Ήταν λίγο το κεφάλι του Μαραντόνα, ήταν το χέρι του Θεού. Ήταν και η μαγεία του Ντιέγκο. Σαν σήμερα 22 Ιουνίου του 1986.
Ένα γκολ – αλητεία. Ένα γκολ – ποίημα. Ένας θείος ποδοσφαιριστής. Ή μάλλον, ένας θεϊκά ανθρώπινος ποδοσφαιριστής. Ανθρώπινος, απελπιστικά ανθρώπινος. Τρωτός και άτρωτος. Δύο ομάδες. Δύο έθνη. Ένα παιχνίδι «πνιγμένο» στις πολιτικές του προεκτάσεις. Σαν σήμερα, 22 Ιουνίου του 1986, ένας βραχύσωμος τυπάκος από την Αργεντινή σήκωνε στις πλάτες του τις ψυχές του λαού του. Με το χέρι έπαιρνε την δική του εκδίκηση εκ μέρους τους. Δεν μετάνιωσε ποτέ. Δεν θα ήταν ο Μαραντόνα αν μετάνιωνε. Και για να κλείσει τα στόματα, για να μην καταδικάσει το ματς στη σκιά της αμφισβήτησης, σκόρπισε και λίγο ποδόσφαιρο. Ένα γκολ στα δίχτυα της αιωνιότητας.
«Un poco con la cabeza de Maradona y otro poco con la mano de Dios», δηλαδή, «Λίγο με το κεφάλι του Μαραντόνα, και λίγο με το χέρι του Θεού»
Στάδιο Αζτέκα του Μεξικό. Παγκόσμιο Κύπελλο 1986. Παρόντες πάνω από 100.000 άνθρωποι. 22 Ιουνίου του 1986. Τέσσερα χρόνια και εννέα ημέρες μετά τη λήξη του πολέμου των Φώκλαντς. Ο Ντιέγκο είχε πει ότι κανείς δεν ήθελε να μπερδέψει το ποδόσφαιρο με την πολιτική. Χόρεψαν όμως σε απιλάδο! (κλειστή αγκαλιά στο αργεντίνικο τάνγκο όπου μια μικρή κλίση του κορμού προς τα εμπρός, φέρνει τα κορμιά του ζευγαριού κοντά, σε απόσταση αναπνοής). Η σκιά της Θάτσερ στο Μεξικό. Στον πόλεμο εκείνο, πόνταρε και κέρδισε άνετα την επανεκλογή της. Για τους Αργεντινούς, που ζούσαν υπό την Χούντα του Γκαλτιέρι, μια ακόμα μαχαιριά στα πλευρά.
Στο δεύτερο ημίχρονο, στο 51ο λεπτό της αναμέτρησης, κι ενώ το σκορ ήταν ισόπαλο (0-0) ήρθε η στιγμή της λύτρωσης. Ο Μαραντόνα πάσαρε στον Βαλδάνο, η μπάλα δεν έφτασε ποτέ στον συμπαίκτη του, αλλά στον Στιβ Χοτζ που επιχείρησε να τη διώξει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τροφοδοτήσει εκ νέου τον Μαραντόνα. Μπροστά του ο κατά πολύ ψηλότερος τερματοφύλακας των Άγγλων Πίτερ Σίλτον. Έπρεπε να βρει τρόπο να στείλει την μπάλα στα δίχτυα. Να βρει τρόπο να «βάλει χέρι στο θησαυροφυλάκιο της Αγγλίας».
Ελάτε τώρα. Ένα κωλόπαιδο ήταν, είναι και θα είναι. Παιδί του Λανούς. Θεός του φτωχού ιταλικού νότου. Ανυπότακτος αλητάκος. «Βρώμικος», κακοπλασμένος. Μαραντόνα και ταυτόχρονα Ντιεγκίτο. Πήδηξε μπροστά στον Σίλτον σηκώνοντας παράλληλα το χέρι του. Βρήκε την μπάλα ξεκάθαρα με το χέρι. Όχι τυχαία. Έτσι ήθελε να γίνει. Το έκανε με τέτοιο τρόπο που ελάχιστοι συνειδητοποίησαν τι έγινε. Εκείνη τον «άκουσε» και αναπαύτηκε στην εστία των Άγγλων.
Ο διαιτητής, Αλί Μπιν Νασέρ, σάστισε. Κοίταξε τον βοηθό του, Μπόγκνταν Ντότσεφ, την ώρα εκείνη που ο Μαραντόνα ούρλιαζε στους συμπαίκτες του να τρέξουν προς το μέρος του. Να τον αγκαλιάσουν. Ήταν γκολ ρε φίλε. Έπρεπε να είναι γκολ. Ήταν το κεφάλι του Μαραντόνα, ήταν το χέρι του Θεού, ήταν το χέρι του Μαραντόνα. Ο Τυνήσιος ρέφερι έδειξε σέντρα. Το μέτρησε αντικανονικά και άπειρες συζητήσεις είχαν ήδη ξεκινήσει δειλά να ξεδιπλώνονται…
Ο Ντιεγκίτο δεν είχε μιλήσει ακόμα όμως. Ο Μαραντόνα της αλητείας είχε ουρλιάξει, είχε αποφασίσει μέσα ««στη μαστούρα του»» να γράψει Ιστορία. Ήταν η ώρα του Ντιέγκο. Πήρε την μπάλα από τον Έκτορ Ερέρα, λίγα μέτρα πίσω από τη σέντρα, κοίταξε προς το αντίπαλο τέρμα. Ήταν μόνος στο γήπεδο. Δεν έβλεπε το χορτάρι του Ατζέκα. Στις κερκίδες δεν υπήρχαν χιλιάδες θεατές. Καμία «αλητεία» δεν είχε προηγηθεί. Έτρεχε. Έτρεχε με την μπάλα στα πόδια, διένυσε δεκάδες μέτρα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν μόνος και χόρευε με την μπάλα. Μόνος στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, μόνος του στο Μπομπονέρα, στην Καταλονία, στη Νάπολη κι έβαλε το γκολ του αιώνα.
Ένα γκολ – αλητεία. Ένα γκολ – ποίημα. Ο Μαραντόνα ο ερωτευμένος με την λευκή γυναίκα με την μυστηριώδη γεύση, ο Ντιεγκίτο του ταλέντου και της παιδικής ανάγνωσης του ποδοσφαίρου. Σαν σήμερα, 32 χρόνια πριν…