Τελείωσαν τα προπονητικά καύσιμα κι άρχισε το κακό θέατρο. Η Γιουνάιτεντ είναι η τελευταία μεγάλη ομάδα που εξαπατά ο Μουρίνιο.
Έρχεται λοιπόν η ημέρα της συνέντευξης τύπου. Η ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο έχει βραβευτεί με το «Χρυσό Βατόμουρο» κι αυτός στήνεται μπροστά στις κάμερες να εξηγήσει τους λόγους της αποτυχίας στους «αιμοδιψείς» κριτικούς κινηματογράφου: «Πήρα το δεύτερο χρυσό βατόμουρο στη σειρά… Το δεύτερο χρυσό βατόμουρο! Όμως ξέρετε κάτι, έχω δύο Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Έχω κάνει Pulp Fiction, έχω κάνει Django ο Τιμωρός! Εγώ έχω δύο και οι άλλοι σκηνοθέτες ένα και με το ζόρι. Ας μη μιλήσουμε για το Kill Bill που τους πήρα τα σώβρακα. Θα σέβεστε… Θα σέβεστε… Θα σέβεστε!». Η δήλωση συνοδεύεται από αποχώρηση.
Τώρα που το σκέφτομαι ξανά, αλλάζω παραβολή. Φέρνω έναν γιατρό στη θέση του Μουρίνιο μετά την Τότεναμ. Έναν επιστήμονα με υπέρλαμπρη καριέρα, ο οποίος καλείται να απολογηθεί στους συγγενείς μετά το χειρουργείο για μία τόση δα μικρή αστοχία. Αντί να κόψει το πόδι του ασθενή με τη γάγγραινα, έκοψε το άλλο, το καλό! Μην τα ξαναλέμε: «Έχω σώσει τόσες ζωές, τι να μου πουν τα άλλα γιατρουδάκια; Θα σέβεστε!».
Στην πραγματικότητα, ο Ταραντίνο δε θα πάρει ποτέ χρυσό βατόμουρο (ελπίζω) και ο γιατρός, παρά το βέβαιο ξέσκισμα από τον τύπο της χώρας, δε θα ξεστομίσει αυτές τις κουβέντες, διότι ακόμα και αν το νιώσει, στην ακραία περίπτωση που θα περάσει η φευγαλέα σκέψη από το μυαλό του, γνωρίζει ότι διάλεξε ένα επάγγελμα που δεν επιτρέπει λάθη και απαγορεύει τις δικαιολογίες, πολλώ δε μάλλον αυτές που συνοδεύονται από έπαρση.
Πόσο άλλαξες
Ο Μουρίνιο το έκανε ξανά… Μίλησε την πιο ακατάλληλη ώρα για πέντε Πρέμιερ Λιγκ στην καριέρα του, από τις οποίες έχει κατακτήσει τις τρεις, λες και νοιάζει τον φίλο της Γιουνάιτεντ μετά τον πόνο του τρίμπαλου, τι έκανε στον πάγκο της Τσέλσι. Αυτοί που αντιλαμβάνονται τι βλέπουν- ίσως και μερίδα των δημοσιογράφων που πρωτοστατούν στην κριτική – θα αναγνώριζαν ότι η Τότεναμ πέτυχε μια αποστομωτική νίκη και η Γιουνάιτεντ έκανε την πιο ποδοσφαιρική εμφάνιση από τα τρία ματς της εφετινής Πρέμιερ.
Ήταν το μοναδικό παιχνίδι που ο Πορτογάλος προσπάθησε – κάπως αργά η αλήθεια – να αλλάξει πράγματα, με πρώτο τη διάταξη. Ευδιάκριτο ότι πάλεψε για να ξορκίσει κάπως την παθητικότητα, καθαρό ότι τους ζήτησε μεγαλύτερη ένταση στο επιθετικό κομμάτι, οφθαλμοφανές ότι δεν μπήκε η μπάλα μέσα στο καλό διάστημα της ομάδας του κι ότι το ματς δε βγήκε, κυρίως λόγω ατομικών λαθών στο υποθετικά δυνατό του χαρτί, την άμυνα.
Για του λόγου το αληθές, ο Μουρίνιο χειροκροτήθηκε στο τέλος από μερίδα φιλάθλων που έμεινε στο γήπεδο, κυρίως διότι δεν γεννήθηκε ακόμη το αγγλικό κοινό που δεν θα αναγνωρίσει την προσπάθεια. Ο ίδιος βέβαια, αυτό το ειλικρινές και ζεστό χειροκρότημα προσπάθησε να το καρπωθεί με λάθος τρόπο. Το ανακάτεψε – σε άλλες του δηλώσεις – με αμέτρητες αλαζονικές ομορφιές για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι φίλοι της Γιουνάιτεντ δεν παρακολουθούν τους δημοσιογράφους και κλείνουν τ’ αυτιά τους στον… πόλεμο που του γίνεται με λύσσα από τα media.
Αν είχε στόμα το ποδόσφαιρο, θα μίλαγε
Εκεί που ψήθηκε να κάνει τη μεγάλη αλλαγή λοιπόν, το ίδιο το ποδόσφαιρο τον τιμώρησε. Κουράστηκε το άθλημα και τον εκδικήθηκε. Στο ματς που οι επιλογές και η ξεροκεφαλιά του τον έφεραν με την πλάτη στον τοίχο, στο καλό του ματς, σε αυτό που προσπάθησε επιτέλους να παράξει φάσεις, να παίξει τον αγώνα κι όχι να κάνει τη γνωστή του σπονδή στην παθητικότητα, έφαγε τρία γκολ. Και λίγα ήταν συγκριτικά με τον ατελείωτο βιασμό οφθαλμών και λογικής. Νομοτελειακά, έρχεται κάποια στιγμή που το ποδόσφαιρο ζητάει εξηγήσεις:
Πόσο ακόμα θα τελειώνει ο Ντε Χέα με over 5 σημαντικές αποκρούσεις τα παιχνίδια όταν όλη η Γιουνάιτεντ παίζει πίσω από την μπάλα;
Πόσες φάσεις πρέπει να τρως σε κάθε ματς για να σταματήσεις να βαφτίζεις άμυνα την παθητικότητα;
Πόσο ακόμα θα αγοράζεις ακριβοπληρωμένους σταρ με διαρκή ονείρωξη να τους μετατρέψεις σε χαμάληδες πολυτελείας;
Ήταν ο Αλέξις Σάντσες αυτό που πραγματικά χρειαζόταν η ομάδα και αισθάνεσαι καλά με τον τρόπο που τον αξιοποίησες;
Πόσο ακόμα θα επιλέγεις να παίζεις reactive ποδόσφαιρο στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου χρησιμοποιώντας τέσσερις άκαμπτους «χτιστούς» μέσους;
Πόσο ακόμα θα ακούς τις λέξεις «δημιουργία» και «δεκάρι» και θα πετάς εξανθήματα σε όλο σου το σώμα;
Πόσο ακόμα θα έχεις τη Γουνάιτεντ και θα αδυνατείς να κάνεις μια επίθεση της προκοπής με την μπάλα στα πόδια;
Πόσο ακόμα θα περιμένεις τις… Σεβίλλες και τις… Θέλτες με έντεκα παίκτες πίσω από την μπάλα;
Πόσο ακόμα θα χρησιμοποιείς πανάκριβα υλικά για να παράγεις το απόλυτο μηδέν;
Πόσος χρόνος θα χρειαστεί να παραδεχθείς ότι ο πρώτος παίκτης που χρειαζόσουν όταν ανέλαβες ήταν ένας αμυντικός παγκόσμιας κλάσης;
Πόσες φορές θα χρειαστεί να ρίξεις μέσα τον Φελαϊνί για να γυρίσει ματς που χάνεις από τη Ρεάλ 2-0 και θα προσπαθείς να με πείσεις ότι ήταν το καλύτερο που μπορούσες να κάνεις;
Πόση καμμένη γη θ’ αφήσεις πίσω σου για να παραδεχθείς ότι απέτυχες;
Πόσα λεφτά ακόμα χρειάζεται να ξοδέψεις για να μας τρελάνεις;
Πόσο ακόμα θα φοβάσαι και τη σκιά σου;
Μπορώ να ρωτάω για λογαριασμό του ποδοσφαίρου μέχρι αύριο…
Γιουνάιτεντ με κλειστή τηλεόραση
Είναι και κάτι άλλο. Θεωρώ εαυτόν φίλο της Γιουνάιτεντ. Όχι από αυτούς που πεθαίνουν για το αποτέλεσμα, όχι από αυτούς που θα καθορίσει τη μέρα τους το αν έχασε ή νίκησε η ομάδα. Αυτά έχουν ξεπεραστεί προ πολλού. Ναι, από αυτούς που αγαπάνε το ποδόσφαιρο περισσότερο από την ομάδα που για αδιευκρίνιστους ή μη επαρκείς λόγους επέλεξαν να υποστηρίζουν όταν ήταν μικροί. Είναι πολλοί τέτοιοι στον κόσμο, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για έναν σύλλογο όπως η Γιουνάιτεντ.
Στα μισά της μέχρι τώρα διαδρομής του Μουρίνιο, βρήκα το φάρμακο. Άρχισα να κλείνω την τηλεόραση. Εδώ και αρκετούς μήνες, ομολογώ ότι αρκετές φορές έχω αρκεστεί στο livescore από την αρχή του ματς. Δε γίνεται να αγαπάς το ποδόσφαιρο και ν’ αντέχεις παράλληλα να παρακολουθείς αυτό το ποδοσφαιρικό έκτρωμα, σ’ ένα πρωτάθλημα που όλοι οι μεγάλοι προσπαθούν να παράξουν, να αλλάξουν συνεχώς πράγματα προς το καλύτερο. Αυτή η μονότονη ξεροκεφαλιά κάθε βδομάδα σε συνδυασμό με τον επιλεκτικό βιασμό της λογικής μετά, στις συνεντεύξεις τύπου, είναι το πιο mind blowing πράγμα που μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή και να αφορά το ποδόσφαιρο.
Η μοναξιά του… ασεβή
Για να το πάω λίγο πιο μακριά, ακόμα και οι μεγάλες νίκες του Μουρίνιο – ή έστω πολλές από αυτές – έμοιαζαν περισσότερο με στατιστική επαλήθευση, παρά με ποδοσφαιρική ανταμοιβή ενός ανώτερου συνόλου. Ο τρόπος με τον οποίο τις διεκδίκησε απέχει πολύ από το να γεμίζει τα ουδέτερα μάτια. Σοβαροί να είμαστε, ποιος παίρνει χαρά από τη Γιουνάιτεντ αν δεν προσδοκά ήττα ή δεν εκτίει ισόβια κάθειρξη σε κάποια φυλακή υψίστης ασφαλείας;
Αρκετοί προπονητές παραδέχονται ότι το μεγαλύτερο προσόν σε έναν συνάδελφό τους, ο οποίος καλείται να καθοδηγήσει μια μεγάλη ομάδα δεν είναι τόσο η συνταγή που θα φέρει τίτλους, όσο να σέβεται το περιβάλλον και την ιστορία της ομάδας που τον προσλαμβάνει. Να προσαρμόσεις τη φιλοσοφία σου, στη φιλοσοφία του συλλόγου. Εν προκειμένω, να παίξεις ως Γιουνάιτεντ.
Ο Μουρίνιο δεν το έκανε ποτέ αυτό γιατί πραγματικά δεν ξέρει ή δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Όποια εκδοχή και να πάρεις μοιάζει καταδικαστική για το αποτέλεσμα της συνεργασίας. Δεν γίνεται να είσαι προπονητής στο Μάντσεστερ και να παίζεις σαν μικρομεσαία ομάδα της Τσάμπιονσιπ. Απλά δε γίνεται. Τη στιγμή που θα έρθει η κρίση, όσο μεγάλος και να ήσουν στο παρελθόν, κανείς δε θα πάρει το μέρος σου. Δεν θα έχεις το αποτέλεσμα – για το οποίο πάλεψες να ψήσεις κόσμο και κοσμάκη ότι είναι το παν – και θα είσαι μόνος. Κι εδώ υπεισέρχεται και η καθοριστική ευθύνη, μαζί και το τεράστιο λάθος των υπευθύνων του συλλόγου.
Η τελευταία μεγάλη δουλειά
Ο άλλοτε special one, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να βάλει φρένο στην κατρακύλα, όσο είναι στο Μάντσεστερ. Η φανέλα της ομάδας αδυνατίζει με μαθηματική πρόοδο, κάτι που πλέον βλέπεις ξεκάθαρα στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι αντίπαλοι. Το χαρτί δε γυρίζει. Μετά από τόσα χρόνια στο ποδόσφαιρο, αποκλείεται να μην αντιλαμβάνεται κι ο ίδιος ότι σώθηκαν τα προπονητικά καύσιμα.
Όσο και να προσποιείται ότι κλείνει τα μάτια, η αλλαγή του αθλήματος, η εξέλιξη, βρίσκεται πολύ κοντά του γεωγραφικά και τον περικυκλώνει. Σχεδόν τον στοιχειώνει, μετά την άρνησή του να την ακολουθήσει. Αυτή τη στιγμή παίζει έναν χειρότερα σκηνοθετημένο ρόλο κι από το ποδόσφαιρο που πρεσβεύει, προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Ζητά επιτακτικά να κριθεί σύμφωνα με τα επιτεύγματα του παρελθόντος. Αν είναι δυνατόν… By the way, ανάλογο μονόπρακτο είχε παίξει και στην Τσέλσι.
Γνωρίζει ότι μετά τη Ρεάλ, την Τσέλσι και τώρα τη Γιουνάιτεντ, οι δικαιολογίες στέρεψαν. Οι λόγοι για να επαίρεται λιγοστεύουν δραματικά. Αδυνατώ να γνωρίζω πότε θα σταματήσουν οι ιθύνοντες του αγγλικού συλλόγου να παρακολουθούν απαθείς αυτό το θέατρο του παραλόγου. Ωστόσο, τα σημάδια φωνάζουν πιο δυνατά από ποτέ ότι η Γιουνάιτεντ είναι η τελευταία μεγάλη ομάδα που κατάφερε να εξαπατήσει. Επόμενη δεν πρόκειται να υπάρξει.