Οι Σικάγο Μπουλς παίζουν και πάλι σημαντικό ρόλο στα δρώμενα του ΝΒΑ και αυτό οφείλεται στον Αρτούρας Καρνισόβας, ο άνθρωπος που κάποτε «μάγευε» με τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Το όνομα του Αρτούρας Καρνισόβας δεν είναι άγνωστο στους φίλους του Ολυμπιακού και αυτό οφείλεται στα όσα έκανε ο Λιθουανός φόργουορντ στη μία και μοναδική σεζόν που φόρεσε τα ερυθρόλευκα. Ήταν η αγωνιστική περίοδος 1997-98 όταν οι Πειραιώτες αποκτούσαν τον 26χρονο και σίγουρα δεν θα μετάνιωσαν για την επιλογή τους.
Ο Καρνισόβας ολοκλήρωσε την χρονιά έχοντας 17 πόντους (55.35% δίποντα, 43.98% τρίποντα, 83.06% βολές), 5,2 ριμπάουντ, 2,5 ασίστ και 2,2 λάθη σε 35,2΄ συμμετοχής με τον Ολυμπιακό στην Ευρώπη και κέρδισε με το παραπάνω τον σεβασμό και την αγάπη των φιλάθλων.
Τα χρόνια έχουν περάσει, ο Λιθουανός όμως συνεχίζει να ασχολείται με το άθλημα στο οποίο διέπρεψε ως παίκτης και το κάνει στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου. Η ζωή ενός αθλητή είναι πολύ μικρή, με τη συνέχεια να τον βρίσκει σε διοικητικό πόστο και δη στο ΝΒΑ. Ο 50χρονος σήμερα Καρνισόβας ακολουθεί μια αξιοπρόσεκτη καριέρα στις διοικητικές θέσεις οργανισμών του μαγικού κόσμου. Μια πορεία που ξεκίνησε από τους Χιούστον Ρόκετς, ακολούθησαν οι Ντένβερ Νάγκετς και πλέον στη ζωή του υπάρχουν μόνο οι Σικάγο Μπουλς.
Στους «Ταύρους» κατέχει τον ρόλο του Εκτελεστικού αντιπροέδρου, όντας ο άνθρωπος που παίρνει όλες τις αποφάσεις που αφορούν τον αγωνιστικό σχεδιασμό της ομάδας. Μία θέση που καταλαμβάνει από τις 13 Απριλίου 2020 και μέσα σε 1,5 χρόνο έχει επιστρέψει την χαρά και τον ενθουσιασμό στους φίλους του Σικάγο. Οι Μπουλς έχουν ξεκινήσει εντυπωσιακά τη φετινή σεζόν, όντας τρίτοι στην Ανατολική Περιφέρεια με ρεκόρ 9-4.
Ο Καρνισόβας είχε δείξει ήδη από τους Νάγκετς τις ικανότητές του στο να οργανώνει από την αρχή μια ομάδα, φέρνοντας στο Ντένβερ παίκτες όπως οι Τζαμάλ Μάρεϊ, Γκάρι Χάρις, Νίκολα Γιόκιτς και Μάικλ Πόρτερ Τζούνιορ. Παράλληλα, δεν ξέχασε το ερυθρόλευκο παρελθόν, καθώς ήταν ο άνθρωπος που έφερε στην ομάδα τον Κώστα Παπανικολάου, με τον Έλληνα φόργουορντ να αποχωρεί το 2017. Οι «Ταύροι» την ίδια στιγμή κινούνταν συνεχώς στη μετριότητα, έχοντας χάσει προ πολλού τη λάμψη που είχε φέρει στον οργανισμό το άστρο του Μάικλ Τζόρνταν.
Ωστόσο, με τον Λιθουανό στο «τιμόνι» η κατάσταση έχει αντιστραφεί πλήρως και οι Μπουλς είναι και πάλι μια ομάδα που θέλγει με την απόδοσή της και είναι ξανά υπολογίσιμη δύναμη στην Ανατολή. Τι συνέβη όμως και μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, από φτωχοί συγγενείς έγιναν και πάλι πρωταγωνιστές;
Βούτσεβιτς το μήνυμα, ΝτεΡόζαν η επιβεβαίωση
Πρώτη κίνηση ήταν η πρόσληψη του Μπίλι Ντόνοβαν στον πάγκο στο ξεκίνημα της σεζόν 2020-21, για να ακολουθήσει στις 25 Μαρτίου η απόκτηση μέσω ανταλλαγής του Νίκολα Βούτσεβιτς από τους Ορλάντο Μάτζικ. Μια κίνηση που έστειλε το μήνυμα και «ζέστανε» τον Ζακ Λαβίν, ο οποίος είχε κουραστεί να μένει εκτός playoff με την ομάδα του Ιλινόις. Ο Μαυροβούνιος σέντερ συνέθεσε ένα καλό δίδυμο με τον Αμερικανό γκαρντ, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να οδηγήσουν τους Μπουλς στην postseason.
Η αρχή είχε γίνει όμως και ο Καρνισόβας δεν σκόπευε να αφήσει το πόδι από το γκάζι. Αφού πρώτα βρήκε τον τρόπο να «ξεφορτωθεί» παίκτες που είτε ήταν ασύμφοροι οικονομικά (Ότο Πόρτες Τζούνιορ, Κριστιάνο Φελίσιο) είτε είχαν χάσει το κέφι και τη διάθεση να προσφέρουν (Λάουρι Μάρκαανεν), στη συνέχεια μπήκε δυναμικά στην αγορά και έφερε στο Σικάγο έναν από τους καλύτερους ελεύθερους παίκτες του καλοκαιριού, κάνοντας δικό του τον ΝτεΜάρ Ντερόζαν, ο οποίος διαψεύδει ήδη από τώρα όσους αμφισβητίες «βιάστηκαν» να χαρακτηρίσουν ως αποτυχημένη μια τέτοια κίνηση.
Η τριάδα των Λαβίν, Ντερόζαν και Βούτσεβιτς ήταν ήδη καλή, αλλά ο αντιπρόεδρος των Μπουλς δεν σταμάτησε εκεί και απέκτησε τους Λόνζο Μπολ – Άλεξ Καρούσο για να ανεβάσει γενικά επίπεδο την περιφέρεια.
Τα αποτελέσματα, αν και νωρίς στη σεζόν, γίνονται ήδη ορατά, με τον Καρνισόβας όμως να μην εφησυχά αν δεν εκπληρώσει την υπόσχεση και τον στόχο που είχε θέσει από την πρώτη του μέρα στους Μπουλς. Τι μπορεί να είναι αυτό; Μα φυσικά η κατάκτηση του έβδομου πρωταθλήματος στην ιστορία των Μπουλς και πρώτο μετά την «χρυσή» εποχή των Τζόρνταν και Πίπεν.