Silenciο... Dios esta Durmiendο. Σε απλά ελληνικά «ησυχία... ο Θεός κοιμάται». Μια φράση-σταθμός που ταιριάζει απόλυτα σε αυτό που βιώνει όλος ο κόσμος τις τελευταίες 48 ώρες.
«Όταν πεθάνω, όλοι θα ξεχάσουν τις ανοησίες μου και θα με θυμούνται μόνο για το ποδόσφαιρο». Η μοίρα δεν χαρίζεται σε κανέναν. Τα λόγια αυτά, τα είπε ο Τζόρτζ Μπεστ, όταν ρωτήθηκε για την εξωγηπεδική ζωή του. Από τις 25 Νοεμβρίου του 2005, αυτή η φράση επιβεβαιώνεται κάθε στιγμή. Όμως, είναι τέτοιο το πεπρωμένο που μπορεί να συμπληρώσει ένα παζλ από το πουθενά.
Σαν να έχει ανοίξει κάποιος όλα τα κουτιά και να φτιάχνει τον δικό του, προσωπικό πίνακα και όχι αυτό της εικόνας. Αυτή η ημερομηνία, δεν θα ανήκει, πλέον, μόνο στον κορυφαίο Βρετανό ποδοσφαιριστή αλλά και έναν ακόμα κορυφαίο. Σε έναν «Θεό». Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν είναι πια εδώ. Μπορεί οι ουρανοί να ήθελαν να νιώσουν λίγη από την μαγεία του, όμως ο Ντιεγκίτο δεν πεθαίνει. Γιατί εκείνος, είναι όλο το ποδόσφαιρο.
The last goodbye to #Maradona 🔟🇦🇷#RIPMaradona pic.twitter.com/0HAJnpxhX0
— beIN SPORTS USA (@beINSPORTSUSA) November 26, 2020
Η φράση του Μπεστ ταιριάζει άψογα στον Μαραντόνα. Ουκ ολίγες φορές είχε περιπλέξει το όνομά του με διάφορες «αμαρτίες» εκτός γηπέδων. Όμως, όταν πατούσε το χορτάρι, τα πάντα έπεφταν στο κενό. Η μαγεία που πρόσφερε και η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του, δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν. Ένα παράδειγμα που ακολούθησαν γενιές και γενιές. Από τις ντρίμπλες, μέχρι τα γκολ και από τις επιτυχίες μέχρι την κορυφή που του ανήκε και θα του ανήκει για πάντα.
Σε όποια ομάδα έπαιζε, τα έδινε όλα. Ήταν τρελός για την στρογγυλή θεά. Όταν την έβλεπε, απλά άλλαζε. Γινόταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος. Απολάμβανε την κάθε στιγμή που βρισκόταν μέσα στο γήπεδο. Ήθελε να κάνει τους ανθρώπους να ξεχνάνε τα πάντα μόλις τον έβλεπαν και εκείνος να αφήνει στα αποδυτήρια την εξωγηπεδική και άστατη ζωή του. Ήταν συγκλονιστική η επαφή του με τον κόσμο. Μοιραζόταν το πάθος, την «κάψα» των οπαδών και παράλληλα, έδειχνε τι σημαίνει πραγματικός σεβασμός.
Έκανε το άθλημα να μοιάζει με τέχνη. Ένιωθε τον ρυθμό, χόρευε στην πραγματικότητα με μία μπάλα στα πόδια. Δεν είναι τυχαίο ότι απολάμβανε την… προθέρμανση στους ρυθμούς του «Live in life» και μαζί με την «παρτενέρ» του, χόρευε μπροστά στο κοινό. Δεν το έκανε για τα βίντεο αλλά επειδή αυτό ένιωθε. Ήταν γενικά αυθόρμητος και κάθε κίνησή του, ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Για αυτό και άπαντες έμεναν με το στόμα ανοιχτό.
Δόξα, λεφτά, φήμη. Τρεις λέξεις που «τσαλακώνουν» τους ποδοσφαιριστές. Όμως εκείνος, δεν ήταν απλά ένας αθλητής. Ο Μαραντόνα ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν αλήτης και τζέντλεμαν. Ήταν έξυπνος και αφελής. Ήταν ένας κύριος που δεν τον ένοιαζε να γίνει μέσα στην λάσπη απλά για να παίξει ποδόσφαιρο. Στο πρόσωπό του, καθρέφτιζε η έννοια του αθλήματος. Αν κάποιος ρωτήσει «τι είναι το ποδόσφαιρο;», η απάντηση έχει την εικόνα του Ντιέγκο. Αυτή η αθάνατη έκφραση, που συνδυάζει τόσα πολλά συναισθήματα. Όσα νιώθει και ένα μικρό παιδί όταν πρωτοξεκινάει να κλωτσάει μία μπάλα. Ο Μαραντόνα όμως, την είχε ακόμα και στα 60 του.
Οι αναμνήσεις που άφησε. Εκατοντάδες. Ο Αργεντινός σταρ δεν οδήγησε απλά την χώρα του στην κατάκτηση του κόσμου. Ένωνε ένα ολόκληρο έθνος μέσα από την δική του αγάπη. Σε κάθε του γκολ, όλοι ήταν αγκαλιά γιατί ο συνδετικός κρίκος, είχε λιτά τα κορδόνια. Ο άνθρωπος που μετέτρεψε μία από τις μεγαλύτερες αδικίες, σε μία αποθεωτική και αδιαμφησβήτητα, σωστή, ταμπέλα. Το χέρι με το οποίο σκόραρε στο ματς κόντρα στην εθνική Αγγλίας, σήκωσε «κύμα» παραπόνων.
Η απάντησή του; Ότι αυτό το χέρι δεν ήταν δικό του, αλλά του Θεού. Εκείνος, όμως, δεν έμεινε εκεί. Ήθελε να καταλάβουν όλοι ότι εκείνος είναι ο Θεός. Και το έκανε με το κορυφαίο γκολ του 20ου αιώνα. Η απόδειξη ότι ο Μαραντόνα δεν είναι ποδοσφαιριστής αλλά ιδιοφυία.
Η επιβεβαίωση πως δεν θα ξαναβγεί άλλος σαν αυτόν ακόμα και αν το θελήσει η… επιστήμη. Σε κάθε στιγμή της ζωής του, υπάρχει ένα ορόσημο. Ένα από τα κορυφαία, είναι η μεταγραφή του στην Ιταλία. Όταν πήγε στη Νάπολι, δεν είχε κρύψει ότι είδε μία πόλη φτωχή και μία ομάδα δίχως οικονομική άνεση. Συγκεκριμένα, είχε πει: «Ζήτησα σπίτι, πήρα ένα διαμέρισμα. Ζήτησα Ferrari, πήρα ένα Fiat».
Το αποτέλεσμα; Να τον βλέπεις να τα δίνει όλα. Να διαμορφώνει τον σημερινό χαρακτήρα των «παρτενοπέι». Όλη η πόλη, τον δόξασε και συνεχίζει να τον δοξάζει γιατί ξέρει, ότι οφείλει τα πάντα σε αυτόν. Μπορεί οι άνθρωποι να είχαν πολλά προβλήματα σε όλους τους τομείς και να επικρατούσε η δυστυχία.
Όμως, ο Μαραντόνα, χωρίς υπερβολή, ήταν η ελπίδα που έψαχναν. Έκανε άπαντες να ξεχνούν τα πάντα. Ο Τύπος της εποχής έγραφε: «Έχουμε έλλειψη σπιτιών, σχολείων, λεωφορείων, απασχόλησης και αποχέτευσης, κανένα από αυτά δεν έχει σημασία γιατί έχουμε το Μαραντόνα». Η ανακούφιση στα πρόσωπά τους, τα χαμόγελα και οι αναμνήσεις που άφησε, φαίνονται στα δάκρυα που χύθηκαν μπροστά από το γκράφιτι που κοσμεί το κέντρο της πόλης.
Τα μάτια του έκλεισαν και η καρδιά που ένωσε τους ανθρώπους, σταμάτησε να χτυπά. Όλο ο πλανήτης μένει αποσβολωμένος μπροστά στην είδηση ότι είναι νεκρός. Ο ποδοσφαιρικό κόσμος βουρκώνει που δεν θα ξαναδεί την μορφή να στέκεται στα παιχνίδια της Μπόκα Τζόυνιορς και της Αργεντινής. Το Μπουένος Αϊρες πνίγηκε στο σκοτάδι. Μόνο η θέση του έμεινε φωτισμένη. Γιατί εκεί πήγε ο Ντιεγκίτο. Έκατσε στην καρέκλα του και περιμένει το παιχνίδι να αρχίσει, χωρίς κανένας φακός να τον φωτογραφίζει για την κατάσταση του.
Only Diego Maradona can do this ♥️
📷 IG/pablovillan77 pic.twitter.com/h4KLRf3CMM
— 433 (@433) November 26, 2020
Το είδωλο όλων των αθλητών. Η προσωποποίηση του αριθμού «10» και το βάρος που του πρόσθεσε από μόνος του. Όλα αυτά, μπροστά στην ρομαντικότητα με την οποία έβλεπε ο ίδιος, το ποδόσφαιρο και με τον δικό του τρόπο, τον μετέδωσε παντού και σε κάθε άκρη της γης. Κατάφερε τα πάντα και στην υπόκλιση της ζωής του, ένωσε τους οπαδούς της Ρίβερ Πλέιτ και της Μπόκα Τζούνιορς. Για αυτό είναι ευλογημένος εκεί που βρίσκεται. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, όμως, δεν μπορεί να πεθάνει γιατί πολύ απλά, οι «Θεοί» δεν πεθαίνουν.
Στον τάφο του, ήθελε να του γράψουν «Σε ευχαριστώ μπάλα». Ντιεγκίτο, εμείς σε ευχαριστούμε για την μπάλα που πρόσφερες σε όλους εμάς…