Ο Μαρτίνς έχει βελτιώσει σχεδόν όλους τους παίκτες του Ολυμπιακού. Αλλά με τον Εμρέ Μορ, απελπίστηκε. Και για αυτό τον άφησε να φύγει...
Ο καλός προπονητής δεν είναι μόνο αυτός που κερδίζει τίτλους, νίκες και προκρίσεις. Είναι και αυτός που παράγει περιουσία για τον σύλλογό του. Αυτός που παίρνει ένα ακατέργαστο ποδοσφαιρικό «προϊόν» και το εξελίσσει σε διαμάντι. Παίρνει έναν ταλαντούχο ποδοσφαιριστή και τον αναγάγει σε ποδοσφαιριστή υψηλού επιπέδου, τον προσφέρει ως «περιουσιακό στοιχείο» στην ομάδα του. Με τον Πέδρο Μαρτίνς να αποδεικνύει στη διετή θητεία του στον Ολυμπιακό, ότι έχει τον τρόπο να αυξάνει τη λάμψη των «διαμαντιών» που του βρίσκεται η ομάδα και το τμήμα σκάουτινγκ.
Ο Μαρτίνς έχει καταφέρει να βγάλει τον καλύτερο εαυτό σχεδόν από όλους τους παίκτες με τους οποίους έχει συνεργαστεί στον Πειραιά. Μικρούς και μεγάλους. Νέους και «παλιούς». Από όλους κάτι πήρε. Αλλους τους απογείωσε. Αλλους τους έδωσε την αυτοπεποίθηση και την εμπιστοσύνη που είχαν ανάγκη. Σε άλλους άλλαξε ρόλο και τους οδήγησε στον σωστό δρόμο. Γενικώς, δείχνει ότι «το έχει» στο να βελτιώνει ποδοσφαιριστές. Το ψάχνει, το θέλει. Το χρησιμοποιεί ως συνολική προπονητική του παρακαταθήκη. Καθώς μέσα από τους ποδοσφαιριστές που «βγάζει», η δουλειά του ταξιδεύει ανά τον κόσμο.
Κι όμως, ο Μαρτίνς απέτυχε σε μία περίπτωση. Κραυγαλέα περίπτωση. Έναν παίκτη που όχι πολλά χρόνια πριν, θεωρήθηκε wonderkid, μια έκδοση «Μέσι». Ενας παίκτης με μυθική τεχνική, ζογκλέρ με την μπάλα στα πόδια, γρήγορος, «αλητάκος», με προοπτική να εξελιχθεί σε ένα από τα τοπ ονόματα του ποδοσφαίρου, παγκοσμίως. Ενας παίκτης που πέρασε έξι μήνες από τον Ολυμπιακό, αλλά θα μείνει στις μνήμες των ανθρώπων του συλλόγου και του κόσμου του, ως «ένας από τους χειρότερους παίκτες που πέρασαν ποτέ από το Ρέντη».
Όχι, ο Εμρέ Μορ δεν είναι κακό παιδί. Ούτε έκανε τίποτε έξαλλα πράγματα εκτός ποδοσφαίρου. Απλά, δεν το έχει. Είναι ένα παιδί με το οποίο ο Μαρτίνς ασχολήθηκε σοβαρά για αρκετά μεγάλο διάστημα. Προσπάθησε να τον πείσει ότι μπορεί να γίνει αυτό για το οποίο όλοι μιλούσαν όταν έγινε γνωστός στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και ανάγκασε την Μπορούσια Ντόρτμουντ να τον αγοράσει με 10.000.000 €. Ακολούθησε όλες τις (προπονητικές και ανθρώπινες) τακτικές που μπορούσε. Του φώναξε, τον πήρε με το καλό, ασχολήθηκε επί προσωπικού μαζί του, έκανε τα πάντα. Αλλά απέτυχε. Παταγωδώς.
Σήκωσε τα χέρια ψηλά. Δεν μπορούσε να τα βάλει με την «παραίτηση» του ποδοσφαιριστή του. Κι ας μην μπορεί να πιστέψει πώς είναι δυνατόν να «παραιτείται» ένας ποδοσφαιριστής που δεν έχει γίνει ακόμη 23 ετών (24 Ιουλίου 1997).
Η τελευταία φορά που ο Μαρτίνς ασχολήθηκε με τον Μορ ήταν στις αρχές Ιουνίου. Λίγες ημέρες πριν την επιστροφή στη δράση. Την 1η Ιουνίου ο Πορτογάλος σταμάτησε την προπόνηση και μιλώντας μόνο στον διεθνή Τούρκο εξτρέμ, είπε με τις φλέβες στον λαιμό του να είναι στα όρια έκρηξης: «Είναι προπόνηση αυτή που κάνεις; Είσαι απαράδεκτος. Δεν τρέχεις, δεν προσπαθείς, δεν κάνεις τίποτα. Ερχεσαι και απλά υπάρχεις εδώ. Θα τελειώσει το διπλό, θα φύγεις από εδώ και θα είναι σαν να πέρασες μια μέρα κάνοντας βόλτα. Μια μέρα καραντίνες στον καναπέ σου. Σύνελθε. Βάλε την ψυχή σου, δείξε μου τι μπορείς να κάνεις».
Άλλος ποδοσφαιριστής θα έφερε βαρέως αυτόν τον «εξευτελισμό» μπροστά στους συμπαίκτες του. Ο Μορ απλώς άκουσε και συνέχισε. Συνέχισε να μην κάνει τίποτα. Να αδικεί το τεράστιο ταλέντο του. Και για αυτόν τον λόγο το απόγευμα της 30ής Ιουνίου, πήρε το αεροπλάνο για την Κωνσταντινούπολη. Για να συνεχίσει να μην κάνει τίποτε, έως ότου επιστρέψει στη Θέλτα, με την οποία έχει συμβόλαιο για ακόμη 2 χρόνια. Με τους Ισπανούς να προσπαθούν εδώ και έναν χρόνο να απεμπλακούν. Μάταια…
Για την ιστορία, ο Μορ πραγματοποίησε μόλις δύο συμμετοχές με τη φανέλα του Ολυμπιακού, συνολικά 49 λεπτών, όλα στο Κύπελλο: 36 λεπτά στο Λαμία-Ολυμπιακός 0-0 και 13 λεπτά στο Ολυμπιακός-Λαμία 3-2.