Την περίοδο της κατακόρυφης ανόδου της εμπορικής αξίας του γαλλικού ποδοσφαίρου και της κατάκτησης του Μουντιάλ από την εθνική Γαλλίας, οι ομάδες της Ligue 1 μένουν... ακούνητες και αγέλαστες στο καλοκαιρινό μεταγραφικό παζάρι. Μα τι συμβαίνει με αυτούς τους Γάλλους;
Το 2013 είδαμε την Μπάγερν Μονάχου να κατακτά το Champions League. Το 2014 την εθνική Γερμανίας να σηκώνει το Μουντιάλ. Ήρθε και ο Γκάρι Λίνεκερ να μας πει ότι «στο τέλος πάντα κερδίζουν οι Γερμανοί» και το δέσαμε κόμπο. Καταστήσαμε στο μυαλό τη Γερμανία ως τη νέα υπερδύναμη του ευρωπαϊκού και κατ’ επέκταση του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, όπως είχε λάχει στην Ισπανία προηγουμένως, επί περίπου μία πενταετία. Χρειαστήκαμε μόλις μερικούς μήνες για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε πόσο λάθος και βιαστική ήταν η εκτίμησή της μας. Όχι ότι δεν έχτιζαν κάτι καλό. Απλώς η επιτυχία τους δεν είχε φτάσει ακόμα στο σημείο να στηρίζεται σε στιβαρά θεμέλια.
Σήμερα, έχει πάρει σειρά η Γαλλία. Μια εθνική ομάδα με περίσσιο ταλέντο και πλέον με την πιο βαρύτιμη κούπα, εκείνη του Μουντιάλ, στην τροπαιοθήκη της. Μια Παρί Σεν-Ζερμέν που προελαύνει, έχοντας αποκτήσει τα δύο πιο κερδοφόρα «αύριο» αυτού του αθλήματος, τους Κιλιάν Εμπαπέ και Νεϊμάρ. Μια Μονακό που χειρίζεται άψογα την αγορά και «απαγάγει» το ένα ταλέντο μετά το άλλο, το εξελίσσει και το πουλά, αναπτυσσόμενη με γοργό ρυθμό και δίχως πακτωλό δισεκατομμυρίων γύρω της. Ένα μάτσο Γάλλων παικτών που αγωνίζονται στις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης και αναγνωρίζονται παγκοσμίως. Και χάρη σε όλα αυτά, κερδίζει και το μεγαλύτερο τηλεοπτικό συμβόλαιο στην ιστορία της, αποδεικνύοντας πως η εμπορική αξία της Ligue 1 έχει ανέβει σε πρωτοφανές επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, ανεβαίνοντας από τα 762.000.000 ευρώ ανά έτος για την τετραετία 2016-2020, στα 1.150.000.000 για την αντίστοιχη του 2020-2024, άνοδος της τάξης του 60%!
Στη Μονακό υφίσταται πιο έντονη κινητικότητα, αλλά αυτή αφορά πολύ περισσότερο τις αποχωρήσεις και λιγότερο τις προσθήκες. Οι Αλεξάνταρ Γκολόβιν και Γουίλεμ Γκέμπελς κόστισαν μαζί περί τα 50.000.000 ευρώ, ενώ συνολικά η ομάδα του Λεονάρντο Ζαρντίμ έχει ξοδέψει 96.000.000. Ωστόσο, αυτό το καλοκαίρι έχει βάλει στα ταμεία της συνολικά 295.000.000 ευρώ από τις πωλήσεις των Εμπαπέ, Τομάς Λεμάρ, Τερένς Κονγκολό, Σουαλιό Μεϊτέ, Ανταμά Ντιακαμπί και Ζοάο Μουτίνιο.
Οι υπόλοιποι με το ζόρι… υπάρχουν. Παρά τα εξασφαλισμένα έσοδα, δεν τολμούν καν να ξεπεράσουν για μία μεταγραφή τους το ποσό των 20.000.000 ευρώ. Συνολικά, το γαλλικό ποδόσφαιρο έχει υιοθετήσει πολιτική δίχως ρίσκα, βάζοντας πάνω απ’ όλα τη βιωσιμότητα του έργου που επιτελείται. Δεν κάνει τα αδύνατα – δυνατά για να κρατήσει τα ντόπια προϊόντα στον τόπο του.
Η Παρί κυνήγησε τους Νεϊμάρ και Εμπαπέ, βασιζόμενη περισσότερο στη σιγουριά της ότι θα εξελιχθούν σε global icons και λιγότερο στην τωρινή ικανότητά τους επί χόρτου, αλλά άφησε τον Πογκμπά στη μοίρα του όταν κατάλαβε την πρόθεσή του να μετακινηθεί στην Premier League το καλοκαίρι του 2016 και δεν επέμεινε στην απόκτησή του από τη Γιουβέντους. Γενικότερα, η Ligue 1 δεν «καίγεται» να κρατήσει τους Γάλλους, όπως «καίγεται» η Premier League να κρατήσει τους Άγγλους.
Οι Γάλλοι μοιάζουν λίγο με τους Γερμανούς ως προς τον τρόπο που δουλεύουν σε διοικητικό επίπεδο, διότι, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δεν υποκύπτουν το ίδιο εύκολα στο μεταγραφικό πανηγύρι. Ποιος ξέρει; Ίσως σε μια δεκαετία μιλάμε για τις δύο κυρίαρχες δυνάμεις του αθλήματος. Το ερώτημα είναι αν τότε θα θυμόμαστε την υπομονή με την οποία πραγματοποίησαν τα πρώτα βήματά τους.