας αυτό το εκρηκτικό υλικό, αποτέλεσμα καταστάσεων για τις οποίες φέρει ευθύνη και ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση απλώς παρακολουθεί τις εξελίξεις και εύχεται να μην γίνουν τα πράγματα χειρότερα.
Συνεχίζει δηλαδή σε έναν δρόμο που εθελοτυφλεί απέναντι στο πρόβλημα και δεν δίνει καμιά προοπτική λύσης.
Γιατί το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου αποδεικνύεται ότι δεν είναι ο Ολυμπιακός και ο Μαρινάκης.
Το πρόβλημα είναι οι ιδιαίτερα αρνητικές παραδόσεις για το τι είναι «ποδοσφαιρικός παράγοντας» και η διαμόρφωση μικρών «ιδιωτικών στρατών» που μπορούν να αξιοποιηθούν ποικιλοτρόπως.
Και με αυτές τις λογικές όχι μόνο δεν συγκρούστηκε η κυβέρνηση, αλλά αντίθετα έσπευσε να αναγάγει παράγοντες όπως ο κουμπουροφόρος Σαββίδη σε βασικούς συνομιλητές της.
Όμως, με αυτό τον τρόπο δεν αποδεικνύει μόνο την ανικανότητά της να δώσει λύση, αλλά και τη βαθύτερη και στενόμυαλη ιδιοτέλεια που καθοδήγησε τις επιλογές της. Με πρώτο θύμα το ίδιο το ταλαίπωρο ελληνικό ποδόσφαιρο.