Όταν σκόραρε για πρώτη φορά στο Ντα Λουζ, στο ντέρμπι της Λισσαβόνας, ο εκφωνητής δυσκολευόταν να θυμηθεί το όνομά του. Από τότε, πέρασαν περίπου 7 μήνες και όλη η ποδοσφαιρική Ευρώπη (παρά)μιλάει...
Ήταν το 54ο λεπτό του αγώνα της Μπενφίκα κόντρα στην Αίντραχτ στο Ντα Λουζ. Είχε μόλις ολοκληρώσει το πρώτο χατ-τρικ στην καριέρα του και μάλλον αγνοούσε ότι είχε γίνει ο νεώτερος παίκτης που βάζει τρία γκολ στη διοργάνωση. Έκρυψε στις παλάμες του το πρόσωπό του. Πέρασαν από μπροστά του όλα «τα δεν μπορείς», τα «είσαι κοκαλιάρης, κοντός, αδύναμος», τα «δεν θα τα καταφέρεις» που είχε ακούσει στα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο.
Μετά τον πρώτο του επίσημο αγώνα με τη φανέλα των Αετών της Λισαβόνας, έκανε το λάθος να διαβάσει τα σχόλια που τον αφορούν στα social media. Είχε πληκτρολογησει το όνομά του στην αναζήτηση στο twitter και έκατσε με τις ώρες και τα διάβασε όλα. Το στομάχι του σφίχτηκε. Έγραφαν πως είχε ακόμα τη νοοτροπία του μη επαγγελματία παίκτη, ότι είχε προβιβαστεί νωρίς στην μεγάλη ομάδα, γιατί σου έδινε ακόμα την αίσθηση ότι αγωνίζεται με τις Ακαδημίες. «Ποτέ ξανά!», είπε εκείνη τη μέρα στον εαυτό του και το μόνο που συγκράτησε ήταν το χρέος που συνειδητοποίησε ότι κουβαλάει πλέον.
Το βράδυ της Πέμπτης (11/04), πιθανόν έκανε μια εξαίρεση. Έριξε ίσως μια κλεφτή ματιά στα λόγια της ποδοσφαιρικής Ευρώπης που παραμιλούσε με την εμφάνιση του κόντρα στην Άιντραχτ. Τρία γκολ, μια ασίστ. «Ο νέος Κριστιάνο Ρονάλντο», το «παιδί θαύμα της Μπενφίκα». Στα αποδυτήρια μάλιστα δεν είναι λίγοι οι συμπαίκτες του που τον φωνάζουν «το παιδί των 120.000.000». Αυτή είναι η ρήτρα που έχουν βάλει οι άνθρωποι της ομάδας και δεν δείχνουν διατεθειμένη να κάνουν πίσω ούτε cent. Όλα τα ευρωπαϊκά μεγαθήρια τον έχουν στη μεταγραφική τους λίστα, κι αυτός πλέον μπορεί να είναι σίγουρος, ότι… θυμούνται το όνομά του!
Πέντε ημέρες την εβδομάδα, για έξι ολόκληρα χρόνια, έκανε ενα ταξίδι 150 χιλιομέτρων. Από τα 7 έως τα 13 του, η μητέρα και ο πατέρας του, τον πήγαιναν από το Βιζέου στο Πόρτο. Εκείνη η διαδρομή ήταν η ζωή του. Την γνώριζε τόσο καλά… Μετά από έξι χρόνια ήξερε κάθε στροφή, κάθε λακκούβα, κάθε φανάρι. Το Πόρτο ήταν η προσωπική του… Νάρνια. Ο μαγικός κόσμος του. Εκεί πήγαινε για να κυνηγήσει τα όνειρά του. Ήθελε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Όταν έκλεισε τα 13 έκανε με τους γονείς του, ακόμα μία φορά εκείνη τη διαδρομή. Αλλά δεν πήραν τον δρόμο της επιστροφής. «Θυμάμαι να βγαίνω από το αυτοκίνητο, κρατώντας το χέρι του μπαμπά μου και κατευθύνθηκα στην αίθουσα όπου θα έμενα με μια ομάδα άλλων νέων παικτών. Καθίσαμε στο δωμάτιο – και πλάνταξα στο κλάμα. Είπα, Μπαμπά… μπαμπά, δεν θέλω να μείνω, θέλω να πάω σπίτι. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»
Ο πατέρας του είχε συνειδητοποιήσει το ειδικό βάρος της απόφασης που έπρεπε να πάρουν. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοιτώντας τον στα μάτια του είπε: «OΚ, αλλά να μένεις απόψε. Κι αν νιώθεις το ίδιο αύριο ή την επόμενη μέρα, μπορείς να μου τηλεφωνήσεις και θα έρθω να σε πάρω.. Θα σε φέρω σπίτι, αλλά δεν θα σε ξανά φέρω εδώ, ποτέ»
Είχε έναν τόνο στη φωνή του, τόσο σοβαρό, που ο μικρός Φέλιξ κατάλαβε ότι τα περιθώρια έχουν στενέψει. Κάτι έκανε κλικ μέσα του όταν άκουσε εκείνα τα λόγια … σαν να φώτισαν με μιας όλα τα σκοτάδια μέσα του. Έπρεπε να είναι εκεί, εσώκλειστος στις Ακαδημίες της Πόρτο. Όσο κι αν φοβόταν για το τι θα έρθει…
«Μου έλειπε πολύ να παίζω ποδόσφαιρο με τον αδελφό μου στην κουζίνα στο σπίτι μας στο Βιζέου. Αυτό ήταν ό,τι καλύτερο. Στο σαλόνι μας, είχαμε πιθανώς – και δεν λέω ψέματα – 15 μπάλες που βρίσκονταν τριγύρω. Βλέπεις, η μπάλα … είναι πολύτιμη. Είναι δώρο. Ένα δώρο για σένα, ένα δώρο για μένα».
Οι γονείς του, αστειεύονταν, με αυτή την υπερβολή που συνοδεύει τα λόγια των γονιών. Πρώτα, λέει, έμαθε να ντριμπλάρει και μετά να περπατάει. Και, ναι, δεν ήταν η πάσα αλήθεια, όμως το ποδόσφαιρο ήταν βιοτική ανάγκη για εκείνον. «Είχα πάντα την μπάλα στα πόδια μου. Πάντα. Πάντα. Πάντα. Και αν έπρεπε να την πασάρω, έπρεπε να σε εμπιστευτώ, έτσι; Θέλω να πω … αυτή είναι η μπάλα μου, δεν ξέρω τι θα κάνεις με αυτή. Θα μπορούσες να της δώσεις μακριά ή κάτι τέτοιο, δεν θα το αφήσω αυτό να συμβεί!»
Η μπάλα για το μεγάλο ταλέντο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ήταν το πολυτιμότερο περιουσιακό του στοιχείο. Την προστάτευε και της φερόταν με τρυφερότητα. Μάλιστα ο μόνος που πιθανόν εμπιστευόταν για να την πασάρει, ήταν για χρόνια ο μικρότερος αδερφός του. Όταν έπαιζαν μαζί, καταλάβαινε τι είναι αυτό που τον μαγεύει. Γρήγορες πάσες, ένα-δύο, όμορφα πράγματα.
Στην Πόρτο, δεν τον πίστεψαν κατ’ ουσίαν ποτέ. Ποτέ δεν ήταν από τις βασικές επιλογές των προπονητών του στις Ακαδημίες. Ήταν πάντοτε ο πιο μικρόσωμος, ο πιο ασθενικός. Οι άλλοι ήταν πιο δυνατοί, έτρεχαν πιο γρήγορα από εκείνον. Οι Δράκοι δεν έδειχναν καμία διάθεση να τον περιμένουν. Να τον περιμένουν να μεγαλώσει. Πλέον, έχουν συνειδητοποιήσει το ολέθριο λάθος τους.
«Καθώς μεγάλωσα σαν άντρας και ως παίκτης, συνειδητοποίησα ότι αυτό μου άρεσε – να έχεις την μπάλα και να παίζεις εντυπωσιακό ποδόσφαιρο. Τότε είναι, όταν είμαι στα καλύτερά μου, τότε είναι που είμαι ο εαυτός μου. Αλλά όταν έπαιζα για στην Ακαδημία της Πόρτο, αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Δεν πίστευαν σε μένα, όσο πίστευα εγώ. Δεν με εμπιστεύονταν στο γρασίδι. Με επέκριναν για το μέγεθός μου. Με απομάκρυναν από το χορτάρι, πήραν την μπάλα μου. Στην Πόρτο, έχασα τη χαρά μου»
Στη Λισαβόνα, την ξαναβρήκε. Χρειάστηκε λίγος χρόνος, εμπιστοσύνη. Έπρεπε να αποδείξει και πάλι τι αξίζει. Αλλά δεν τον ένοιαζε να κάνει όση υπομονή χρειαζόταν…
«Όταν έπαιζα για τη δεύτερη ομάδα της Μπενφίκα, στις αρχές του 2017, ένα από τα πρώτα μου παιχνίδια ήταν εναντίον της Ακαδημίας του Βιζέου, στη γενέτειρά μου. Σκόραρα και έγινα ο νεώτερος παίκτης που σκόραρε στη δεύτερη εθνική κατηγορία. Το να σκοράρω στο Estádio do Fontelo – λίγα λεπτά από εκεί που μεγάλωσα, με την οικογένειά μου – ήταν τόσο ξεχωριστό. Και ένιωσα ότι το να παίζω για τη Μπενφίκα άρχιζε να αξίζει, όλους τους δρόμους που είχα ταξιδέψει για να φτάσω εκεί»
Ένα χρόνο αργότερα, τον περασμένο Αύγουστο, έπαιξε για την πρώτη ομάδα στο ντέρμπι της Λισσαβόνας. Μπενφίκα εναντίον Σπόρτινγκ. Κάποιες μέρες μετά το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο κόντρα στον ΠΑΟΚ. Πάνω από 60.000 άτομα στο Ντα Λουζ, τραγουδούσαν και φώναζαν ρυθμικά στην προπόνηση και εκείνος κοιτούσε εκστατικά την κερκίδα, προσπαθώντας να βρει τους γονείς του. Στο δεύτερο ημίχρονο, οι Αετοί ήταν πίσω στο σκορ με 0-1.
Με πέντε λεπτά να απομένουν, πίεζαν σκληρά. Στο 86ο λεπτό, ο Ράφα Σίλβα, προωθήθηκε ωραία από τα δεξιά και έψαχνε χώρο να περάσει μια σέντρα. Εκείνος είχε πάρει θέση στην περιοχή κοντά στο δεύτερο δοκάρι. Κοιτούσε τον Σίλβα, σαν να ήταν ο αδερφός του. Ξαφνικά ο κόσμος σώπασε. Ήταν εκείνος και ο μικρότερος αδερφός του στο σαλόνι του σπιτιού τους. Τον κοίταξε επίμονα σαν να του έλεγε: «έλα, εμπιστεύσουμε, δώσε μου την μπάλα, δώσ’την»!
Το 1-1, ήταν γεγονός. Και ο εκφωνητής του σταδίου, προσπαθούσε να βρει τα λόγια του. Τον άκουσε από το μικρόφωνο να λέει: «Γκολ, σκοράραμε, ο αριθμός 79, Ζοάο …». Και τότε έκανε μια παύση. Ήταν το πλήθος που φώναξε «Φέλιξ!», μάλλον δεν ήταν σίγουρος για το όνομά του.
Τώρα πλέον, ξέρει…