Σαν σήμερα, 1 Φεβρουαρίου του 1969, γεννήθηκε ένας εκ των πιο δεινών σκόρερ στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ο λόγος για τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα...
«Είναι αλήθεια και όχι υπερβολή. Μία ημέρα πήγα στην κλινική και ζήτησα από τον γιατρό μου, να μου κόψει τα πόδια. Προτιμούσα να καθίσω σε αναπηρικό καροτσάκι, παρά να συνεχίσω να ζω με αυτούς τους φρικτούς πόνους. Δεν μπορούσα να τους αντέξω άλλο», είχε δηλώσει μεταξύ άλλων στην Marca.
«Ζούσα και ανέπνεα για το ποδόσφαιρο. Τώρα έχω προβλήματα στο να περπατήσω εξαιτίας αυτού. Έδωσα περισσότερα από όσα μπορούσα να δώσω…», είχε τονίσει στο επίσημο περιοδικό της FIFA. Χρόνια μετά την «συνταξιοδότησή» του, ένας άνθρωπος που έγραψε ιστορία στα ιταλικά γήπεδα, που δόθηκε στο ποδόσφαιρο σε επίπεδα θυσίας, σόκαρε τον πλανήτη όταν αναφέρθηκε στο σοβαρότατο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει στα πόδια.
Περί ου ο λόγος; Δεν χρειάζεται όνομα και επίθετο. Αρκεί μια πόλη της Ιταλίας, Φλωρεντία και η ομάδα που εδρεύει εκεί, Φιορεντίνα. Ξέρετε σε ποιον αναφερόμαστε… Είναι τρομερά δυνατή αυτόματη σχεδόν, η σύνδεση που γίνεται στο μυαλό σου με παίκτες που «ερωτεύθηκαν» ένα σύλλογο. Ακόμα κι αν κάποτε χρειάστηκε να αποχωρήσουν από εκείνον, η καρδιά τους παρέμεινε πάντα βαμμένη στα χρώματα του συλλόγου που υπηρέτησαν και με την καρδιά, πέρα από τα πόδια και τη φυσική τους παρουσία στο γρασίδι. Η καρδιά του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, ο οποίος σήμερα (01/02) κλείνει τα 49 του χρόνια, παρέμεινε για πάντα «βιόλα»…
Ο Αργεντινός μπομπέρ παρέλασε από τις Νιούελς Ολντ Μπόις, Ρίβερ Πλέιτ, Μπόκα Τζούνιορς, Ρόμα, Ίντερ, Αλ Αραμπί αλλά ήταν, είναι και θα είναι πάντα «βιόλα». Κι αυτό γιατί όσοι στα 90’s παρακολουθούσαν ποδόσφαιρο και δεν ταυτίστηκαν με τον Ρονάλντο (τον αυθεντικό, το «φαινόμενο») αγάπησαν τον Μπατιστούτα και τη Φιορεντίνα, την Φιορεντίνα του Μπατιστούτα. Εννέα χρόνια, 167 γκολ σε 269 αγώνες, μα κυρίως κάτι άλλο. Που δεν χωράει σε αριθμούς. Δεν είναι μετρήσιμο. Μετριέται μόνο αν ακολουθώντας την γραμμή του αντίχειρα, τοποθετήσεις δυο δάκτυλα κάτω από την ένωση με τον καρπό. Στο σημείο αυτό που περνάει η καρκινική αρτηρία, εκεί μπορείς να μετρήσεις τους καρδιακούς σφυγμούς.
Είναι η αφοσίωση που έδειξε στους «βιόλα» όταν τον είχαν ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τη σεζόν 1993-1994 όταν και ο σύλλογος έπεσε στην Serie B. Αυτή είναι που τον κάνει σημαία της πόλης και έναν από τους θρύλους μιας εποχής που το ποδόσφαιρο άφηνε ακόμα χώρο στο ρομαντισμό.
Ο Θεός όλων των Αργεντινών, Ντιέγκο Μαραντόνα, έχει δηλώσει πως ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα είναι ο καλύτερος σέντερ φορ που έχει δει με τα μάτια του, κάτι που ο ίδιος δεν φανταζόταν, όταν μπόμπιρας ακόμα βοηθούσε τους γονείς του στο οικογενειακό αγρόκτημα και τις ελεύθερες του ώρες προτιμούσε να παίζει… μπάσκετ.
Ο μέχρι πρότινος (τον ξεπέρασε ο Λιονέλ Μέσι το 2016) πρώτος σκόρερ στην Ιστορία της Αλμπισελέστε, ο τεράστιος Γκαμπριέλ Μπατιστούτα είχε κάτι διαφορετικό… ή μάλλον ψέματα, τα είχε όλα: ταχύτητα, τεχνική, ικανότητα να σκοράρει με το κεφάλι, αντίληψη του χώρου, προσωπικότητα, σταθερότητα, πείσμα.
Είχε αλλιώτικο ποδοσφαιρικό στυλ, αλλιώτικη εξωτερική εμφάνιση, αλλιώτικη νοοτροπία. Βλέπεις, όταν είσαι Λατινοαμερικάνος ποδοσφαιριστής (βγάλε απ’έξω τον Ροναλντίνιο) ονειρεύεσαι να γίνεις μεγάλος και τρανός. Να φτάνεις το ταβάνι σου κι ύστερα να το συνθλίβεις, να το προσπερνάς και να συνεχίζεις σε κάποιο ψηλότερο. Αυτά ισχύουν για όλους πέρα από τον…Γκαμπριέλ Μπατιστούτα ο οποίος δεν ήταν και πολύ σίγουρος αν θέλει να κάνει καριέρα στο ποδόσφαιρο, βασικά αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να σπουδάσει.
Τα πρώτα βήματα
Το ότι τον είδαμε εν τέλει να σκίζει τα δίχτυα με τον δικό του «καλλιτεχνικό» τρόπο το οφείλουμε στον Χόρχε Γκρίφα τον υπεύθυνο των ακαδημιών της Νιούελς Ολντ Μπόις. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που τον έπεισε ότι το μέλλον του ήταν στο ποδόσφαιρο. Η πρώτη του ομάδα σε ερασιτεχνικό επίπεδο ήταν η Πλατένσε, μετέπειτα κατέκτησε το τοπικό πρωτάθλημα με τη φανέλα της Ρεκονκίστα (γενέτειρα πόλη του) σκοράροντας δύο γκολ σε βάρος της Νιούελς Ολντ Μπόις.
Όταν του έγινε η πρόταση να πάει στη Νιούελς από την μικτή της πόλης Ρεκονκίστα ο Μπατιγκόλ αρνήθηκε. Η απόσταση ανάμεσα στην πόλη του και το Ροζάριο ήταν μεγάλη. Πώς θα μπορούσε να… διαβάζει; Έπειτα από συνεχείς πιέσεις, δέχτηκε τελικά να μείνει στις εστίες της ομάδας και να πηγαίνει εκεί σχολείο. Θα κάλυπτε τα έξοδα ο σύλλογος. Το 1988, σε ηλικία 19 ετών κάνει, λοιπόν, το ντεμπούτο του στο αργεντίνικο πρωτάθλημα με τη φανέλα της Νιούελς Ολντ Μπόις.
Δεν άργησε να λάμψει το ταλέντο του και η Ρίβερ Πλέιτ έσπευσε αμέσως (1989) να τον κάνει δικό της. Εκεί βεβαία έπεσε πάνω στον Ντάνιελ Πασαρέλα. Οι κόντρες του με το πάλαι ποτέ είδωλό του, τον οδήγησαν όχι απλά εκτός ομάδας μεσούσης της σεζόν, αλλά και στην Μπόκα Τζούνιορς. Εκεί, το 1990, στην μισητή αντίπαλο της Ρίβερ, άφησε πίσω του το κάπως… μουδιασμένο ξεκίνημα και άρχισε να συνδέεται μαγικά με τα δίχτυα! Στο φινάλε της σεζόν εκτός του ότι οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση του πρωταθλήματος (20 γκολ, σε 29 συμμετοχές) πήρε και μια άτυπη εκδίκηση, όταν οι Μπόκα Τζούνιορς και Ρίβερ Πλέιτ αναμετρήθηκαν για το Κόπα Λιμπερταδόρες, με τον Μπατιστούτα να σκοράρει δις, απέναντι στην Ρίβερ και μετά από κάθε γκολ να περνά μπροστά από τον πάγκο της ψάχνοντας να συναντήσει με το βλέμμα του, εκείνο του Πασαρέλα…
Η Μπόκα Τζούνιορς έγινε το σκαλοπάτι για την Εθνική Αργεντινής και η Εθνική Αργεντινής το σκαλοπάτι για τη Φιορεντίνα. Ο μάνατζέρ του, Σετιμιό Αλοίζιο, του είχε πει: «Σε μία εβδομάδα ξεκινάει το Κόπα Αμέρικα, εάν θέλεις να κάνεις πράξη την επιθυμία σου, να παίξεις στο ιταλικό ποδόσφαιρο θα πρέπει να πετύχεις τουλάχιστον έξι γκολ. Βάλε εσύ αυτά τα γκολ και εγώ θα σου χαρίσω το όνειρό σου».
Ο ιππότης της Φιορεντίνα
Το 1991 κάνει το μεγάλο βήμα στην καριέρα του. Η μεταγραφή του κοστίζει στους «βιόλα» 2,3 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά τα άξιζε και με το παραπάνω… Εκεί το όνομά του έγινε ταυτόσημο της λέξης «σέντερ φορ» και ο ίδιος σημαία της Φιορεντίνα. Ο… αλλιώτικος Γκαμπριέλ Μπατιστούτα δεν κοίταξε τη δόξα και τα χρήματα παρόλο που οι προτάσεις από σπουδαίους συλλόγους ήταν πολλές. Έγινε ο ιππότης της Φιορεντίνα και ως όφειλε, τη συνόδευσε στη Serie B και με τα 16 γκολ του σε 26 αγώνες την οδήγησε και πάλι στην πρώτη κατηγορία με προπονητή… τον Κλαούντιο Ρανιέρι. «Ερωτεύτηκα την πόλη και την ατμόσφαιρα και είπα στον εαυτό μου ότι θα μείνω εδώ. Ήταν μια εποχή που με ήθελαν ομάδες όπως η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ» δήλωνε στον Τύπο…
Μπορεί στους άλλους συλλόγους οι πιθανότητες διάκρισης και τίτλων να ήταν φανερά περισσότερες, αλλά τον Μπατιγκόλ τον ενδιέφερε να διακριθεί πρωτίστως με τη Φιορεντίνα. Έτσι κι έγινε. Κατέκτησε το Κόπα Ιτάλια τον Μάιο του 1996, την ίδια χρονιά τρεις μήνες αργότερα έριξε στο καναβάτσο τη Μίλαν και χάρισε στην ομάδα του το ιταλικό Σούπερ Καπ. Έγινε ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για το σύλλογο, πήρε το βραβείο του καλύτερου ξένου ποδοσφαιριστή στην Ιταλία, έγινε ο 11ος σκόρερ στην Ιστορία της Serie A. Την ίδια ώρα οι φίλοι της ομάδας τον βάφτιζαν «Μπατιγκόλ», «Βασιλιάς Λιοντάρι».
Καταλάβαιναν την αφοσίωσή του, την ένιωθαν και φυσικά ανταπέδιδαν με λατρεία και σεβασμό. Γι αυτό εξάλλου ο Μπατιγκόλ είναι για τη Φιορεντίνα ότι ακριβώς ο Μαραντόνα για τη Νάπολι.
Το κλάμα στο Ολίμπικο
Το καλοκαίρι του 2000, ύστερα από 168 γκολ σε 269 συμμετοχές στο πρωτάθλημα με την αγαπημένη του Φιορεντίνα, είχε έρθει η στιγμή της αποχώρησης . Το τριετές περασμά του από τη Ρόμα, που ήταν ο επόμενος σταθμός στην καριέρα του, του χάρισε και το πολυπόθητο Σκουντέτο. Η μεταγραφή του κόστισε 33,8 εκατομμύρια δολάρια, αλλά οι τζιαλορόσι ήθελαν να πλαισιώσουν τους Φραντσέσκο Τότι και Βιντσέντσο Μοντέλα, ήθελαν μία επιθετική τριπλέτα που θα «χόρευε» τις αντίπαλες άμυνες και θα έφερνε το πρωτάθλημα στη Ρώμη για πρώτη φορά μετά το 1983… Το κατάφεραν, με τον Μπατιγκόλ να συμβάλει τα μέγιστα.
Βέβαια στις 26 Νοεμβρίου του 2000 η βραδιά ήταν εφιάλτης για τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιξε αντίπαλος με τη Φιορεντίνα. Η Ρόμα υποδεχόταν τους βιόλα με τους φιλοξενούμενους να αμύνονται εξαιρετικά. Όμως μία και μοναδική στιγμή αδράνειας αρκούσε για τον Μπατιγκόλ και εκείνος με ένα υπέροχο δεξί σουτ «πλήγωσε» τον Τόλντο. Οι οπαδοί ξέσπασαν σε ντελίριο ενθουσιασμού, οι συμπαίκτες του έτρεξαν καταπάνω του. Εκείνος στάθηκε απλώς στο σημείο όπου σκόραρε, με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν πανηγύρισε, οριακά αντέδρασε. Είχε τα μάτια κλειστά, όταν τα άνοιξε η γλώσσα τους, τα είπε όλα. Η ευγενής γλώσσα των ματιών… Είχε πληγώσει την ομάδα που υπηρετούσε για 9 χρόνια με πάθος, λύγισε.
Στην πρωτεύουσα της Ιταλίας αρχίζει να συντίθεται το κύκνειο ποδοσφαιρικό του άσμα. Σιγά σιγά αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους τα προβλήματα στα πόδια του. Τότε ήρθε και ο άστοχος δανεισμός του στην Ίντερ (το 2003). Κλείνει την καριέρα του το 2005 … όχι στην ομάδα της καρδιάς του, όπως περίμεναν πολλοί, αλλά στο Κατάρ και την Αλ-Αραμπί.
Εμφανώς καταπονημένος από τη δύναμη και την εκρηκτικότητα με τις οποίες έμπαινε σε κάθε φάση, το ακατάπαυστο τρέξιμο και τη θέλησή του να βελτιώνεται συνεχώς… οι τένοντες και οι χόνδροι του σχεδόν διαλύθηκαν. Η επέμβαση στους αστραγάλους ήταν επιτακτική ανάγκη, αφού οι πόνοι ήταν ανυπόφοροι. Περνά περίπου 1,5 χρόνος για να δει βελτίωση…
Κεφάλαιο Εθνική Αργεντινής
Όσον αφορά την Αλμπισελέστε, πριν μετακομίσει στη Φιορεντίνα το 1991 ο Μπατιγκόλ πήρε το βάπτισμα του πυρός στο Κόπα Αμέρικα. Σημείωσε δύο γκολ στο ντεμπούτο του κόντρα στη Βενεζουέλα. Αυτή ήταν μόνο η αρχή, καθώς βρήκε δίχτυα ακόμη τέσσερις φορές ενώ στο φινάλε της διοργάνωσης (21 Ιουλίου 1991), η Αργεντινή νίκησε 2-1 την Κολομβία, με τον Μπατιστούτα να πετυχαίνει το καθοριστικό γκολ στο 70ο λεπτό και να χαρίζει το τρόπαιο στην ομάδα του.
Το 1994 στον πρώτο αγώνα του σε Μουντιάλ, πετυχαίνει χατ-τρικ στη νίκη της Αργεντινής με 4-0 επί του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Τον Απρίλιο του 1996, η Αργεντινή επικρατεί της Βολιβίας με 3-1 ο Μπατιστούτα σκοράρει και φτάνει τα 34 γκολ, πιάνοντας στην πρώτη θέση των σκόρερ τον Ντιέγο Μαραντόνα! Δυο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1998, στο ματς κόντρα στην Τζαμάικα γίνεται ο πρώτος παίκτης με δύο χατ-τρικ σε δύο διαφορετικές τελικές φάσεις Μουντιάλ, για να ακολουθήσει στα προημιτελικά ο αποκλεισμός για την Αργεντινή από την Ολλανδία, ενώ στα πρώτα 17 ματς της σεζόν 1998-99 είχε ήδη σημειώσει ισάριθμα τέρματα!
Το 2002, τρία περίπου χρόνια πριν κρεμάσει τα παπούτσια του, ο Γκάμπριελ Μπατιστούτα ξεσπά σε κλάματα… ήταν σε μια αναμέτρηση της Αργεντινής κόντρα στην Σουηδία. Η Αλμπισελέστε αποκλείεται από τη συνέχεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου (τερματίζει τρίτη στο γκρούπ του «θανάτου» με Αγγλία, Σουηδία, Νιγηρία). Ο Μπατιγκόλ στα 33 του με τους φρικτούς πόνους στα πόδια συντροφιά ήξερε ότι εκείνο ήταν το τέλος. Ήταν το τρίτο Μουντιάλ στο οποίο λάμβανε μέρος και το τελευταίο…
Η ζωή μετά το ποδόσφαιρο
Μετά το τέλος της καριέρας του ο Μπατιστούτα μετακόμισε με τη σύζυγο και τα παιδιά του στο Περθ της Αυστραλίας. Επέστρεψε στην Αργεντινή το 2007. Κάμποσα χρόνια αργότερα, το 2014 (δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια από τότε που έφυγε από την ομάδα που αγάπησε όσο λίγοι και από την οποία αγαπήθηκε όσο κανείς), επέστρεψε με κάθε επισημότητα στη Φλωρεντία για να μπει στο Hall of Fame της Φιορεντίνα. Κατά τη διάρκεια της τελετής λύγισε, βούρκωσε, ήταν πολλά τα 9 χρόνια με τη μωβ φανέλα, ακόμα περισσότερα τα γκολ που σημείωσε, ήταν και επίσημα το απόλυτο είδωλο της Curva Fiesole του Αρτέμιο Φράνκι.
«Προς τιμήν του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, αδάμαστου πολεμιστή και πιστού υπηρέτη της καρδιάς» γράφει η επιγραφή στο άγαλμα του που κοσμεί το γήπεδο της Φιορεντίνα.
Δεν ρίζωσε ποτέ στις συνειδήσεις των οπαδών σαν προδότης. Κανείς δεν ξέχασε την 26η Νοεμβρίου του 2000. Όλοι κατάλαβαν γιατί έφυγε. Ήθελα να διεκδικήσει το μόνο που του έλειπε από το Καμπιονάτο. Γι αυτό όταν σκόραρε απέναντι στη Φιορεντίνα και ξέσπασε σε κλάματα τον χειροκρότησε όλο το Ολίμπικο. Είχε κερδίσει επάξια το σεβασμό ολόκληρου το ποδοσφαιρικού πλανήτη.
Είχε το ταλέντο να παίξει σε οποιαδήποτε ομάδα επιθυμούσε. Έπαιξε εννέα χρόνια στην Φιορεντίνα. Έφυγε για να κατακτήσει το Σκουντέτο και ύστερα από πέντε χρόνια κρέμασε τα παπούτσια του. Είχε την εμφάνιση να πρωταγωνιστήσει σε διαφημίσεις και να κυκλοφορήσει με τις πιο εντυπωσιακές γυναίκες. Εκείνος απλά σκόραρε και όταν δεν έφερνε τον δείκτη στο στόμα «διατάζοντας» σιωπή, όταν δεν πήγαινε στο σημαιάκι του κόρνερ να πανηγυρίσει σε στάση προσοχής, πήγαινε στην κάμερα και φώναζε στην γυναίκα του: «Irene, ti amo».
Ήταν το πάθος, οι οπαδοί στις κερκίδες, ήταν οι θυσίες του για να κερδίσει την αγάπη τους, ήταν τα πόδια του που διαλύθηκαν όσο προσπαθούσε να γίνει κομμάτι της Ιστορίας. Δεν ήταν απλά δεινός σκόρερ, ήταν ένας ρομαντικός μπόμπερ. Χρόνια πολλά Μπατιγκόλ!