Σήμερα είναι μια μέρα που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα Χριστούγεννα για τους απανταχού μπασκετόφιλους του πλανήτη. Και αυτό, γιατί μια μέρα σαν σήμερα το 1973 στο Μπρούκλιν, ήρθε στον κόσμο ο Μεσσίας του μπάσκετ, ο Μάικλ Τζέφρι Τζόρνταν.
Από τα 19 του στα μεγάλα γήπεδα, από τα 22 του στα γήπεδα του NBA, ο Τζόρνταν προφανώς και δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Εκπληκτικός σουτέρ, άψογος ντριπλέρ, μοναδικός στις επινοήσεις, κρύο αίμα στα δύσκολα και πάντα ηγέτης, γιγάντωσε το άθλημα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον παίκτη, σε σημείο να είναι ο ίδιος μεγαλύτερος από το ίδιο το μπάσκετ, στα μάτια πολλών. Στην αμερικανική ολυμπιακή ομάδα χάρισε 2 χρυσά μετάλλια,στους Σικάγο Μπουλς 6 πρωταθλήματα NBA και σε όλο τον κόσμο στιγμές αμαράμιλλης αθλητικής ομορφιάς.
Το 1981 όταν εντάχθηκε στην ομάδα του Νορθ Καρολάινα, θεωρούνταν ως ένας από τους πιο καλούς πρωτοετείς παίκτες στο κολεγιακό πρωτάθλημα. Μάλιστα με το πανεπιστήμιό του είχε βρεθεί και στην Ελλάδα, λίγους μήνες πριν επιλεγεί στο νούμερο 3 του ντραφτ από τους Σικάγο Μπουλς. Στις 20 Νοεμβρίου του 1983 πάτησε στο «Αλεξάνδρειο» και αγωνίστηκε με αντίπαλο την Εθνική Ελλάδας στο πλαίσιο του τουρνουά «Δημήτρια». Η Ελλάδα γνώρισε την ήττα από το αμερικανικό πανεπιστήμιο με 100–83, με τον Τζόρνταν να πετυχαίνει σε εκείνο το παιχνίδι 34 πόντους, ενώ ο Νίκος Γκάλης είχε σημειώσει 24 πόντους. Την επόμενη ημέρα, στο γήπεδο του Σπόρτιγκ διεξήχθη και δεύτερο φιλικό παιχνίδι (Νορθ Καρολάινα – Εθνική Ελλάδας 79–71) απόντος του Γκάλη.
Διαβάστε επίσης: Ο Φορτούνης του γκολ/ασίστ ανά 67.5 λεπτά, τα 21 γκολ σε 7 ματς και η σύγκριση…
Το 1984 ξεκινάει την ένδοξη καριέρα του στους Σικάγο Μπουλς με τους οποίους πέτυχε δύο three peat (1991, 1992, 1993) και (1996, 1997, 1998). Στην ιστορία έχουν μείνει οι ιστορίες και το rivalry με τους «Bad Boys» των Detroit Pistons καθώς η προσωπική «βεντέτα»του με τον Αζάια Τόμας που κρατεί μέχρι και σήμερα.
Στις 23 Ιουλίου 1993 ο πατέρας του,Τζέιμς Τζόρνταν, 56 ετών, δολοφονήθηκε, σε έναν χώρο ανάπαυσης σε αυτοκινητόδρομο στο Λάμπερτον της Βόρειας Καρολίνας, από δύο εφήβους 18 ετών, τον Ντάνιελ Γκριν και τον Λάρι Μάρτιν Ντέμερι. Συντετριμμένος ο Μάικλ σοκάρει τον κόσμο, δηλώνοντας στις 6 Οκτωβρίου του 1993 πως μετά τη δολοφονία του πατέρα του δεν έχει πλέον λόγο να συνεχίσει να αγωνίζεται και ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το άθλημα σε ηλικία μόλις 30 ετών.
Κατά το διάστημα της αποχώρησής του από τα παρκέ, ο Τζόρνταν εξακολούθησε να ασχολείται επαγγελματικά με τον αθλητισμό και πιο συγκεκριμένα με το μπέιζμπολ, υπογράφοντας συμβόλαιο με την ομάδα του μπέιζμπολ Chicago White Sox στις 7 Φεβρουαρίου 1994. Αιτιολόγησε αυτή του την απόφαση για να ακολουθήσει το όνειρο του αείμνηστου πατέρα του, ο οποίος πάντα οραματιζόταν τον γιο του ως παίκτη του Major League Baseball.
Η αποχή του από το μπάσκετ διήρκησε 2 χρόνια (1993 – 1995). Στις 18 Μαρτίου 1995 ο Μάικλ ανακοίνωσε την επιστροφή του στην ενεργό δράση μέσω δελτίου τύπου δύο λέξεων που εστάλη με φαξ: «Επέστρεψα» (I’m back). Η επιστροφή συνοδεύτηκε από ένα κύμα μαζικής υστερίας στο Σικάγο, όπου το γεγονός συγκρίθηκε με την ανάσταση του Χριστού, θυμίζοντας το προσωνύμιο Black Jesus («Μαύρος Ιησούς»). Ακολούθησε το δεύτερο three peat (1996, 1997, 1998).
Τον Οκτώβριο του 1997 οι Μπουλς αγωνίστηκαν στην Ευρώπη στο McDonald’s Championship στο Παρίσι, στην όγδοη συνέχεια μιας διοργάνωσης που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άτυπο Διηπειρωτικό Κύπελλο. Η διοργάνωση έγινε με μικτούς κανονισμούς από Ευρώπη και ΝΒΑ, π.χ. επετράπη η άμυνα ζώνης που τότε απαγορευόταν στο ΝΒΑ. Μπουλς και Ολυμπιακός βρέθηκαν στον τελικό στις 18 Οκτωβρίου, νικώντας τις PSG Racing και Athenas Cordoba αντίστοιχα στα ημιτελικά, με 28 πόντους του Τζόρνταν στον αγώνα της ομάδας του. Ο Ολυμπιακός που ήταν τότε πρωταθλητής Ευρώπης έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα στο τουρνουά και η πρώτη που αντιμετώπισε τους θρυλικούς «Ταύρους» της δεκαετίας του ’90. Οι «ερυθρόλευκοι» έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν απέναντι στο Μάικλ Τζόρνταν και την παρέα του που ήταν χωρίς τους Πίπεν και Ρόντμαν, αλλά ηττήθηκαν με σκορ 104–78, με τον Τζόρνταν να σκοράρει 27 πόντους και να παίρνει τον τίτλο του MVP.
Στις 13 Ιανουαρίου 1999 σε ηλικία 36 ετών, ο Τζόρνταν αποσύρθηκε για δεύτερη φορά όχι όμως και τελευταία. Το 2000 επέστρεψε όχι ως παίκτης αλλά ως ιδιοκτήτης και πρόεδρος των επιχειρήσεων μπάσκετ για τους Ουάσινγκτον Ουίζαρντς. Ένα περίπου χρόνο μετά, στις 25 Σεπτεμβρίου 2001 ο Τζόρνταν ανακοίνωσε την επιστροφή του στο ΝΒΑ για να αγωνιστεί με τους Ουάσινγκτον Ουίζαρντς, δωρίζοντας το μισθό του ως παίκτη, στην προσπάθεια ανακούφισης για τα θύματα των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Στους Γουίζαρντς αγωνίστηκε δύο χρόνια μέχρι την οριστική και αμετάκλητη απόσυρσή του. Το τελευταίο παιχνίδι του, ήταν στις στις 16 Απριλίου 2003, στη Φιλαδέλφεια, κόντρα στους 76ers. Δέχτηκε τριών λεπτών επευφημία από τους συμπαίκτες του, τους αντιπάλους του και το πλήθος των 21.257 φιλάθλων, μόλις έκατσε στον πάγκο, ένα λεπτό και σαράντα πέντε δευτερόλεπτα πριν την λήξη.
Μετά την οριστική απόσυρσή του, ο Τζόρνταν ασχολήθηκε με διάφορα πράγματα. Έχει το πλειοψηφικό πακέτο των Σάρλοτ Χόρνετς, έχει γράψει βιβλία, έχει υπάρξει εκπρόσωπος εμπορικών εταιριών αναπτύσσοντας και ο ίδιος εμπορικές δραστηριότητες αλλά και φιλανθρωπικές.
Στην προσωπική ζωή του, έχει κάνει δύο γάμους και έχει αποκτήσει πέντε παιδιά.
Η κληρονομιά που έχει αφήσει ο Μάικλ Τζόρνταν, είναι αδιαμφισβήτη. Γιγάντωσε το άθλημα και το έκανε γνωστό στα πέρατα της γης. Στο πιο απόμακρο μέρος της γης, μπορεί να συναντήσεις άνθρωπο με καπέλο ή φανέλα των Μπουλς. Ίσως να μην ξέρει να σου πει τι είναι το lay-up ,αλλά διάολε τον MJ θα τον ξέρει. Όσον αφορά τις μπασκετικές του ικανότητες, επειδή καμιά φορά τα λόγια ωχριούν κ’επειδή ίσως να μην το ξέρω καλά το άθλημα (και ως εκ τούτου να μην είμαι ο καταλληλότερος να μιλήσω)θα δανειστώ τα λόγια κάποιου που κάτι σκαμπάζει από την πορτοκαλί μπάλα.
Είναι ο Θεός, μεταμορφωμένος σε παίκτη του μπάσκετ –Λάρι Μπερντ.
Eπιμέλεια: Αντώνης Γάλλος