Δεν είναι που έχεις γενέθλια, είναι που οι οπαδοί του Ολυμπιακού στις στιγμές της ποδοσφαιρικής τους ορφάνιας, ακόμα εσένα σκέφτονται για να ανατριχιάσουν!
Η τέχνη, λένε, ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας και ο Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα είναι ότι πιο κοντά σε… τέχνη έχουμε δει τις τελευταίες δεκαετίες στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ένας αρτίστας της μπάλας ο οποίος συνδύαζε ταλέντο και ποδοσφαιρική ευφυΐα και «γεννούσε» μαγεία, μαγεία που χωράει στη μνήμη όλων όσων αγάπησαν ένα ποδόσφαιρο που παρέμενε ακόμα κάπως ρομαντικό, που είχε ακόμα την αίγλη των περασμένων δεκαετιών, που δεν είχε βγάλει από τη σάρκα του το συναίσθημα, δεν είχε παγώσει, δεν είχε γίνει αυτό που λένε «modern football». Ο Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα ο οποίος σήμερα (04/02) κλείνει τα 46 του χρόνια δεν ξεχώριζε μόνο για όσα έκανε στο χορτάρι, μα γιατί αγαπούσε τη φανέλα και συνδεόταν με τον κόσμο σε μια σχέση σχεδόν ερωτική.
Σαν σήμερα, λοιπόν, στην Αμπαετετούμπα της Βραζιλίας γεννήθηκε, ο el mago. Δεν είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα Βραζιλιάνου που είδε το ποδόσφαιρο σαν όαση διαφυγής από τις φαβέλες της Βραζιλίας. Είχε την τύχη να είναι γόνος εύπορης οικογένειας κι έτσι το ποδόσφαιρο απλά το διάλεξε, το υπέδειξε το ταλέντο του η μπάλα θαρρείς πως τον υπάκουε.
Τα πρώτα του βήματα, η Σάντος του Πελέ
Η πρώτη του επαφή με τον «βασιλιά των σπορ» ήταν στη μικρή ομάδα της Τούνα Λούσο τις σεζόν 1989-1991. Στα 17 του χρόνια, ο Τζιοβάνι τα είχε όλα πάσα, ντρίμπλα, σουτ, υστερούσε μόνο τακτικά, αλλά… εντάξει Βραζιλιάνος ήταν είχε μάθει να χορεύει με τη μπάλα δεν θα αργούσε να τελειοποιηθεί και σε αυτό.
Η πρώτη ομάδα στην οποία αγωνίστηκε ήταν η Taça de Luz. Στη συνέχεια, πριν κλείσει τα 19, η Τούνα Λούσο τον έφερε πίσω και του έδωσε φανέλα βασικού. Τη σεζόν 1992-93 πέτυχε 24 γκολ κάνοντας για πρώτη φορά ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του.
Στη διετία 1993-1994 ακολούθησε μια περιπλάνηση του στις Ρέμο (Remo), Παϊσάντου (Paysandu), Σάο Καρλένσε (Sao Carlense). Τρεις ομάδες σε δύο μόλις χρόνια, 19 γκολ σε 45 συμμετοχές, η έμπρακτη απόδειξη ότι ο Τζιοβάνι είχε αρχίσει να ψιθυρίζει στην μπάλα.
Και μάλλον φώναζε, δεν ψιθύριζε, δεν μιλούσε καθώς μετά και το πέρασμά του από την Σαο Καρλένσε, στη λήξη της σεζόν 1993/94, η Σάντος του Πελέ ενδιαφέρεται να τον αποκτήσει με εισήγηση του ίδιου του Πελέ, ο οποίος κάλυψε και τα έξοδα της μεταγραφής του, λόγω της δεινής οικονομικής θέσης της ομάδας. Δεν διστάζει μάλιστα να τον χρήσει «διάδοχό του»!
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 θα γίνει είδωλο στο Σάο Πάολο, θα γίνει ηγετική φυσιογνωμία για την ομάδα σε μια εποχή που παράπαιε και αναζητούσε τον… «Μεσσία» της, προσωνύμιο που του χάρισαν τελικά οι οπαδοί της.
Παρά την πληθώρα τον σκάουτερ που φτάνουν στα γήπεδα της Βραζιλίας ο Ζίο είχε ήδη δηλώσει αιώνια πίστη στην ομάδα και τους οπαδούς της βάφοντας τα μαλλιά του κόκκινα, ήθελε να μείνει και να βοηθήσει για το πολυπόθητο πρωτάθλημα. Κάπου εκεί έρχεται και η κλήση στην εθνική Βραζιλίας και οι συστάσεις ήταν πλέον περιττές. Θα συστηθεί μόνος σε ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη στον τελικό του Umbro Cup τον Ιούνιο του 1995, εναντίον της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ.
Κεφάλαιο Μπαρτσελόνα και Φαν Χάαλ
Αποχαιρετά την Σάντος με 36 συμμετοχές και 37 γκολ και ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην καριέρα του αυτό της Μπαρτσελόνα, η οποία τον αποκτά το 1996! Ο τρόπος που δένεται με τον κόσμου του κάθε συλλόγου είναι το ίδιο μαγικός με το ταλέντο του.
Τα καθοριστικά γκολ του ενάντια στη μισητή Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά και αυτό κόντρα στην Μπορούσια Ντόρτμουντ στον τελικό του Σούπερ Καπ Ευρώπης, έφταναν φαίνεται για να μπει σε όλες τις «μπλαουγκράνα» καρδιές. Κι αυτό για εκείνον ήταν τεράστια ανταμοιβή… Στις υπηρεσίες της Μπάρτσα σκοράρει σύνολο 31 γκολ στις 98 συμμετοχές που είχε με τους Καταλανούς, κατακτά το Κύπελλο UEFA, το Σούπερ Καπ Ευρώπης, 2 Πρωταθλήματα Ισπανίας, το Κύπελλο Ισπανίας και το ισπανικό Σούπερ Καπ.
Το κεφάλαιο Φαν Χάαλ ήταν εκείνο που άλλαξε το ρου της ιστορίας. Ο Ολλανδός τεχνικός κάθεται στο πάγκο της Μπάρτσα με το παράσημο του αναμορφωτή, του επαναστάτη, του εκφραστή του σύγχρονου ποδοσφαίρου μα παράλληλα του αλαζόνα, του εμμονικού, του δογματικού. Ο Τζιοβάνι αδυνατεί να ακολουθήσει το αυτοματοποιημένο παιχνίδι της ομάδας και σιγά σιγά χάνει τη θέση του στην βασική της ενδεκάδα. Ο «δικτάτορας» Φαν Χάαλ δεν ταίριαζε σε έναν άνθρωπο που ήθελε να χορεύει με δικούς του ρυθμούς. Δεν μπορούσε να μπει σε καλούπια και σε στείρες τακτικές ήθελε να παίζει ποδόσφαιρο και ο μόνος που άφηνε να τον υποτάσσει ήταν η ίδια η μπάλα!
«Γεννήθηκα για να παίζω μπάλα. Εγώ δεν αντέχω να κάθομαι στον πάγκο και να παίρνω λεφτά, όσα κι αν είναι αυτά», δηλώνει. Θέλει να είναι πρωταγωνιστής όχι λόγω έπαρσης, ούτε αλαζονίας, απλά γιατί τρεφόταν από τις αντιδράσεις της κερκίδας, αυτή ήταν η ανταμοιβή του, μόνο γι αυτή βρισκόταν στο χορτάρι, μόνο αυτή αξίωνε. Είχε θέση όρο στον ατζέντη του να πάει σε ομάδα που θα τον αγαπούν!
Όταν υπογράφηκε ένα ισχυρό συμβόλαιο αγάπης
Ο Αϊνστάιν αναρωτιόταν αν ο θεός παίζει ζάρια με τη μοίρα κι αν παίζει, ποιος είναι ο νικητής; Ο Ζίο σίγουρα θα πόνταρε στον Θεό, έτσι κι εμείς εκεί θα πούμε το ευχαριστώ που οι συγκυρίες και το χέρι του Σωκράτη Κόκκαλη (πρόσφερε το ιλιγγιώδες ποσό των 3,5 δισεκατομμυρίων δραχμών στη Μπαρτσελόνα περίπου 12 εκατ. ευρώ δηλαδή) έφεραν τον Βραζιλιάνο στην πιο παραγωγική του ηλικία στην Ελλάδα και τον Ολυμπιακό. Το δεκάρι της Μπαρτσελόνα… στον Ολυμπιακό. Το δεκάρι του καταλανικού μεγαθηρίου στα ερυθρόλευκα…
Στην άφιξη του Βραζιλιάνου στις 16 Ιουλίου του 1999 το αεροδρόμιο του Ελληνικού βάφτηκε κόκκινο και ο κόσμος παραληρούσε, οι οπαδοί βρίσκονταν σε ντελίριο ενθουσιασμού, σε πραγματικό παροξυσμό και ο ίδιος παρότι έχει συνηθίσει σε εκδηλώσεις λατρείας τους κοίταζε χαμένος, πώς μπορούσε να φανταστεί το ιδιαίτερο δέσιμο που θα επακολουθούσε; Σήκωσε απλά αμήχανα το χέρι…
Κάπου εκεί ξεκίνησαν όλα!
Ο μάγος ήταν για το ελληνικό ποδόσφαιρο πραγματικό αξιοθέατο, ήταν από εκείνους τους ποδοσφαιριστές που όταν έπαιρναν την μπάλα στα πόδια τους, γούρλωνες τα μάτια σου, τον κοιτούσες με ανυπομονησία, με λατρεία, περίμενες κάθε του κίνηση, κάθε σκέψη, οι παλμοί ανέβαιναν, ήξερες ότι δεν θα σε απογοητεύσει, θα σε ενθουσιάσει, θα σε ξαφνιάσει … και έτσι γινόταν, ανταπέδιδε, προσέφερε μαγεία σε κάθε σχεδόν επαφή του με την μπάλα!
Λόμπες, τρίμπλες, ποδιές, γκολ, πάσες μέχρι την καταραμένη εκείνη μέρα του Δεκέμβρη στο Καυταντζόγλειο το 1999. Ο Τζιοβάνι μέχρι τότε, στεκόταν ισότιμος δίπλα στους Ρονάλντο, Φίγκο πρόσφερε απλόχερα μια θάλασσα ταξίδια μέχρι την μητέρα του ποδοσφαίρου, τη Βραζιλία. Είχε ανάγκη απλώς ένα χειροκρότημα.
Και τι έγινε τον Δεκέμβρη του 1999 στο γήπεδο του Ηρακλή; Το τάκλιν του Λάζαρου Σέμου που στέρησε για λίγο στο μάγο την ανάσα του (γιατί το ποδόσφαιρο το ανέπνεε ο Τζιοβάνι) και δεκάδες στιγμές σε εμάς τους υπόλοιπους. Άπαντες κατηγορούν τον αμυντικό του Ηρακλή για το μαρκάρισμά του, αλλά το μεγαλείο του Τζιοβάνι φάνηκε (και) όταν ο Σέμος τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο για να του ζητήσει συγγνώμη κι εκείνος του χάρισε την Αγία Γραφή.
Το χειρότερο ήταν πως μετά τον τραυματισμό δεν ήταν ποτέ ο ίδιος και ήταν κρίμα γιατί όλοι είχαν δει τι μπορούσε να κάνει! Το γκολ – ποίημα εναντίον του ΠΑΟΚ, εκείνα με τη Ρεάλ Μαδρίτης και ένα σορό άλλες στιγμές. Το ταλέντο παρέμενε, είπαμε κάνουμε λόγο για έναν αρτίστα της μπάλας, το ποδόσφαιρο ήταν μέσα του και θα παρέμενε ό,τι και να συνέβαινε. Αλλά ένα τεράστιο «τι θα γινόταν αν δεν τραυματιζόταν;» αγκάλιαζε σχεδόν κάθε κουβέντα που τον αφορούσε. Επιστρέφει τελικά τέλη Μαΐου του 2000.
Ποιος ξεχνάει τη σεζόν 2000-2001, όταν Ολυμπιακός και Ηρακλής αναμετρήθηκαν σε έναν αγώνα- θρίλερ για την πρόκριση στο κύπελλο, σε ένα παιχνίδι που έληξε 5-4 (!) υπέρ των Ερυθρόλευκων; Ο Τζιοβάνι πέτυχε τότε 2 γκολ και η παράστασή του στο χορτάρι ανάγκασε τον προπονητή του Γηραιού, Άγγελο Αναστασιάδη, να τον φωνάζει κοντά του, για να του δώσει τα εύσημα!
Ο Ολυμπιακός και εκείνης της εποχής, όμως, είχε συνήθειο να αλλάζει προπονητές. Ντούσαν Μπάγεβιτς, Αλμπέρτο Μπιγκόν, Γιάννης Ματζουράκης. Ο κόσμος του είχε να διαχειριστεί πολλά και η επιστροφή του μάγου του, του δικού τους μάγου, ήταν το μόνο που έδινε ελπίδα.Όμως οι εναλλαγές προπονητών συνεχίζονταν, τα στυλ παιχνιδιού ποτέ δεν ήταν πιο ελεύθερα κι ορμητικά όπως ταίριαζε στην νοοτροπία του Ζίο. Το μοναδικό πράγμα που παρέμενε αμετάβλητο ήταν η αγάπη του Τζιοβάνι για τον κόσμο του Ολυμπιακού και η λατρεία του τελευταίου γι αυτόν!
Οι οπαδοί των Πειραιωτών ήταν το «ναρκωτικό» του, τα συνθήματά τους το βάλσαμο, το στήριγμά του, γιατί για εκείνους ποτέ δεν έχασε την αξία του, δεν πα να έρχονταν κι άλλοι τραυματισμοί, δεν πα να άλλαζαν ακόμα 15 προπονητές, ο κόσμος του Ολυμπιακού θα συνέχιζε να τον κάνει να νιώθει ξεχωριστός, ακόμη κι όταν τα πόδια του δεν ακολουθούσαν πλέον στους ίδιους ρυθμούς…
Μια ανάσα πριν το τέλος
Ούτε με τον Τάκη Λεμονή κατάφερε να συνεργαστεί αρμονικά, ενώ και η διοίκηση βαριανάσαινε στη σκέψη του ακριβού του συμβολαίου το οποίο έληγε το 2002. Ο Σωκράτης Κόκκαλης ήταν έτοιμος να ανακοινώσει την λύση της συνεργασίας τους. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού, αντέδρασαν, αρνούνταν, δεν ήθελαν να χάσουν τον μάγο τους, τις στιγμές που τους είχε χαρίσει! Το πέταλο των οργανωμένων και όλο σχεδόν το υπόλοιπο γήπεδο κραυγάζει «Τζιοβάνι αλάνι για πάντα στο λιμάνι». Πάνω από 30.000 λαρύγγια σχεδόν ματωμένα να φωνάζουν ότι πρέπει να παραμείνει! Ο Κόκκαλης πάντα παρορμητικός και αφήνοντας το θυμικό του να μιλήσει πάνω από… την τσέπη και τη λογική του, ακούει τον κόσμο. Ο Τζιοβάνι στον Πειραιά για άλλα 3 χρόνια!
Ο Λεμονής έφυγε, ο Κάτανετς ήρθε το αλαλούμ συνεχιζόταν στους Ερυθρολεύκους. Κόλλιας, Προτάσοφ… Ο Τζιοβάνι όμως την περίοδο 2002-03 είχε υποσχεθεί κάτι στον κόσμο, «εγώ θα το πάρω το 7ο». Και το έκανε πράξη. Στον αγώνα της Ριζούπολης, στο 3-0, όταν άνοιξε το σκορ νωρίς-νωρίς και «τελείωσε» τον Παναθηναϊκό, είχε εκπληρώσει την υπόσχεση του!
Το 2003-2004 όλα έδειχναν ιδανικά. Μετά από την παρέλαση προπονητών είχε βρεθεί εκείνος που τον πίστευε πολύ. Ο Τζιοβάνι έβρισκε τον εαυτό του και παράλληλα το «πουλέν» του που άκουγε στο όνομα Νέρι Καστίγιο. Το μαγικό βράδυ στη Ριζούπολη με τη Γαλατάσαράι, στο 3-0, ο Τζιοβάνι… τον ξεφτίλισε, τον έστειλε για σπίρτα, όπως αναφωνούσε ο Γιώργος Χελάκης. Όλη η Ευρώπη παραμιλούσε με την γκολάρα. Ο Μόντραγκον το θυμάται ακόμα ή μάλλον προσπαθεί ακόμα να το ξεχάσει!
Ώσπου, ήρθε εκείνη η μαύρη βραδιά του Τορίνο και τα γκρέμισε όλα. Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς ήρθε στην ομάδα για να την αναμορφώσει αλλά τα αποδυτήρια του Ολυμπιακού έμοιαζαν με ωρολογιακή βόμβα. Γιατί ο Σερβοέλληνας κόουτς είχε ανοίξει μέτωπο με όλη την λάτιν παροικία της ομάδας. Ο Ολυμπιακός χώλαινε, το ίδιο και η σχέση του συλλόγου με το Βραζιλιάνο.
Ο χωρισμός
Είχε έρθει το τέλος… έφυγε από το λιμάνι με 69 γκολ, το ένα ομορφότερο από το άλλο και δάκρυα στα μάτια, καθώς αποχωριζόταν έναν μεγάλο του έρωτα. Μετά από έξι συνολικά χρόνια το κεφάλαιο έκλεινε. Η απόφαση να αποχωρήσει ήταν δική του. Δεν μπόρεσε όμως να φύγει ελαφρά την καρδία. Δάκρυσε και εκείνη τη στιγμή το κλάμα του ενώθηκε με εκείνο όλων των οπαδών που τον αγάπησαν όσο λίγους.
Επέστρεψε για λίγο στην Σάντος, μετά ταξίδεψε στο Ριάντ και την Αλ Αχλί και έπειτα πάλι την Ελλάδα και τον Εθνικό και μετά επιστροφή στη Βραζιλία για ένα εξάμηνο στη Recife, για ακόμη ένα στη Mogi Mirim και λίγο πριν τα 37 του χρόνια περίμενε την πρώτη του αγάπη, τη Σάντος για την τελευταία παράσταση. Κρέμασε τα παπούτσια του το 2010, όπως του άρμοζε, σαν Πρωταθλητής, κατακτώντας και το Paulista και το Κύπελλο Βραζιλίας.
Ο Τζιοβάνι ήταν φαντασία, ήταν έμπνευση, ακρίβεια, αρμονία, πάσες, ντρίμπλες, δεκάδες πανέμορφα γκολ, απίστευτες επινοήσεις, μαγικές κινήσεις, Θρησκεία και εκρήξεις. Στις 25 Μαΐου του 2005, στο τελευταίο παιχνίδι του με τον Ολυμπιακό, μέσα από τη φανέλα του φορούσε ένα μπλουζάκι όπου ευχαριστούσε το Θεό στα ελληνικά για την αγάπη των οπαδών του Ολυμπιακού: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού είναι μέρος της ζωής μου. Σας αγαπώ πολύ»…
Εμείς ένεκα των γενεθλίων του θα πούμε: «Οbrigado pos estas entre nos mago da bola», δηλαδή «Ευχαριστούμε για αυτά που πρόσφερες μάγε της μπάλας»…
Ένας «μπομπέρ» που βλέπει… Euroleague: Η χρονιά «εκτόξευσης» του Βασίλη Τολιόπουλου (vids)
https://www.youtube.com/watch?v=ZooS5aGN29s