Αν για τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν η «Γιούβε» υπήρξε η αιώνια ερωμένη του, η Εθνική αποτέλεσε την ίδια την ψυχή του. Είκοσι χρόνια. Μια ζωή. Ένα παραμύθι που δεν έμελλε να έχει happy end...
Aρχές Ιουνίου, τελικός Champions League, Γιουβέντους-Ρεάλ… Tην ώρα που ο «πολύς» Ρονάλντο τακτοποιούσε την μπριγιαντίνη στην ατσαλάκωτη χωρίστρα του, μια δήλωση μπροστά στα αχόρταγα μικρόφωνα και τα ετοιμοπόλεμα φλας των Nikon γιόμιζε την αίθουσα Τύπου του «Millenium» με συναισθηματισμούς ηλεκτρισμούς: «Έχω παίξει για τη Γιουβέντους τόσα πολλά χρόνια. Κέρδισα πολύ περισσότερα απ’ όσα έδωσα. Αν πάρω κι ένα Champions League ήταν ένα τέλειο φινάλε. Και ξέρετε, ο κόσμος αγαπάει τα παραμύθια».
Ο κόσμος, μπορεί. Ο (ποδοσφαιρικός) θεούλης, πάλι, αγαπά τα… Prada! Ο τρίτος του χαμένος τελικός…
Μέσα Νοεμβρίου, μπαράζ πρόκρισης στο Μουντιάλ, Σουηδία-Ιταλία. Το άλλο, οι azzurri, «μια ζωή» της ποδοσφαιρικής του ζήσης. Σε ανύποπτη στιγμή, το καταθέτει: «Μετά το Μουντιάλ, τελειώνω». Aλλά… Η ήττα (1-0) στη Στοκχόλμη περιορίζει το οξυγόνο. Το zero στη χθεσινή ρεβάνς (Μιλάνο) έκλεισε τη στρόφιγγα απότομα. Για πρώτη φορά μετά το «δεινοσαυρικό» ’58, οι Ιταλοί εκτός των τελικών! Και το «μετά το Μουντιάλ» σε δραματική σκυταλοδρομία μ’ ένα βιαστικά αδίστακτο «εδώ και τώρα», που γέννησε ποτάμια δάκρυα on camera, αυθεντική συγκίνηση και κρίματα.
Μέσα σε μία χούφτα μήνες, ο άνθρωπος που αναθεώρησε την έννοια του τερματοφύλακας – προσωπικότητα στο σύγχρονο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, βίωσε αναθεματισμένα δυο φορές πως ο ποδοσφαιρικός θεός (πέρα απ’ τα Prada) έχει ακόμη ένα χούι: το γέλιο. Στα σχέδια των ανθρώπων. Διακρίσεις δεν κάνει. Ίδια «μέτρα», είτε είσαι βοηθός καντηλανάφτη στους εξωτικούς Αντιπερνούς, είτε ο μεγαλύτερος τερματοφύλακας στον κόσμο.
Το «τέλος εποχής» του 39χρονου έμελλε να γραφτεί απ’ τα υλικά, που εξασφαλίζουν (άλλη) μιας ωραία ποδοσφαιρικής ιστορίας στον αναγνώστη κάποιου μελλοντικού αφιερώματος τη γραφή. Ας είν’ και μελαγχολική. Δόξα, αποθέωση, διαχρονικότητα, χαρές, λύπες, τίτλοι, λάμψη, βραβεία (τετράκις καλύτερος «άσος» στον πλανήτη), αποδοχή, γοητεία, η απαραίτητη εξωγηπεδική «χρυσόσκονη», το απόλυτο idol απ’ τη μετεφηβεία ως τη γενιά των 40άρηδων… Τι έμενε; Ο «δυνατός» επίλογος. Υπήρξε. Μα, δεν είχε λυρισμό. Ο αυτοσχεδιασμός της δικής του commedia dell’ arte έβγαλε φάρσα. Kακόγουστη και κιτς. Παραμύθι με λυπημένο τέλος. Με μαράζι… Στα χρόνια του Υδροχόου…
Αν για τον «Superman» η «Γιούβε» υπήρξε η αιώνια ερωμένη του, η Εθνική αποτέλεσε την ίδια την ψυχή του. Είκοσι χρόνια. Μια ζωή. Από εκείνο το απογευματάκι του ’97 (29 Οκτωβρίου) όταν, επί Τσέζαρε Μαλντίνι, αντικαθιστούσε τον (τραυματία) Παλιούκα κόντρα στη Ρωσία, στη χιονισμένη Μόσχα, για τα προκριματικά του Moυντιάλ του ’98 (1-1 με εξαιρετική εμφάνιση). Πόσο ήταν; Μόλις 19 ετών κι 9 μηνών. Ο μικρότερος τερματοφύλακας που φόρεσε τη φανέλα της «Σκουάντρα Ατζούρα» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (πριν, πέρσι, τον «φάει» ο Ντοναρούμα). Κι ενώ νωρίτερα, είχε καταθέσει διαπιστευτήρια σε όλες τις «μικρές», απ’ την U15 ως την U23 (νικητής του Euro U21 του ’96, φιναλίστ στο U16 του ’83 και το U19 του ’95, μέλος της Ολυμπιακής ομάδα της Ατλάντα, χρυσό στους Μεσογειακούς του Μπάρι το ’97).
Στο Μουντιάλ της Γαλλίας, το ‘98 (πορεία ως τους «οκτώ») πήγε ως τρίτος (μπροστά του, οι Περούτσι και Παλιούκα). Φαινόταν όμως, θέμα χρόνου. Πιστοποιήθηκε στα προκριματικά του Euro 2000. Επί Ντίνο Τζοφ. Στα τελικά έμεινε εκτός, λόγω τραυματισμού, αλλά επέστρεψε (αντί του Τόλντο) στα προκριματικά του Μουντιάλ της Άνω Ανατολής (2002, με Τραπατόνι). Κι εκεί, «σφραγίδα». Βασικός, ίσαμε τον αποκλεισμό- σκάνδαλο απ’ τους Κορεάτες, προκριματικά και τελικά Euro 2004 και από εκεί και πέρα, άλλα τρία Euro (2008 με Ντοναντίνι, 2012 – ήττα στον τελικό από την Ισπανία και 2016) και άλλα τρία Μουντιάλ (2006 με Λίπι, 2010 όπου ταλαιπωρήθηκε από προβλήματα τραυματισμών και 2014). Το πρώτο εκ των οποίων, στέμμα καριέρας.
Ο παγκόσμιος τίτλος του ’06 (στα πέναλτι τη Γαλλία του Ζιντάν). «Σπάζοντας» το ιστορικό, «μουντιαλικό» ρεκόρ του Βάλτερ Ζένγκα (1990): 453’ ανέπαφη εστία και ταϊζοντας σκόνη τα φαντάσματα του Calciopoli που δεν άφησαν έξω απ’ τις δαγκάνες του ούτε τον ίδιο. Αφορμή, η λατρεία του στον τζόγο, την οποία, τίμια, δεν αρνήθηκε ποτέ (σε σημείο που δέχτηκε, έναντι αμοιβής, να γίνει testimonial της PokerStars).
Ο τζόγος, δεν αποδείχτηκε το μόνο «σκιερό» σημείο του μυαλού του. Ένα φθηνό t-shirt με τη (νεοφασιστική) στάμπα «Boia chi molla», η επιλογή στη φανέλα, του «88» (αριθμο-κωδικοποίηση, λέγεται, του «Heil Hitler»), η μετα-μουντιαλική (2006) πόζα του στο φακό του Circo Massimo με πανό «περήφανος που είμαι Ιταλός» κι έναν κέλτικο σταυρό ήταν αρκετά, για να του προσάψουν, κατά καιρούς, φιλοναζιστικά αισθήματα.
Η, αργότερα, καταδίκη του για (κάποτε) εγγραφή στο τμήμα νομικής του Πανεπιστημίου της Πάρμα με πλαστά πιστοποιητικά, επίσης συζητήθηκε. Τα λάθη και τα πάθη. Στο μυλαύλακο, στο χωνευτήρι ωστόσο, της λαϊκής συνείδησης, όλα τους, περισσότερο από αφοριστικά, «αφομοιώθηκαν» ως εκείνα τα μικρά ψεγάδια που –για κάποιο απροσδιόριστο λόγο- γιγάντωναν πάντα τη γοητεία ενός μύθου. Γιατί, απλά, τον έκαναν ατελή, ευάλωτο, τρωτό. Άρα, περισσότερο ανθρώπινο. Λιγότερο πιο οικείο, πιο «δικό μας». Πιο αληθινό. Ο τελευταίος ευάλωτος ήρωας, ο σαρκικός «Superman» (παρατσούκλι που του «κόλλησαν» όταν, το ’98, επί Πάρμα, έπιασε ένα πέναλτι του Ρονάλντο / και… Πάρμα- Ίντερ 1-0) ενός κόσμου που ανέκαθεν «διψούσε» για είδωλα ευπρόσιτα. Για ήρωα και, ταυτοχρόνως, αντι-ήρωα.
Που θα σκαρφαλώσει, με πεταγμένες τις φλέβες στο λαιμό και στον κρόταφο, στα κάγκελα των tifosi αδιαφορώντας για δύσκαμπτα «πρωτόκολλα» και καθωσπρεπισμούς… Που θ’ αντιδράσει με τη σεμνότητα του αμήχανου χαμόγελου (ή «με ύφος κουταβιού», όπως γράφτηκε) όταν κάποιος Ρόμπι Μπάτζιο του πιάσει έκθαμβος το μέτωπο (για να δει τον… πυρετό του) ψελλίζοντας «Incredibile! Grande Gigi» βλέποντάς τον να επιβάλλει νέους όρους στη βαρύτητα σε κάποιο «άπιαστο» του Άλβαρο Ρεκόμπα…
Που θα του ξυπνήσει την «αφελή», παιδική του αθωότητα, μέσα από καρτούν παραδοχές, τύπου «έγινα τερματοφύλακας απ’ το “01” του General Lee, τον Dodge των “Dukes of Hazzard”, μιας τηλεοπτικής σειράς που λάτρευα πιτσιρικάς»… Που δεν θα διστάσει να μιλήσει δημοσίως (κι, εν μέρει, να «απενοχοποιήσει») για θέματα ταμπού (πλην καθημερινά), δίχως να κρυφτεί πίσω απ’ το σκιάχτρο του τσαλακώματος της δημόσιας εικόνας του. Όπως τότε, στο βιβλίο του, που έριξε στο τραπέζι το «τέρας» της κατάθλιψης που τον «δάγκωσε» με λαιμαργία μετά τον χαμένο τελικό του Champions League στο Μάντσεστερ (2003, στα πέναλτι απ’ τη Μίλαν) και τα προβλήματα στο γάμο του με την Αλένα Σερέντοβα: «Το λάθος μου…»
Που, σ’ έναν κόσμο, στυγνό, κυνικό, αριθμών, λογαριασμών και αξιών σε καλούπι δολαρίου, θα προτάξει το συναίσθημα αποφασίζοντας (αυτός, ο «παγκόσμιος», ο κορυφαίος όλων) να μείνει στη Γιουβέντους της Serie B μετά τον υποβιβασμό λόγω Calciopolis (έστω, με εξασφαλισμένο προ πολλού το «μαξιλαράκι ασφαλείας» – ο πιο ακριβοπληρωμένος τερματοφύλακας στον κόσμο, με 52 εκατ. ευρώ)… Που, εντέλει, στους καιρούς της ηθικής ελαστικότητας και των δύσμορφων «αρπακτικών», θα επιμένει με το πείσμα αγριμιού σε μικρά μανιφέστα fair play και μεγαλείου ψυχικού.
Το εκπληκτικό του χειροκρότημα στον σουηδικό Ύμνο, τη στιγμή που το «Σαν Σίρο» κόχλαζε ξερνώντας «γιούχα» και βρισιές, υπήρξε απλά η τελευταία πράξη. Προηγήθηκαν πολλές. Ακομπλεξάριστες αναγνωρίσεις αντιπάλων (μνημειώδες το «κάθε φορά που απέτρεπα γκολ του Τότι, ήταν σαν να κατέστρεφα ένα έργο τέχνης»), έντιμες παραδοχές, το συγκλονιστικό του μήνυμα σε οπαδούς της «Γιούβε» με αφορμή αχαρακτήριστα συνθήματα για την αεροπορική τραγωδία της (μισητής συμπολίτισσας) Τορίνο στη Σουπέργκα (1949) και το οποίο χαρακτηρίστηκε «θρίαμβος της ανθρωπιάς, έναντι της ανθρώπινης ηλιθιότητας».
Ο (κάποτε) μικρός απ’ την Carrara, που πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο ως χαφ και «πείστηκε» να παίξει τέρμα όταν κάποτε, στους «μικρούς» της Πάρμα, σακατεύτηκαν όλοι οι portiere, μεγάλωσε. Σχεδόν 40. Το μαλλί γκριζάρισε, το πρόσωπο το στόλισαν μικρά «αυλάκια», το σώμα του «πληγώθηκε», ο σάκος εργασίας βάρυνε. Πολύ.
Ένα μοιάζει να έμεινε απείραχτο. Η ψυχή του λιμπερτίνου. Που με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο (απ’ το 2010, μετά το «αντίο» Καναβάρο, επί Πραντέλι) και το εθνόσημο κατάστηθα, θα σταθεί κατά μήκος της εξέδρας και θα ψάλλει άσμα ηρωϊκό: «Siam pronti alla morte…» Ήλπιζε, για τελευταία του φορά, να το ψάλλει στη Ρωσία. Ο μοναδικός, θα ήταν, ποδοσφαιριστής στην ιστορία με έξι παρουσίες σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου (μετά τις πέντε του Μεξικανού, Αντόνιο Καρμπαχάλ και του Γερμανού, Λόταρ Ματέους). Η μοίρα το θέλησε αλλιώτικα.
Ριζοσπαστικό; Σε περιπτώσεις, πάντως, σαν του Τζίτζι δεν χωράνε μέτριες αυλαίες. Αν έμελλε, τούτη η «έξοδος» να μην είναι μαγική (κατάκτηση της κούπας), για τη μυθιστορηματικότητα του μύθου του -τώρα δυσδιάκριτο, μελλοντικώς εκτιμητέο- καλύτερα, ίσως, που έγιν’ έτσι. Φορτισμένο, έστω κι απ’ την αντίθετη πλευρά. Συγκινημένο, έστω κι αν η ρυτίδα ήταν πόνου. Ηχηρό, έστω κι αν ο κρότος ήταν σχεδόν ανατριχιαστικός. Τίποτα, πάντως, «χλιαρό», τίποτε μέτριο, τίποτα «λίγο». Όλα πολύ. Όπως πρέπει στην αιώνια λιακάδα κάθε πραγματικά μεγάλου…
«Μία αγκαλιά σε όλους όσους πιστεύουν ότι ακόμα -και ειδικά- στον αθλητισμό, είναι απαραίτητο να είσαι άντρας με τιμή. Σήμερα, αύριο, πάντοτε και για πάντα: μέχρι το τέλος…».
Τα tips του «εθνικού» Μπουφόν
●Με την Εθνική Ιταλίας αγωνίστηκε σε 175 αγώνες, σε 77 εκ των οποίων κράτησε την εστία του ανέπαφη (ρεκόρ Ιταλίας), πιάνοντας, παράλληλα 5 πέναλτι (νέο ρεκόρ). Ενώ έχει και τις περισσότερες παρουσίες στην «Σκουάντα Ατζούρα» ως αρχηγός (79).
●Τα 175 ματς τον καθιστούν τον απόλυτο ρέκορντμαν συμμετοχών με το εθνόσημο σε όλη την Ευρώπη!
●Είναι ο ένας απ’ τους μόλις τρεις ποδοσφαιριστές, με παρουσία σε πέντε Παγκόσμια Κύπελλα (1998, 2002, 2006, 2010, 2014), κατακτώντας μία φορά (2006) τον παγκόσμιο τίτλο. Κάτοχος του ιταλικού ρεκόρ συμμετοχών σε ματς της προκριματικής φάσης του θεσμού (39).
●Κατέχει το ρεκόρ λιγότερων τερμάτων παθητικό σε τελικό Μουντιάλ μεταξύ των ομάδων που κατέκτησαν τον τίτλο (2 σε 7 ματς), μαζί με τους Μπαρτέζ (1998) και Κασίγιας (2010). Αλλά και των περισσότερων αγώνων με μηδέν παθητικό σε ένα Μουντιάλ, μαζί με τους Κασίγιας, Τσουμπερμπίλερ, Καν, Μπαρτέζ και Ζένγκα.
●Έπαιξε σε τέσσερα Euro (2004, 2008, 2012, 2016) και έχει ρεκόρ συμμετοχής σε (συνολικά) προκριματικά- τελικά του θεσμού (58). Ρεκόρ θεσμού και οι 13 του παρουσίες στα τελικά ως αρχηγός.