Αν ακολουθώντας την γραμμή του αντίχειρα, τοποθετήσεις δυο δάκτυλα κάτω από την ένωση με τον καρπό, βρίσκεις το σημείο που περνάει η καρκινική αρτηρία, εκεί μπορείς να μετρήσεις τους καρδιακούς σφυγμούς. Με βάση αυτούς μπορείς να υπολογίσεις κάτι μη μετρήσιμο, τους πιστούς υπηρέτες της καρδιάς!
Κρατά το βαρύτιμο τρόπαιο ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Κρατά σφιχτά τον ασημένιο λαιμό του, με όλη του τη δύναμη, φοβούμενος ότι μια πιο χαλαρή λαβή έστω για μια στιγμή θα μπορούσε να επιτρέψει στο όνειρό του να ξεγλιστρήσει. Ήταν αλήθεια, ήξερε ότι ήταν, απλά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Κατανοητό, δεδομένου ότι λίγοι παίκτες στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου άξιζαν όσο εκείνος, να στεφθούν πρωταθλητές. Κι ακόμα λιγότεροι αυτοί, που έπρεπε να περιμένουν τόσο πολύ για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Το 2001, ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα ως πολύτιμο μέλος της ομάδας του Φάμπιο Καπέλο κατέκτησε το Σκουντέτο με τη Ρόμα. Πίσω από τα μάτια του αναπαυόταν μια θλίψη. Ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζαν στη Φλωρεντία να συμβαίνει…
Aν ακολουθώντας την γραμμή του αντίχειρα, τοποθετήσεις δυο δάκτυλα κάτω από την ένωση με τον καρπό, βρίσκεις το σημείο εκείνο που περνάει η καρκινική αρτηρία, εκεί μπορείς να μετρήσεις τους καρδιακούς σφυγμούς. Με βάση αυτούς μπορείς να υπολογίσεις, κάτι μη μετρήσιμο. Μπορείς να υπολογίσεις συναίσθημα. Το ειδικό βάρος του οποίου δεν χωράει σε κιλά, γραμμάρια και λίτρα. Στο κορμί του σύγχρονου ποδοσφαίρου δεν έχουν μείνει παρά μόνο λίγα ψήγματα. Αυτό αναγκάζει τους εναπομείναντες ρομαντικούς να ζητιανεύουν στα δρομάκια της μνήμης κάτι από το παρελθόν.
Επαίτες και παρελθοντολάγνοι θυμούνται σχεδόν αυτόματα γενέθλια ποδοσφαιριστών και σημαντικές επετείους γεγονότων, που μυρίζουν ακόμα ρομαντισμό και όλοι σήμερα, την πρώτη μέρα του Φλεβάρη, ταξιδεύουν στην βορειοδυτική Ιταλία. Στην Τοσκάνη, στη Φλωρεντία. Θυμούνται έναν Αργεντίνο διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Έναν ξανθόμαλλη τύπο που μάγεψε με τη Φιορεντίνα και έκλεψε λίγους από τους πιστούς οπαδούς του Ρονάλντο, εκεί στα 90’s.
«Έδωσα στο ποδόσφαιρο περισσότερα από όσα μπορούσα να δώσω…»
«Το ποδόσφαιρο έγινε το πάθος μου παρά το γεγονός ότι δεν ήταν, όταν ήμουν νέος. Εννοώ ότι ζούσα, ανέπνεα για το ποδόσφαιρο. Τώρα έχω προβλήματα στο να περπατήσω εξαιτίας αυτού. Έδωσα περισσότερα από όσα μπορούσα να δώσω. Είναι αλήθεια και όχι υπερβολή. Μία ημέρα πήγα στην κλινική και ζήτησα από τον γιατρό μου, να μου κόψει τα πόδια. Προτιμούσα να καθίσω σε αναπηρικό καροτσάκι, παρά να συνεχίσω να ζω με αυτούς τους φρικτούς πόνους…», δήλωνε στο επίσημο περιοδικό της FIFA ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. Χρόνια μετά την «συνταξιοδότησή» του.
Τσάκισε τα πόδια του στο χορτάρι. Γιατί, χωρίς ίσως να το καταλάβει, δόθηκε στο ποδόσφαιρο σε επίπεδα θυσίας. Οι παλμοί ανέβαιναν όταν έμπαινε στο Αρτέμιο Φράνκι. Κάθε φορά που μάζευε την μπάλα από τα αντίπαλα δίχτυα, το χορτάρι μύριζε διαφορετικά, οι ιαχές στην κερκίδα είχαν κάτι από ιερή ψαλμωδία και εκείνος γνώριζε πως ανήκει εκεί. Την Φιορεντίνα την αγάπησε ο Μπατιστούτα, κι ας παρέλασε από τις Νιούελς Ολντ Μπόις, Ρίβερ Πλέιτ, Μπόκα Τζούνιορς πριν φτάσει εκεί. Κι ας έφυγε για τη Ρόμα, την Ίντερ και την Αλ Αραμπί.
Η καρδιά του ήταν πάντα βιόλα. Ο 50χρονος πλέον Μπατιγκόλ έμεινε στο σύλλογο της Φλωρεντίας εννέα χρόνια (1991-2000). Σκόραρε 203 τέρματα σε 331 συμμετοχές. Παρέμεινε στο σύλλογο την σεζόν που τον είχε περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Εκείνη την καταραμένη χρονιά του υποβιβασμού στη Serie Β (1993-94). Γι αυτό και οι οπαδοί της τον λατρεύουν άνευ ορίων. Γι αυτό λατρεύεται και από κάθε ποδοσφαιρόφιλο.
Ο… επίσημος Θεός κάθε Αργεντίνου, ο Ντιέγκο Μαραντόνα, έχει δηλώσει πως ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα είναι ο καλύτερος σέντερ φορ που έχει δει με τα μάτια του, κάτι που ο ίδιος μάλλον ούτε φανταζόταν, όταν μπόμπιρας ακόμα βοηθούσε τους γονείς του στο οικογενειακό αγρόκτημα και τις ελεύθερες του ώρες προτιμούσε να παίζει… μπάσκετ. Ο μέχρι πρότινος (τον ξεπέρασε ο Λιονέλ Μέσι το 2016) κορυφαίος σκόρερ στην Ιστορία της Αλμπισελέστε, είχε κάτι διαφορετικό… ή μάλλον όχι τα είχε όλα: ταχύτητα, τεχνική, ικανότητα να σκοράρει με το κεφάλι, αντίληψη του χώρου, προσωπικότητα, σταθερότητα, πείσμα.
Είχε αλλιώτικο ποδοσφαιρικό στυλ, αλλιώτικη εξωτερική εμφάνιση, αλλιώτικη νοοτροπία. Ο Μπατιστούτα δεν είχε μεγάλη καψούρα να γίνει ποδοσφαιριστής. Ήθελε να σπουδάσει. Αυτός που τον πήρε από το χεράκι και του έδειξε τον δρόμο, ήταν ο υπεύθυνος των Ακαδημιών της Νιούλς Ολντ Μπόις Χόρχε Γκρίφα. Μετά από πιέσεις, το «μικρόβιο» μπήκε στο αίμα του. Ξεκίνησε δειλά δειλά και το 1988, σε ηλικία 19 ετών έκανε το ντεμπούτο του στο αργεντίνικο πρωτάθλημα με τη φανέλα της Νιούελς Ολντ Μπόις.
«Ερωτεύτηκα την πόλη και την ατμόσφαιρα και είπα στον εαυτό μου ότι θα μείνω εδώ!»
Ακολούθησε η Ρίβερ Πλέιτ, η κόντρα με τον Ντάνιελ Πασαρέλα, η Μπόκα Τζούνιορς. Οι πόρτες της Εθνικής Αργεντινής δεν άργησαν να ανοίξουν και οι διεθνείς του εμφανίσεις τον οδήγησαν στη Φιορεντίνα. Το 1991 έκανε λοιπόν το μεγάλο βήμα στην καριέρα του. Η μεταγραφή του κόστισε στους Βιόλα 2,3 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά τα άξιζε και με το παραπάνω! Ο αλλιώτικος Γκαμπριέλ Μπατιστούτα βρήκε το μέρος που οι παλμοί ανέβαιναν.
«Ερωτεύτηκα την πόλη και την ατμόσφαιρα και είπα στον εαυτό μου ότι θα μείνω εδώ. Ήταν μια εποχή που με ήθελαν ομάδες όπως η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ» δήλωνε στον Τύπο. Ναι σίγουρα, οι πιθανότητες τίτλων και ατομικών διακρίσεων ήταν ασύγκριτα περισσότερες σε άλλους ευρωπαϊκούς συλλόγους, αλλά τον Μπατιγκόλ τον ενδιέφερε να διακριθεί πρωτίστως με τη Φιορεντίνα.
Έτσι κι έγινε. Κατέκτησε το Κόπα Ιτάλια τον Μάιο του 1996, την ίδια χρονιά (τρεις μήνες αργότερα) έριξε στο καναβάτσο τη Μίλαν και χάρισε στην ομάδα του το ιταλικό Σούπερ Καπ. Έγινε ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για το σύλλογο, πήρε το βραβείο του καλύτερου ξένου ποδοσφαιριστή στην Ιταλία, έγινε ο 11ος σκόρερ στην Ιστορία της Serie A. Την ίδια ώρα οι φίλοι της ομάδας τον βάφτιζαν «Μπατιγκόλ», «Βασιλιά Λιοντάρι».
Το καλοκαίρι του 2000 είχε έρθει η στιγμή της αποχώρησης . Το τριετές πέρασμά του από τη Ρόμα, που ήταν ο επόμενος σταθμός στην καριέρα του, του χάρισε και το πολυπόθητο Σκουντέτο. Η μεταγραφή του κόστισε 33,8 εκατομμύρια δολάρια, αλλά οι Τζιαλορόσι δεν το σκέφτηκαν στιγμή. Αυτός έλειπε δίπλα από τους Φραντσέσκο Τότι και Βιντσέντσο Μοντέλα. Με αυτόν θα έφταναν στο πρωτάθλημα για πρώτη φορά μετά το 1983…
Στη Ρώμη κατέκτησε αυτό που ήθελε. Παρότι η πιο βαθιά επιθυμία της καρδιάς του, ήταν να έχει ανέβει στην ψηλότερη κορυφή, φορώντας άλλη φανέλα. Κι αυτό ίσως το κατάλαβε την 26η Νοέμβρη του 2000. Τότε ήταν που έπαιξε για πρώτη φορά αντίπαλος με τη Φιορεντίνα. Η Ρόμα υποδεχόταν τους Βιόλα, με τους φιλοξενούμενους να αμύνονται εξαιρετικά. Όμως μία και μοναδική στιγμή αδράνειας αρκούσε. Επιχείρησε ένα υπέροχο δεξί σουτ και «πλήγωσε» τον Τόλντο για το 1-0 των Ρωμαίων. Οι οπαδοί ξέσπασαν σε ντελίριο ενθουσιασμού, οι συμπαίκτες του έτρεξαν καταπάνω του. Εκείνος στάθηκε απλώς στο σημείο όπου σκόραρε, με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν πανηγύρισε, οριακά αντέδρασε. Είχε τα μάτια κλειστά. Είχε πληγώσει την ομάδα που υπηρετούσε για 9 χρόνια με πάθος, λύγισε.
Εκείνη η ημέρα αρκούσε για να περιγράψει στον απόλυτο βαθμό τον Μπατιστούτα σε όλη την ένδοξη δυαδικότητά του. Ο Μπατιγκόλ, ο σπουδαίος σκόρερ και ο Γκαμπριέλ ο θνητός, ερωτευμένος άντρας. Η εκρηκτική του απόδοση, που χτίστηκε πάνω σε ατελείωτη πίστη και ακατάπαυστη προσπάθεια. Το θάρρος και η τεχνική που απαιτούνταν για να φτάσει να γίνει ένα από τους πιο δεινούς σκόρερ. Η ευκαιρία για ένα σουτ από τα όρια της περιοχής. Η αδιαμφισβήτητη λατρεία για έναν αντίπαλο, μια ομάδα, μια πόλη, τους οπαδούς της, που ποτέ δεν θα ήθελε να σκοράρει εναντίον τους. Τραγικός ήρωας, ειρωνεία. Ποτέ δεν ήταν πιο διαυγής η αγάπη, που ο Μπατιστούτα και η Φιορεντίνα μοιράστηκαν, από ότι εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα που την πλήγωσε στο δρόμο για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Στην πρωτεύουσα της Ιταλίας, άρχισε να συντίθεται το κύκνειο ποδοσφαιρικό του άσμα. Τα προβλήματα στα πόδια έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Ακολούθησε ο μάλλον άστοχος δανεισμός του στην Ίντερ (το 2003). Το 2005 κλείνει την καριέρα του στο Κατάρ και την Αλ-Αραμπί. Εμφανώς καταπονημένος από τη δύναμη και την εκρηκτικότητα με τις οποίες έμπαινε σε κάθε φάση, το ακατάπαυστο τρέξιμο και τη θέλησή του να βελτιώνεται συνεχώς. Οι τένοντες και οι χόνδροι του είχαν σχεδόν διαλυθεί και η επέμβαση στους αστραγάλους ήταν επιτακτική ανάγκη, αφού οι πόνοι ήταν ανυπόφοροι. Πέρασε τουλάχιστον 1,5 χρόνος για να αισθανθεί έστω λίγο καλύτερα.
Το 2014 (δηλαδή 14 χρόνια μετά), επέστρεψε με κάθε επισημότητα στη Φλωρεντία για να μπει στο Hall of Fame. Κατά τη διάρκεια της τελετής ήταν απλά ο Γκαμπριέλ. Μπορούσε να λυγίσει από το βάρος των αναμνήσεων. Δεν δίστασε να βουρκώσει για τα 9 χρόνια με τη μωβ φανέλα. Εκείνη την ημέρα ήταν και επίσημα το απόλυτο είδωλο της Curva Fiesole του Αρτέμιο Φράνκι. «Προς τιμήν του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, αδάμαστου πολεμιστή και πιστού υπηρέτη της καρδιάς», γράφει η επιγραφή στο άγαλμά του που κοσμεί το γήπεδο της Φιορεντίνα. Δεν ρίζωσε ποτέ στις συνειδήσεις των οπαδών σαν προδότης. Όλοι κατάλαβαν γιατί έφυγε. Και για όλες τις αναμνήσεις που χαράχτηκαν στην ιστορία από τον αγαπημένο τους Αργεντίνο δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά εκτίμηση και σεβασμό. Γι αυτό κι όταν σκόραρε απέναντι στη Φιορεντίνα και ξέσπασε σε κλάματα τον χειροκρότησε όλο το Ολίμπικο. Γνώριζαν όλοι.
Γνώριζαν πως είχε το ταλέντο να αγωνιστεί σε οποιαδήποτε σύλλογο επιθυμούσε μα εκείνος τίμησε για εννέα χρόνια τη φανέλα της Φιορεντίνα. Είχε την εμφάνιση να πρωταγωνιστήσει σε διαφημίσεις, να πουλήσει διαφορετικά το ταλέντο του. Να κυκλοφορήσει με τις πιο εντυπωσιακές γυναίκες. Να πουλήσει αλλιώς τη φήμη του. Όμως όχι. Εκείνος απλά σκόραρε και όταν δεν έφερνε τον δείκτη στο στόμα «διατάζοντας» σιωπή, όταν δεν πήγαινε στο σημαιάκι του κόρνερ να πανηγυρίσει σε στάση προσοχής, πήγαινε στην κάμερα και φώναζε στην γυναίκα της ζωής του: «Irene, ti amo».
Ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα ήταν το πάθος, ήταν οι οπαδοί στις κερκίδες του Αρτέμιο Φράνκι, ήταν οι θυσίες του, όσα τσάκισε στο δρόμο, όχι για την καθιέρωση, στο δρόμο να κερδίσει την αγάπη τους, ήταν τα πόδια του, που διαλύθηκαν όσο προσπαθούσε να γίνει κομμάτι της Ιστορίας. Γι αυτό, αν ακολουθώντας την γραμμή του αντίχειρα, τοποθετήσεις δυο δάκτυλα κάτω από την ένωση με τον καρπό, βρίσκεις το σημείο που περνάει η καρκινική αρτηρία, εκεί μπορείς να μετρήσεις τους καρδιακούς σφυγμούς. Με βάση αυτούς μπορείς να υπολογίσεις κάτι μη μετρήσιμο, τους πιστούς υπηρέτες της καρδιάς!