Ο καλαθοσφαιριστής που άλλαξε την Ιστορία του ελληνικού μπάσκετ
Στις 2 Δεκεμβρίου 1979, ανοίγει η αυλαία της λαμπρής καριέρας του σπουδαιότερου έλληνα μπασκετμπολίστα, του Νίκου Γκάλη.
Είναι η ημέρα που ο 22χρονος τότε Νίκος Γκάλης αγωνίζεται για πρώτη φορά ως επαγγελματίας, και το πραγματοποιεί με τη φανέλα του Άρη ενάντια στον Ηρακλή για το ελληνικό πρωτάθλημα μπάσκετ της σεζόν 1979 – 1980.
Τα πρώτα βήματα
Ο Γκάλης, γιος μεταναστών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ. Εκεί γνώρισε το μπάσκετ και εκεί εξελίχθηκε έχοντας απέναντί του σκληρούς αντιπάλους.
Στη συνέντευξή του στον Βασίλη Σκουντή και «ΤΑ ΝΕΑ» τον Ιανουάριο του 2019, ο Νίκος Γκάλης μιλάει για τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα.
«Το 1975, όταν με πρωτοείδε και με στρατολόγησε στην ομάδα του ο Μπιλ Ράφτερι, με έβγαλε Street Fighter, επειδή έμοιαζα και ήμουν κιόλας ένας μαχητής του δρόμου.
»Η οικογένειά μου ήταν φτωχή, δεν προερχόμουν από τζάκι, τα χειμωνιάτικα πρωινά έπρεπε να παίρνω ένα φτυάρι για να καθαρίσω την αυλή του σπιτιού από το χιόνι και τα βράδια πήγαινα στις παιδικές χαρές και έπαιζα μπάσκετ απέναντι σε μεγαλύτερους σε ηλικία και σε Πορτορικανούς που δεν χαρίζονταν ούτε στη μάνα τους.
»Γύριζα περασμένα μεσάνυχτα στο σπίτι, κουρασμένος, μερικές φορές χτυπημένος, αλλά ευτυχισμένος…»
Στις ΗΠΑ, ο Γκάλης αγωνίστηκε στο Πανεπιστημιακό Πρωτάθλημα (NCAA) με την ομάδα του Πανεπιστημίου Σίτον Χολ.
Έναν χρόνο πριν την άφιξη του στην Ελλάδα, είχε ανακηρυχθεί τρίτος σκόρερ της διοργάνωσης, έχοντας μπροστά του, ως δεύτερο, τον μετέπειτα θρύλο του NBA, Λάρι Μπέρντ.
Έτσι, η φήμη του Γκάλη έχει φτάσει στην μητέρα πατρίδα, πριν καν φορέσει τη φανέλα του Άρη.
Ο Γκάλης στην Ελλάδα
Στην παρουσίαση της ελληνικού πρωταθλήματος μπάσκετ που ξεκινά, ο Χρήστος Μότσιας και το περιδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» γράφουν στις 22 Νοεμβρίου 1979.
«Ο πρωταθλητής Άρης που πέτυχε πέρσι τη μεγάλη έκπληξη, κατακτώντας τον τίτλος, έδωσε κάπου 1.400.000 δραχμές, για να πάρει τον Ελληνοαμερικό πλαίη μαίηκερ Νικ Γκάλις.
»Όλοι έχουν εκφραστεί με τα πιο κολακευτικά λόγια για το νέο απόχτημα. Αρκεί να σημειώσουμε, ότι ο Γκάλις, ήταν από τους πιο σοβαρούς υποψήφιους, στην Αμερική, για μεταπήδηση στον επαγγελματισμό».
«Έδωσα τα πάντα στο μπάσκετ» δηλώνει ο Νίκος Γκάλης στα Νέα και τον Βασίλη Σκουντή.
«Ό,τι είχα στο κορμί, στο μυαλό και στην ψυχή μου. Το αγάπησα πολύ, ήταν η ζωή μου, θα του αφοσιωνόμουν ακόμη και χωρίς αντάλλαγμα, άλλωστε όταν βρίσκεσαι στην αρχή μιας καριέρας δεν παίζεις για τα λεφτά, δεν ξέρεις καν εάν θα καταφέρεις να γίνεις επαγγελματίας και να τα αποκτήσεις»
Ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» του 1979 αναφέρθηκε και στον έτερο Έλληνα μπασκετμπολίστα που θα μεσουρανούσε τα επόμενα χρόνια.
«Η παρουσιά του Παναγιώτη Γιαννάκη, σίγουρα Νο 1 του ελληνικού μπάσκετα ανεβάζει την απόδοση και τις φιλοδοξίες του Ιωνικού Νικαίας. Ενός σωματείου, μακριά από τον οικονομικό τζίρο, που κυριαρχεί στους μεγάλους του μπάσκετ»
Οι μάχες μεταξύ Γκάλη και Γιαννάκη, τα επόμενα χρόνια, θα ήταν ομηρικές.
Στις 24 Ιανουαρίου 1981, Γκάλης και Γιαννάκης θα προσφέρουν στο ελληνικό μπάσκετ, ένα από τα σπουδαιότερα παιχνίδια στην ιστορία του αθλήματος. Ο Νίκος Γκάλης πετυχαίνει 62 πόντους και ο Παναγιώτης Γιαννάκης 73.
Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 26ης Ιανουαρίου 1981:
«Ο Γιαννάκης κι ο Γκάλης ενθουσίασαν γύρω στους 1.000 φιλάθλους (τόσους χωράει το γήπεδο), ενώ εκατοντάδες φιλάθλων περίμεναν ώρες απ’ έξω.
»Μεγάλη η προσφορά του Ελληνοαμερικανού Γκάλη στο ελληνικό μπάσκετ, μια και η συμμετοχή του τραβάει σαν μαγνήτης τους φιλάθλους.
»Παράλληλα, η παρουσία του μέσα στο τεραίν αναγκάζει τους κορυφαίους Έλληνες μπασκετμπωλίστες να φέρνουν το ταλέντο τους σε σύγκριση.
»Έτσι και ο Γιαννάκης, που ο Γκάλης δεν αφήνει ευκαιρία να μην εκθειάσει τα προσόντα του, δεν δίστασε σε μία τέτοια σύγκριση.
Επιτέλους πρωταθλητής
Παρά την εξαιρετική του παρουσία, ο Γκάλης θα πρέπει να περιμένει ως το 1983, μέχρι να στεφθεί για πρώτη φορά πρωταθλητής. Προπονητής του ο Γιάννης Ιωαννίδης.
«Η Θεσσαλονίκη πανηγυρίζει, από το βράδυ του Σαββάτου, τον 6ο τίτλο της στο μπάσκετ. (…) Τρίτο πρωτάθλημα για τον Άρη, δεύτερος τίτλος για τον εξαίρετο τεχνικό κ. Γιάννη Ιωαννίδη. Το 1979, πάλι με τον ίδιο στην τεχνική ηγεσία, ο Άρης τερμάτισε πρωτοπόρος σπάζοντας το μονοπώλιο των τριών του Κέντρου (ΠΑΟ, ΑΕΚ, Ολυμπιακού).
»Το 1979 βεντέτες του Άρη ήταν ο Χάρης Παπαγεωργίου και ο Βαγγέλης Αλεξανδρής.
Στο φετινό Άρη δεσπόζει ένας παίκτης που προσφέρει κάτι απ’ το αμερικάνικο μπάσκετ στον ελληνικό χώρο, ο Νίκος Γκάλης»
Την επόμενη χρονιά, 1983- 1984, το πρωτάθλημα κατακτά ο Παναθηναϊκός. Το καλοκαίρι όμως εκείνης της χρονιάς (1984), ο Γκάλης και ο Γιαννάκης γίνονται συμπαίκτες και υπό την καθοδήγηση του Γιάννης Ιωαννίδη και την στήριξη πληθώρας εξαιρετικών ελλήνων και ξένων συμπαικτών, θα χτίσουν την αυτοκρατορία του Άρη που κατέκτησε 7 συνεχόμενα πρωταθλήματα και αποτέλεσε μία από τις ισχυρότερες ομάδες του Ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Η Εθνική ομάδα
Από τους πρώτους μήνες παρουσίας του στην Ελλάδα, ο Νίκος Γκάλης κλήθηκε να συμμετάσχει στην Εθνική ομάδα μπάσκετ της χώρας μας. Τότε ακόμα ο Τύπος τον αποκαλούσε και με το επίσημο επίθετό του…
Η Εθνική ομάδα δεν κατάφερε να προκριθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1984 όμως το 1986, προκρίθηκε και συμμετείχε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (Μουντομπάσκετ) του 1986 στην Ισπανία.
Η ελληνική ομάδα κατέκτησε τη 10 η θέση και ο Νίκος Γκάλης ήταν ο πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης. «Σιγόβραζαν» ήδη όσα θα συνέβαιναν έναν χρόνο αργότερα στο θρυλικό Ευρωμπάσκετ της Αθήνας του 1987, όταν η εθνική ομάδα της Ελλάδας στο μπάσκετ κατακτούσε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Ο θρίαμβος εκείνος που εξύψωσε ολόκληρη τη χώρα σε πολλαπλά επίπεδα δεν είχε έρθει τυχαία και είχε και συνέχεια. Το μπάσκετ έγινε «το εθνικό μας άθλημα» και οι μεγάλες διεθνείς επιτυχίες είτε της εθνικής είτε των ελληνικών συλλόγων διαδέχθηκαν η μία την άλλη για δεκαετίες. Χωρίς τον Νίκο Γκάλη, η Ιστορία όχι μόνο του μπάσκετ αλλά ολόκληρου του ελληνικού αθλητισμού, θα είχε γραφτεί αλλιώς.
«Δεν με τρώει το σαράκι του ΝΒΑ ούτε το what if, που λένε οι Αμερικανοί. Περνάει μερικές φορές από το μυαλό μου, αλλά σκέφτομαι πως εάν το επιδίωκα, θα το είχα καταφέρει. Περισσότερο με νοιάζει και με κάνει ευτυχισμένο το γεγονός ότι έβαλα τη σφραγίδα μου σε κάτι σπουδαίο που πετύχαμε στην Ελλάδα και αλλάξαμε τον ρουν της Ιστορίας. Σε ρωτώ λοιπόν εγώ κάτι τώρα: εάν δεν ερχόμουν στην Ελλάδα και έπαιζα στο ΝΒΑ, θα ασκούσα τέτοια επιρροή; Θα έκανα τη διαφορά; Θα γινόμουν αυτός που έγινα; Η απάντηση είναι «όχι». Ε, λοιπόν, όχι, δεν μετανιώνω και δεν κυριεύομαι από το μαράζι των δεύτερων σκέψεων».
Ο Νίκος Γκάλης είχε μια λαμπρή καριέρα ως παίχτης αλλά δεν θέλησε ποτέ να συνεχίσει ως προπονητής. Η απάντησή του είναι αφοπλιστικά ειλικρινής:
«Εζησα μια πολύ ανταγωνιστική και έντονη αθλητική ζωή και αυτή η διαδικασία με κούρασε, αλλά με ικανοποίησε κιόλας. Καλόμαθα στις πρωτιές, στις επιτυχίες και στο να έχω την μπάλα στα χέρια μου. Εάν γινόμουν προπονητής, η μπάλα θα βρισκόταν στα χέρια των παικτών μου κι όποτε έκαναν κάποιο λάθος ή αστοχούσαν, θα τσατιζόμουν και θα τα ‘κανα ρημαδιό»!