«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα έξι μαγικά και αξέχαστα χρόνια στον Ολυμπιακό»: Σαν σήμερα ο Νταβίδ Φουστέρ ανακοίνωσε το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας.
Ήταν αντι-σταρ. Έτσι συστήθηκε. Έτσι αγαπήθηκε. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Ταπεινός. Με σεμνότητα που διαγραφόταν στο βλέμμα του. Ποτέ δεν προέταξε τον εαυτό του μπροστά από την ομάδα, ποτέ μπροστά από οποιονδήποτε συμπαίκτη του. Γινόταν θυσία για το σύνολο, θυσία για τον κόσμο του Ολυμπιακού που λάτρεψε. Ποτέ προκλητικός, πάντοτε αληθινός. Αθόρυβα τεράστιος. Αγαπήθηκε πολύ σε μια εποχή που η γνήσια αγάπη οπαδού προς παίκτη, παίκτη προς οπαδού εκλείπει. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο υπάρχουν παίκτες ολοένα και πιο αυστηρά επαγγελματίες, με υπέρμετρο ποδοσφαιρικό εγωισμό. Και παίκτες σαν τον… Νταβίδ Φουστέρ (περί ου ο λόγος) ο οποίος σαν σήμερα, πριν από ακριβώς έναν χρόνο, κρέμασε τα παπούτσια του.
Γεννήθηκε το 1982 στην Ολίβα, μια μικρή πόλη της Ισπανίας. Αγωνίστηκε, κατά σειρά, για τις Ολίβα, Βιγιαρεάλ Β, Έλτσε, Βιγιαρεάλ. Το 2010 ο Ερνέστο Βαλβέρδε τον έφερε στο λιμάνι. Ήταν το καλοκαίρι που φόρεσαν την ερυθρόλευκη παίκτες όπως οι Αριέλ Ιμπαγάσα, Ντένις Ρόμενταλ, Άλμπερτ Ριέρα. Ο Φουστέρ έχει μία βασική διαφορά με τους προαναφερθέντες. Δεν την έβγαλε ποτέ. Είναι 2018, πάνε δύο χρόνια από όταν μετακόμισε στην Ισπανία και τη Χετάφε. Ένα, από όταν ανακοίνωσε ότι σταματάει το ποδόσφαιρο και ακόμα ο Φουστέρ δεν έχει φύγει… Στην εξαετή θητεία του στον Ολυμπιακό, βρήκε τόσο φυσικά χώρο και τρύπωσε σε μια τρομερά ολιγομελή «ελίτ» ποδοσφαιριστών που κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό του κόσμου των Ερυθρόλευκων. Χωρίς καν να το επιδιώξει. Το συμβόλαιο που υπέγραψε με τους οπαδούς δεν θα λήξει ποτέ.
Γιατί; Μα για το μπανταρισμένο κεφάλι και το πρησμένο μάτι τον Δεκέμβρη του 2010 μετά την κλωτσιά του Μαρσέλο Ολιβέιρα στο παιχνίδι κόντρα στον Ατρόμητο. Για τα γκολ του κόντρα Άρσεναλ. Για εκείνο στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας κόντρα στους Περιστεριώτες. Για την γκολάρα του κόντρα στον ΠΑΟΚ. Για εκείνο με αντίπαλο την Μάλμε και τα άλλα κόντρα στην Ρουμπίν Καζάν και τη Μέταλιστ σε Ρωσία και Ουκρανία αντίστοιχα. Για τα δακρυσμένα του μάτια στην φιέστα του πρωταθλήματος το 2015. Για την μαγκιά του, που τον έκανε «έναν από εμάς». Για την ψυχή του που φόρεσε ερυθρόλευκα. Για την αυτοθυσία του στο χορτάρι.
Δεν ήταν Αριέλ Ιμπαγάσα. Δεν ήταν Εστέμπαν Καμπιάσο. Τσόρι Ντομίνγκες. Δεν θέλησε και ποτέ να γίνει. Δεν ήταν άψογος τεχνικά. Δεν ήταν φιγουρατζής. Δεν πούλησε οπαδιλίκι. Ήταν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του ποδοσφαιριστή εργάτη. Στην καριέρα του στον Πειραιά κατέκτησε έξι πρωταθλήματα και τρία κύπελλα, μα για κανένα δεν χάρηκε τόσο, όσο τις στιγμές που άκουγε το όνομά του ρυθμικά από την ερυθρόλευκη κερκίδα.
«los seis años mágicos en el Olympiacos»
«Αγαπημένοι μου φίλοι, αυτή δεν ήταν μια εύκολη απόφαση, αλλά νιώθω ότι είναι η σωστή στιγμή για εμένα και την οικογένειά μου ώστε να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως ξεκίνησα να παίζω στην UD Oliva, τα καθοριστικά και ιδιαίτερα χρόνια στη Βιγιαρεάλ που μου άνοιξε το δρόμο για νέες προκλήσεις και ευκαιρίες, την εξαιρετική χρονιά στην Έλτσε, τα έξι μαγικά και αξέχαστα χρόνια στον Ολυμπιακό και φυσικά την παρουσία μου στη Χετάφε και τη μαγική στιγμή που ζήσαμε το Σάββατο με την άνοδο στην Primera Division, όπου αξίζει να βρίσκεται ο σύλλογος.
Θα κρατήσω σαν θησαυρό όλες τις στιγμές στην καρδιά μου. Όλες όσα ζήσαμε μαζί, με τις καλές και τις άσχημες, τους ανθρώπους που γνώρισα σε όλο αυτό το ταξίδι. Αισθάνομαι ευγνώμων που έκανα επάγγελμα αυτό για που αγαπούσα και αυτό ήταν να παίζω ποδόσφαιρο μέχρι και σήμερα…
Δεν θα είχα φτάσει ποτέ σε αυτό το επίπεδο αν δεν είχαν πιστέψει σε εμένα συγκεκριμένοι άνθρωποι – ξέρετε εσείς ποιοι είστε – και αν δεν είχα την οικογένειά μου δίπλα μου σε αυτό το συναρπαστικό ταξίδι. Μου έδινε θάρρος και υποστήριξη σε όλο το δρόμο μέχρι τώρα… Θα χρειαστώ λίγο καιρό να σκεφτώ το μέλλον μου, αλλά μέχρι τότε θέλω να ξέρετε όλοι ότι έχετε ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου και πως αισθανόμουν την αγάπη σας, για την οποία θα είμαι πάντοτε ευγνώμων», ήταν το διαδικτυακό του μήνυμα την ημέρα που αποφάσισε πως δεν μπορεί άλλο να ματώνει τη φανέλα, να παλεύει σαν στρατιώτης. Δεν απολαμβάνει πια όσο άλλοτε την παρουσία το στο γρασίδι.
Έκτοτε ξεκίνησε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για να γίνει προπονητής. Έλαβε μέρος στα σεμινάρια που πραγματοποίησε η ισπανική ομοσπονδία ποδοσφαίρου και στις αρχές του Ιούνη (01/06) απέκτησε το δίπλωμα προπονητικής UEFA A. Ποιος ξέρει ίσως φορέσει και πάλι στο στήθος του τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο, ούτως ή άλλως δεν έφυγε από μέσα του ποτέ…