Έμποροι ναρκωτικών, σημάδια που έμειναν ανεξίτηλα, προσφυγιά στην Αγγλία και μία εξελίξιμη καριέρα ως διαιτητής, συνθέτουν την ζωή του Τζέικομπ Βιέρα.
Η ιστορία του Τζέικομπ Βιέρα θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποτελεί μία από τις εκατοντάδες (αν όχι χιλιάδες) σειρές του Netflix. Ναρκωτικά, ποδόσφαιρο, προσφυγιά είναι κάποια από τα «επεισόδια» της ζωής του Κενυάτη, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα του από φόβο για την ζωή του.
Μία ζωή που συνεχίστηκε με αρκετά σκαμπανεβάσματα στην Αγγλία, εντούτοις του χάρισε γνωριμίες με εξαίρετους ανθρώπους, ενασχόληση με την διαιτησία στην οποία μάλιστα έχει και μεγάλες προοπτικές, μα κυρίως… μία όμορφη καθημερινότητα με την μικρή του κόρη και την σύζυγο του.
Η Κένυα, οι έμποροι ναρκωτικών και η εκδίκηση
Ο Τζέικομπ ήταν από μικρός ένα παιδί που λάτρευε την… στρογγυλή θεά. Η ίδια του επέστρεψε την αγάπη της όταν και κατάφερε ο ίδιος να φτάσει στην Εθνική νέων της Κένυας.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Οι γονείς μου με ενθάρρυναν να αγωνιστώ σε ακαδημίες της πόλης μου και κάποια στιγμή ήρθε η κλήση μου στην εθνική ομάδα νέων».
Όντας λοιπόν μέλος της Κ16, το 2009, εκείνος με την ομάδα του θα ταξίδευαν στην Τανζανία προκειμένου να συμμετάσχουν σε ένα ποδοσφαιρικό τουρνουά διάρκειας ενός μήνα. Δύο εβδομάδες πριν το ταξίδι στην γειτονική χώρα, εκείνος και οι συμπαίκτες του έμειναν σε ένα ξενοδοχείο προκειμένου να πραγματοποιήσουν την προετοιμασία τους. Εκεί λοιπόν που η έγνοια του Τζέικομπ ήταν ποια θα ήταν απόδοση του στους αγώνες με την χώρα του, ξαφνικά προέκυψε και μία δεύτερη σκέψη στο μυαλό του. Πως θα καταφέρει να ξεφύγει από τους εμπόρους ναρκωτικών, που τον προσέγγισαν για να τους μεταφέρει μία συγκεκριμένη ποσότητα.
«Πριν ξεκινήσουμε για το ταξίδι μας, μέναμε σε ένα ξενοδοχείο. Μία μέρα που είχα βγει έξω, για να ξεκουραστώ μετά από μία προπόνηση που κάναμε, με προσέγγισαν πέντε άντρες και μου ζήτησαν να τους μεταφέρω ναρκωτικά.»
Όμως ο ίδιος κατόρθωσε να σκεφτεί την λύση για να τους διαφύγει, χωρίς να χρειαστεί να κουβαλήσει το παράνομο φορτίο.
«Εκείνοι δεν γνώριζαν πότε θα φύγουμε από το ξενοδοχείο και μου είπαν πως θα επιστρέψουν για να μου φέρουν το απόθεμα τους, προκειμένου να τους το μεταφέρω. Βλέπετε στην χώρα μας αν αρνηθείς κάτι τέτοιο στην καλύτερη θα δεχθείς βίαια επίθεση και στην χειρότερη θα σε σκοτώσουν. Εγώ όμως δεν ήθελα να το κάνω και τους είπα ψέματα για την ημερομηνία που θα αναχωρούσαμε. Ταυτόχρονα, το μετέφερα και στον προπονητή μου ο οποίος ενημέρωσε την αστυνομία δίχως να το ξέρω εγώ. Όταν λοιπόν έφτασαν εκεί που μέναμε, οι αρχές τους έστησαν ενέδρα και τους συνέβαλαν.»
Όταν γύρισε από το τουρνουά, ο φόβος εκδίκησης ήταν μεγάλος. Οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν σε ένα κλειστό σχολείο, μακριά από την πόλη του Ναϊρόμπι, προκειμένου να είναι ασφαλής.
«Ήμουν έτοιμος να μπω στο τοπικό λύκειο, όμως αυτό το περιστατικό ήταν σίγουρο πως θα προκαλούσε επιθυμία για εκδίκηση. Ο πατέρας μου λοιπόν αποφάσισε να με στείλει σε ένα σχολείο το οποίο βρισκόταν πολύ μακριά, σε μία περιοχή που ήταν αρκετά ελεγχόμενη. Πολλά ήταν τα σκηνικά όπου νεαροί ποδοσφαιριστές είχαν δολοφονηθεί επειδή δεν συνεργάστηκαν με τους εμπόρους και το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να προσαρμοστώ στον νέο τρόπο ζωής, αφού δεν είχα άλλη επιλογή.»
Για αρκετά χρόνια λοιπόν συνέχισε να αγωνίζεται στα γήπεδα της χώρας του με μεγάλη επιτυχία, όμως η δίψα για εκδίκηση από τους εγκληματίες, δεν είχε κοπάσει. Το 2014 «πήραν τον αίμα τους πίσω», με έναν πολύ βάναυσο τρόπο.
«Μία μέρα γύριζα στο σπίτι μου από την προπόνηση της ομάδας μου. Φτάνοντας στην οικία μου πλησίασα το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας, για να ξεκλειδώσω και να μπω μέσα. Έπαθα ηλεκτροπληξία αμέσως και έπεσα αναίσθητος στο πάτωμα, όπως μου αφηγήθηκε ο γείτονας μου όταν ξύπνησα μετά από έναν μήνα στο νοσοκομείο. Βλέπετε, είχαν συνδέσει καλώδια από μία πρίζα κατά μήκος όλης της εξώπορτας ώστε να πεθάνω ακαριαία. Θα μπορούσαν να είχαν τελειώσει τα πάντα για μένα, όμως ο Θεός ήθελε να ζήσω.»
Το κεφάλαιο «Αγγλία» και το κομμάτι της διαιτησίας
Την περίοδο εκείνη όμως είχε επιλεγεί από την Νιουκάστλ, προκειμένου να κάνει δοκιμαστικό στην Αγγλία. Ένα ταξίδι όπου τελικά αποδείχθηκε πως ήταν το ξεκίνημα της νέας του ζωής.
«Είχα ήδη επιλεγεί από την Νιούκαστλ, πριν γίνει η πράξη της εκδίκησης. Εκείνοι μου είπαν πως αν μπορώ να παίξω τότε είμαι ευπρόσδεκτος. Εγώ, παρά το γεγονός πως βγήκα από το νοσοκομείο ένα πριν, ένιωθα έτοιμος να πάω και να δοκιμάσω την τύχη μου.»
Εκεί λοιπόν ένας από τους προπονητές είδε τα σημάδια του και τον ρώτησε από που προέκυψαν. Όταν έμαθε τον λόγο, του πρότεινε να καταθέσει αίτηση ασύλου στην χώρα.
«Ταξίδεψα τον Αύγουστο το 2014 στην Βρετανία και όταν ένας από τους κόουτς είδε τα σημάδια στο πρόσωπο μου, με ρώτησε από που προήλθαν. Εγώ του είπα την ιστορία μου και εκείνος μου είπε πως θα μπορούσα να καταθέσω αίτηση για να πάρω άσυλο.»
Μετακομίζοντας στο Λίβερπουλ, για κάποια διαδικαστικά αναφορικά με τα χαρτιά του, γνώρισε έναν ιερέα που τον βοήθησε αρκετά να προσαρμοστεί στην τοπική κοινωνία και την νέα του ζωή. Ο ίδιος κατάφερε παράλληλα να φορέσει και την φανέλα της μικρής ομάδας της Έβερτον.
«Υπήρχε μία εκκλησία στο Λίβερπουλ στην οποία εγώ πήγαινα συχνά. Εκεί γνώρισα και τον πάτερ Μόργκαν, ο οποίος με στήριξε αρκετά με τον τρόπο του. Με βοήθησε στο να ενσωματωθώ στην τοπική κοινωνία και μου έδινε αυτοπεποίθηση κάθε μέρα. Κατάφερε να μου ανεβάσει την ψυχολογία και να με κάνει πάντα να σκέφτομαι με θετικό τρόπο.
Ένας τραυματισμός του όμως με τους έφηβους των «Ζαχαρωτών» ήταν αυτό που τον ώθησε να ασχοληθεί με το κομμάτι της διαιτησίας, αφού ήταν η εναλλακτική που αγάπησε όσο δεν μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο.
«Μέχρι τότε δεν μπορούσα να εργαστώ η να υπογράψω κάποιο συμβόλαιο και ξαφνικά προέκυψε και ένας σοβαρός τραυματισμός που δεν μου επέτρεπε να αγωνιστώ για έναν χρόνο. Εγώ ωστόσο ήθελα να κρατήσω επαφή με το κομμάτι του ποδοσφαίρου και αποφάσισα λοιπόν να διαιτητεύσω σε κάποια παιχνίδια, προκειμένου να κρατήσω την επαφή μου με το αντικείμενο. Την ιδέα μου πρότεινε βέβαια στην αρχή ο πατέρας μου, εντούτοις δεν μου πολυάρεσε. Τελικά αυτός που με «έψησε» να ακολουθήσω το συγκεκριμένο κομμάτι, ήταν ο αθλητικός διευθυντής μου στην Έβερτον, Στιούαρτ Κάρινγκτον.
Παρόλα αυτά, στο διάστημα που είχα αναλάβει χρέη ρέφερι, βγήκε τελικά η άδεια διαμονής που μου επέτρεπε να συμφωνήσω με κάποια ομάδα αν ήθελα. (σ.σ. Όταν εγκρίθηκε η αίτηση μου) ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου μετά από πάρα πολύ καιρό, αλλά ήταν λίγο αργά για να προσπαθήσω να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Μάλιστα είχα κάνει τόσο μεγάλη πρόοδο στο κομμάτι της διαιτησίας, που το χαιρόμουν πλέον πολύ περισσότερο από το να παίζω. Την ίδια ώρα είχα και την FA στο πλευρό μου, η οποία με κατέταξε και στους διαιτητές με τις καλύτερες προοπτικές εξέλιξης. Αυτό μάλιστα είχε και ως αποτέλεσμα να μπω σε ένα ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης. Οπότε γιατί να σταματήσω;»
Πέρασαν πέντε χρόνια στην χώρα του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου ο Τζέικομπ έπρεπε να προσαρμοστεί σε μία δύσκολη νέα ζωή, με πέρασμα από διάφορες μικρές – και μη – ομάδες.
«Ήταν πολύ δύσκολα. Μία νέα χώρα, με παγωμένο καιρό και μία νέα κουλτούρα στην οποία έπρεπε να προσαρμοστώ. Εκεί δεν μπορούσα ούτε να σπουδάσω, ούτε να εργαστώ χωρίς να έχω πάρει πρώτα το άσυλο. Έμενα σε διάφορα ξενοδοχεία και σε κάποιο σημείο αναγκάστηκα να μεταφερθώ σε ένα κέντρο κράτησης προσφύγων.»
Κλείνοντας, ο Τζέικομπ αποκάλυψε ποιοι είναι οι αγαπημένοι του διαιτητές επί του παρόντος, κατονομάζοντας τους Τσουνέιτ Τσακίρ και Άντονι Τέιλορ. Μάλιστα ο δεύτερος είναι και ο πραγματικός καθοδηγητής του, όντας υπεύθυνος για τους διαιτητές στην περιοχή που εκπαιδεύεται ο νεαρός, συμβουλεύοντας τον συνεχώς για το τι μπορεί να βελτιώσει. Ίσως λοιπόν με αυτές τις συμβουλές ο 24χρονος να μπορέσει να εκπληρώσει το όνειρο του να γίνει ένας FIFA Elite διαιτητής.