Ο πιστός στρατιώτης της Εθνικής ανακοίνωσε την απόσυρσή του, με την μπασκετική κοινότητα να αναπολεί την σπουδαία καριέρα του
Μετά τους Βασίλη Σπανούλη και Νίκο Ζήση ήταν σειρά του Γιάννη Μπουρούση να ανακοινώσει την απόσυρσή του από το επαγγελματικό μπάσκετ. To10.gr θυμάται την καριέρα του σπουδαίου Έλληνα σέντερ και τις μεγάλες του στιγμές.
Η αθλητική καριέρα του νεαρού Μπουρούση ξεκίνησε από το άθλημα της κολύμβησης και όχι από το μπάσκετ. Η απότομη αύξηση ύψους όμως τον ανάγκασε να αλλάξει προσανατολισμό και να στραφεί στην καλαθοσφαίριση.
Τα πρώτα του μπασκετικά βήματα τα έκανε στον Γυμναστικό Σύλλογο Καρδίτσας, αγωνιζόμενος στα νεανικά τμήματα της ομάδας. Το ύψος του και οι επιδόσεις του τράβηξαν το ενδιαφέρον της ΑΕΚ, για την οποία κατέβηκε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2001. Από την πρώτη του κιόλας χρονιά κατάφερε να στεφθεί πρωταθλητής Ελλάδας, με το μέλλον να φαίνεται λαμπρό για τον νεαρό τότε Μπουρούση. Η ΑΕΚ άρχισε να του δίνει πιο ενεργό ρόλο από την σεζόν 2003-2004, έχοντας σταθερή θέση στο rotation του Φώτη Κατσικάρη.
Με συμμετοχές στο Ελληνικό πρωτάθλημα και στην Ευρωλίγκα, ο Γιάννης έχει αρχίσει να φτιάχνει καλό όνομα εκείνη την σεζόν. Η χρονιά εκτόξευσης του θεωρείται η σεζόν 2005-2006, όπου προερχόμενος από το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου και υπό τις οδηγίες του Λευτέρη Κακιούζη εκτοξεύει τους μέσους όρους του(10,5 πόντους και 8,4 ριμπάουντ στο Ελληνικό πρωτάθλημα) και αρχίζει να τραβάει τα βλέμματα των Ευρωπαϊκών ομάδων.
Η Μπαρτσελόνα καταφέρνει να τον αποκτήσει, ψάχνοντας να ενισχυθεί ενόψει των playoffs της ACB. Η θητεία του όμως στους Μπλαουγκράνα είναι σύντομη. Επόμενη στάση στην καριέρα του ήταν ο Πειραιάς και ο Ολυμπιακός. Με το καλημέρα κατάφερε να ξεχωρίσει με τα ερυθρόλευκα, όντας το σημείο αναφοράς στην θέση του σέντερ. Οι υψηλής ποιότητας κινήσεις του στο post, το υψηλό IQ του και η ικανότητά του στο ριμπάουντ τον έχουν αναδείξει πλέον σε ένα από τα καλύτερα 5αρια της Ευρώπης, πραγματοποιώντας την μία καλή σεζόν μετά την άλλη.
Η κορυφαία του με τα ερυθρόλευκα ήταν της σεζόν 2008-2009, σημειώνοντας μέσους όρους στην Ευρωλίγκα, της τάξης των 12,5 πόντων και 7,4 ριμπάουντ, βοηθώντας τον Ολυμπιακό να παίξει στο Final 4. Εκεί στον αλησμόνητο ημιτελικό του 2009, κόντρα στον Παναθηναϊκό, αστόχησε σε fade away, που θα έστελνε το ματς στην παράταση. Το καλοκαίρι του 2009, του χτυπάει την πόρτα το ΝΒΑ, και συγκεκριμένα οι Σαν Αντόνιο Σπερς του μεγάλου Γκρεγκ Πόποβιτς. Τα «σπιρούνια» του προσφέρουν 3ετες συμβόλαιο με 12 εκατομμύρια συνολικές απολαβές. Ο Μπουρούσης όμως απορρίπτει την προοπτική του ΝΒΑ, μένοντας πιστός στο πλάνο των Ερυθρόλευκων.
Στον Ολυμπιακό έμεινε για άλλα 2 χρόνια, κατακτώντας 2 φορές το κύπελλο Ελλάδας. Στην Ευρωλίγκα έφτασε μέχρι τον τελικό του 2010, όπου όμως ο Ολυμπιακός ηττήθηκε από την Μπαρτσελόνα του Ναβάρο. Η θητεία στον Ολυμπιακό ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2011, αποφασίζοντας να τραβήξει για άλλες πολιτείες. Η επόμενη στάση στο πλούσιο ταξίδι του, γράφει Μιλάνο, για χάρη της Αρμάνι, στην οποία μετακόμισε παρέα με τον Αντώνη Φώτση. Στην Ιταλία, παρά τα σταθερά και εντυπωσιακά του νούμερα δεν καταφέρνει κάτι αξιοσημείωτο σε επίπεδο τίτλων.
Το καλοκαίρι του 2013 παίρνει μεταγραφή στην Ρεάλ Μαδρίτης του Πάμπλο Λάσο. Από την πρώτη του χρονιά κατάφερε να κουμπώσει ιδανικά στην καλοκουρδισμένη μηχανή του Πάμπλο Λάσο, για ακόμα μία σεζόν όμως, ενώ φτάνει στον τελικό της Ευρωλίγκας, δεν καταφέρνει να την κατακτήσει. Η Ρεάλ πέφτει θύμα στον τελικό της Μακάμπι και του τρομερού Τάιρις Ράις. Η εξιλέωση για τον Γιάννη έρχεται την επόμενη σεζόν, όπου επιτέλους στέφεται πρωταθλητής Ευρώπης. Με την νίκη επί του Ολυμπιακού καταφέρνει επιτέλους να κατακτήσει το πολυπόθητο τρόπαιο που άξιζε.
Παρά την κατάκτηση της Ευρωλίγκα και του Ισπανικού πρωταθλήματος, ο Μπουρούσης και η Ρεάλ αποφασίζουν να μην συνεχίσουν μαζί. Ο Έλληνας σέντερ είδε τα λεπτά συμμετοχής του να πέφτουν και αποφάσισε πως θέλει έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο σε μία νέα μπασκετική στέγη. Ο Μπουρούσης δεν θα μπορούσε να βρει πιο ιδανικό μέρος από την χώρα των Βάσκων και την ομάδα της Μπασκόνια. Εκεί ξαναβρήκε τον καλό του εαυτό και πραγματοποίησε την κορυφαία σεζόν της μπασκετικής του καριέρας. Καταγράφοντας μέσους όρους 14,5 πόντων, 8,7 ριμπάουντ και 2,2 ασίστ, οδήγησε την Μπασκόνια στο Final 4 της Ευρωλίγκας, όπου ηττήθηκε στον ημιτελικό από την Φενέρμπαχτσε στην παράταση. Αναδεικνύεται κορυφαίο 5άρι της σεζόν και 2ος στην ψηφοφορία για τον MVP, μένοντας μόνο πίσω από τον Νάντο Ντε Κολό. Επίσης κατακτά το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη στην ACB, προσθέτοντας ακόμα ένα βραβείο στην ήδη πλούσια συλλογή του.
Το καλοκαίρι του 2016 αποφασίζει πως ήρθε η ώρα του επαναπατρισμού. Επιστρέφει στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού, κατακτώντας το νταμπλ της σεζόν 2016-2017. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία του χρονιά στην Ευρωλίγκα, καθώς γίνεται ο πρώτος Έλληνας που ταξιδεύει στην Κίνα για λογαριασμό των Ζειγιανγκ Λάιονς. Απολαμβάνοντας κάθε στιγμή, στην χώρα της Ασίας και όντας ένας από τους πιο αγαπητούς παίκτες των Κινέζων παραμένει στην χώρα του μεταξιού για 2 χρόνια.
Τα τελευταία κεφάλαια της επαγγελματικής του καριέρας γράφονται στην Γκραν Κανάρια, υπό τις οδηγίες του Κατσικάρη και την περσινή σεζόν στο Περιστέρι.
Φυσικά δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στην πορεία του με την Εθνική ομάδα. Χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 2005 και χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ του 2009 είναι οι μεγαλύτερες διακρίσεις του Έλληνα σέντερ. Αγωνίστηκε με τα γαλανόλευκα σε 7 Ευρωμπάσκετ, 2 Παγκόσμια Πρωταθλήματα και 1 φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Η κορυφαία του στιγμή ήταν στο Ευρωμπάσκετ του 2011, όπου για το ματς που θα έδινε εισιτήριο για το επερχόμενο Προολυμπιακό τουρνουά, σημείωσε 27 πόντους, κόντρα μάλιστα στον Νέναντ Κρίστιτς, με τον οποίο είχε ανοιχτές παρτίδες από το επεισόδιο τους στο Ακρόπολις του 2010. Ένας πραγματικός στρατιώτης της Εθνικής, πάντα με την παρουσία του ενέπνεε εμπιστοσύνη στην θέση του σέντερ, όντας σταθερή κολώνα στον αγωνιστικό σχεδιασμό κάθε προπονητή που έκατσε στον πάγκο της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό της αγάπης του για την Εθνική ήταν η συμμετοχή στα Προκριματικά του Παγκοσμίου 2019, καθώς ταξίδευε δεκάδες ώρες από την Κίνα μόνο και μόνο για να ενισχύσει την ομάδα.
2 φορές πρωταθλητής Ελλάδας, 3 φορές κυπελλούχος Ελλάδας, πρωταθλητής και Κυπελλούχος Ισπανίας και φυσικά πρωταθλητής Ευρώπης σε συλλογικό και ομαδικό επίπεδο είναι μερικές από τις αμέτρητες διακρίσεις του Καρδιτσιώτη σέντερ. Η παρουσία του στα παρκέ ήταν στολίδι στα Ευρωπαϊκά παρκέ και σε όποια ομάδα αγωνίστηκε έγινε σημείο αναφοράς, δείγμα του τεράστιου ταλέντου του. Σε ευχαριστούμε για όλα Γιάννη!!!