Το μπάσκετ έχει πολλούς κανόνες. Ίσως ο πιο βασικός και γνωστός, ακόμα και σε πολλούς που δεν ασχολούνται, είναι τα 24 δευτερόλεπτα επίθεσης. Όμως αυτό δεν ίσχυε πάντα. Μια κρύα νύχτα στη Μινεάπολη πριν από χρόνια, τέθηκαν οι βάσεις για να αλλάξουν όλα…
«Δωσ’ μου λοιπόν το χέρι σου να σ’ αποχαιρετήσω και παρακάλα τον Θεό για να ξαναγυρίσω» τραγουδά ο Μανώλης Χιώτης με την Πόλυ Πάνου στα «δευτερόλεπτα» το 1955. Ο στίχος αυτός θα μπορούσε άνετα να περιγράφει την κατάσταση στο ΝΒΑ εκείνο τον καιρό που το μπάσκετ ετοιμαζόταν να μπει σε μια νέα εποχή που έμελλε (ευτυχώς) να γίνει η νέα κανονικότητα. Όμως για να πούμε την ιστορία όπως πρέπει, χρειάζεται να πάμε ακόμα λίγα χρόνια πίσω.
Στις 22 Νοεμβρίου του 1950 οι Λέικερς που τότε έδρευαν ακόμη στη Μινεάπολη, υποδέχονταν τους Φορτ Γουέιν Πίστονς (προπομπό των Ντιτρόιτ Πίστονς). Τότε όπως ίσως μπορεί να φανταστεί κανείς το άθλημα αλλά και το πρωτάθλημα ήταν πολύ διαφορετικά.
Οι «λιμνάνθρωποι» έπαιζαν ένα αργό μπάσκετ. Περίμεναν να πάρει θέση ο ψηλός, αλλά βαρύς κι αργός Τζορτζ Μάικαν στη ρακέτα και μόλις αυτό συνέβαινε, απλά του έδιναν τη μπάλα και τον άφηναν να δράσει μόνος. Λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι οι αντίπαλοι έμοιαζαν με παιδάκια μπροστά του. Ήταν ένας ρυθμός που σίγουρα δεν ήταν θελκτικός στα μάτια των θεατών, έφερνε όμως αποτελέσματα στο γήπεδο. Με αυτό το συντηρητικό στυλ θα κέρδιζαν 5 πρωταθλήματα στις 6 πρώτες σεζόν τους στο ΝΒΑ.
Οι Πίστονς προφανώς και το γνώριζαν αυτό. Ο Μάρεϊ Μέντενχολ που καθόταν στην άκρη του πάγκου είχε μια τρελή ιδέα, να παίξει το παιχνίδι των αντιπάλων του, καθώς πίστευε ότι αν τους έδιναν όσο το δυνατόν λιγότερες κατοχές, θα είχαν ελπίδες να διεκδικήσουν κάτι από το ματς.
Εκείνη τη μέρα υπήρχε μια ειδική περίσταση στο γήπεδο, ήταν μέρα πατέρα γιου. Δίνοντας μόνο 50 σεντς θα μπορούσαν πατεράδες και γιοι να δουν από κοντά τη μπασκετική δράση. Τελικά όμως μόνο δράση δεν είδαν. Το Φορτ Γουέιν πήρε το τζάμπολ και οι παίκτες απλά κράταγαν τη μπάλα μέχρι και 4 ολόκληρα λεπτά πριν επιτεθούν. Με τις καθυστερήσεις αυτές οι φιλοξενούμενοι κέρδισαν με το ισχνότατο, από όλες τις απόψεις 19-18. Το παιχνίδι απέκτησε λοιπόν μια θέση στην ιστορία με πολλές αρνητικές πρωτιές όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό. Φυσικά ο Τζον Κάντλα, προπονητής των Λέικερς έβραζε από θυμό. «Αυτός ο τρόπος παιχνιδιού θα σκοτώσει το επαγγελματικό μπάσκετ» είπε έξαλλος. Το σκεπτικό του συμμεριζόταν απόλυτα και ο κομισάριος της λίγκας, Μορίς Πόντολοφ που αμέσως τα έψαλλε και προειδοποίησε τις ομάδες να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο γιατί το πρωτάθλημα κινδύνευε με αφανισμό. Και είχε δίκιο. Τότε το ΝΒΑ άρχιζε να αποκτά μια κάποια σταθερότητα, η οποία όμως ήταν ακόμα εύθραυστη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50’, δεκαπέντε ομάδες θα χρεωκοπούσαν, όπως οι Τορόντο Χάσκις, οι Πίτσμπουργκ Άιρονμεν, οι Πρόβιντενς Στιμρόλερς.
Υπήρξε ένας άνθρωπος που προχώρησε τα λεγόμενα του κομισάριου ένα βήμα παραπέρα στο μυαλό του. Ο Ντάνι Μπαϊασόνε, ιδιοκτήτης των Σίρακιουζ Νάσιοναλς, προσπάθησε δηλαδή να βρει έναν τρόπο που θα εμπόδιζε κάποια ομάδα να σκεφτεί να πράξει κάτι ανάλογο στο μέλλον επιβραδύνοντας σκόπιμα το ρυθμό του παιχνιδιού. Και τα κατάφερε. Ένα ρολόι θα τα άλλαζε όλα. Ξεκίνησε λοιπόν να το κατασκευάζει μόνος του από το μηδέν. Υπήρχε όμως ένα σημαντικό πρόβλημα. Πώς θα όριζε τον χρόνο τον οποίο θα είχε κάθε ομάδα στη διάθεσή της; Κι εκεί ο ίδιος βρήκε την απάντηση. Είδε τα boxscores της προηγούμενης σεζόν και κατέγραψε ότι κάθε ομάδα κατά μέσο όρο επιχειρούσε 60 σουτ ανά αγώνα, δηλαδή 120 και οι δύο μαζί. Με δεδομένο ότι η κάθε αναμέτρηση είχε διάρκεια 48 λεπτά, υπολόγισε ότι κάθε σουτ εκτελούνταν κατά μέσο όρο κάθε 24 δευτερόλεπτα, οπότε αποφάσισε αυτό το μέσο χρόνο να τον κάνει ανώτατο όριο εκδήλωσης επίθεσης και για να ανέβει η ταχύτητα του παιχνιδιού και για να εκλείψουν τα στολαρίσματα
.
Το ρολόι που έφτιαξε ήταν στη ουσία ένα κουτί που φωτιζόταν και μετρούσε αντίστροφά από το 24 ως το 0, ευρισκόμενο και στις 2 άκρες του παρκέ. Για να πείσει και τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες των ομάδων της λίγκας να δεχθούν και να ψηφίσουν υπέρ της εισαγωγής της καινοτομίας του στο πρωτάθλημα έπρεπε να βρει τρόπο να δείξει σε όλους αυτούς την εφεύρεσή του.
Οργάνωσε λοιπόν ένα οικογενειακό διπλό των Νάσιοναλς που θα διεξαγόταν με τη χρήση του ρολογιού και τους προσκάλεσε να το παρακολουθήσουν. Ο αγώνας έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1954 σε λύκειο του Σίρακιουζ της Νέας Υόρκης και άπαντες έμειναν άφωνοι, συμφωνώντας να εισαχθεί από τη σεζόν που θα ξεκινούσε σε λίγο καιρό και βρέθηκε εταιρία να φτιάξει ρολόγια βασισμένα στο σχέδιό του και να τα διανείμει σε όλες τις ομάδες. Το πρώτο πρωτάθλημα της εποχής του shotclock το σήκωσαν οι Νάσιοναλς σε ένα success story του ιδιοκτήτη τους.
Μπορεί αυτή η καινοτομία να έσωσε τη λίγκα ανεβάζοντας την παραγωγικότητα, προκαλώντας το ενδιαφέρον τοπικών δικτύων για κάλυψη αγώνων και ανοίγοντας έναν κύκλο χρημάτων πρωτόγνωρο τότε για τους παίκτες που αναγκάζονταν ως τότε να δουλεύουν το καλοκαίρι ως κτηματομεσίτες κι όχι μόνο (αυτό συνεχίστηκε αλλά μειώθηκε), δεν ήταν όμως όλοι ευχαριστημένοι.
Ο Τζορτζ Μάικαν κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες και αναγκάστηκε εμμέσως πλην σαφώς να αποχαιρετήσει το άθλημα 3 μέρες πριν αρχίσει το training camp για τη σεζόν 1954-1955. Τουλάχιστον είχε προλάβει να πάρει το πτυχίο του στα νομικά και κατάφερε να εργαστεί ως δικηγόρος σε δικό του γραφείο στη Μινεάπολη.
Ο Ντάνι Μπαϊασόνε μπήκε στο Hall of Fame μόλις το 2000, οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του. Άργησε για άγνωστο λόγο, αλλά μπήκε. Το πρωτότυπο ρολόι βρίσκεται σήμερα στην αίθουσα της δόξας στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης. Σκεφτείτε πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν αυτός ο άνθρωπος, με την ιδέα του να παραμένει εκεί χωρίς αλλαγές και πειράματα 66 ολόκληρα χρόνια μετά. Ο δόκτωρ Τζέιμς Νέισμιθ εφηύρε το μπάσκετ, αλλά ο Ντάνι Μπαϊασόνε το απογείωσε.