Κάθε μέρα το τρένο για τη δουλειά είναι ένας μικρός Γολγοθάς.
Ξυπνάς το πρωί με ένα μάτι τηλεσκόπιο, πρησμένος και με καμία όρεξη για δουλειά, φυσικά. Έτσι είναι τα πράγματα και μέσα σου διεξάγεται ένας αιώνιος πόλεμος για το τι καφέ θα πιείς, από πού, τι ώρα και με πόση ζάχαρη.
Τα όνειρα δεν ήταν όνειρα αλλά μία μαύρη πίσσα που έχει κολλήσει στο στήθος, δεν μασάς, κάνεις μία ντρίμπλα στην πρωινή σου Misery Loves Κόπανοι, και μπουκάρεις στο μπάνιο.
Πετάς πάνω σου τα ρούχα, πλένεις δόντι και μούρη, χτενίζεις το μαλλί όπως όπως, πίνεις λίγο νερό να κατέβει η έρημος Σαχάρα η χθεσινή, αρπάζεις τσάντα, ποδήλατο και κλειδιά και ξεπορτίζεις στο Αθηναϊκό χάος που βρυχάται από τις 7 το πρωί.
Συνειδητοποιείς πως δεν έχεις βάλει παπούτσια, γυρνάς, βάζεις παπούτσια και πάμε ξανά, μοτέρ, κάμερα, ήχος…
Ποδηλατείς σαν οστρακόδερμο στα ημιγκρεμισμένα δρομάκια των Εξαρχείων και κάποια στιγμή κι αφού εθελοτυφλείς προς την γενική γκριζάδα και μουντάδα του τσιμεντασιόν, προσγειώνεσαι Ομόνοια, κατεβαίνεις σκάλα και βρίσκεσαι να περιμένεις την κονσέρβα του Τρόμου, δηλαδή το τρένο για Κηφισιά.
Η μόνιμη αγωνία σου είναι αν το τρένο θα είναι μέσα μπλε ή παστέλ. Αν είναι μπλε είσαι κομπλέ μιας και έχει ένα παραπάνω βαγόνι αν είναι παστέλ τον ήπιες και θα γίνεις σαρδελίτσα.
Και ναι είναι το μικρό τρένο, μπουκάρουνε όλοι τελευταίο βαγόνι, περιμένεις με την κίτρινη αστραπή σου να μπεις κι εσύ μέσα, μπαίνεις και τρως και καμιά δεκαριά χριστοπανάγια ξεγυρισμένα επειδή τόλμησες να έχεις μαζί σου αυτό το βρωμόπραγμα το ποδήλατο, σα δεν ντρέπεσαι.
Αρπάζεις κολονάκι με το ένα χέρι και με το άλλο απωθείς τους απανταχού κοιμισμένους που πέφτουνε πάνω σου.
Και κάπου εδώ ξεκινάει το ταξίδι στην Κόλαση. 15 στάσεις και το τρένο να πηγαίνει πιο αργά από κουτσή, πεθαμένη χελώνα. Λες και το κάνανε επίτηδες και παραγγείλανε ότι πιο αργό υπήρχε σε τρένο.
Στην Βικτώρια μπαίνουνε ορδές κόσμου και πέφτουνε πάνω σου, άλλοι τόσοι βγαίνουνε και σε πατάνε, κάποιος γκρινιάζει για το ποδήλατο. Εσύ σφυράς σαν κινέζικο τσαγιερό γιατί δεν θέλεις να τσακωθείς ακόμη δεν έχεις πιεί καφέ.
Ένας ηλικιωμένος τσακώνεται για το τζάμι. Σηκώνεται και το κλείνει. «Κρυώνω» λέει κι είναι μέσα κι έξω 60 βαθμοί. «Άνοιξε το» λέει μία γυναίκα κι αρχίζει τα ουρλιαχτά αλά Μαρία Κάλλας. Κάποιος μπαίνει στη μέση και λέει να ηρεμήσουμε.
Το τρένο είναι ακόμη Άγιο Νικόλαο. Μπουκάρει μία τσιγγάνα με όλο της το βιος βαλμένο πάνω σε ένα καροτσάκι μωρού. Γίνεται το έλα να δεις μέσα στο βαγόνι, ρατσιστικά σχόλια, βρισίδι, γκρίνια, eau de μασχάλ, αερισμοί, εξαερισμοί, ζέστη, κρύο, νύστα.
Κατά Αττική μπουκάρει κάποιος που έχει να πλύνει τα πόδια του από τότε που ο Όθων ο Ά κατέφθασε με το μπιμπερό του στο Ελλάντα. Είμαστε όλοι με χρωματάκι προσώπου σαν κρεμ μπρουλέ από την αηδία, κάποιοι κλείνουνε μύτες, άλλοι ευχαριστούνε το Θεό για τον Κορονοϊό που τους έστειλε μαζί και τις μάσκες, αλλά έλα όμως που δεν φτάνει μία μασκούλα να σου κόψει όλο αυτό το κύμα μπόχας που έρχεται από κάποιανού τα πόδια.
Τελικά μία γυναίκα ουρλιάζει: ΠΛΕΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΠΟΔΑΡΑΚΙ.
Το βρωμερό Χόμπιτ, κι αυτό το συνειδητοποιούμε από τη μπόχα που φεύγει κι αυτή, κατεβαίνει Μαρούσι.
Δόξα σοι. Όλοι παίρνουμε βαθιές ανάσες να αναπληρώσουμε το οξυγόνο που χάσαμε για πέντε στάσεις.
Μία ορδή από πιτσιρίκια μπουκάρουνε μέσα στο ΟΑΚΑ κι αρχίζουνε τα ταρζανιλίκια. Είναι λες και δεν έχουνε ξαναδεί κόσμο, είναι λες και ήρθανε κατευθείαν από κάποιο συνέδριο του Μόγλη.
«Εγώ θα γίνω αξιωματικός για να έχω και όπλο» λέει ο ένας.
«Τι θα το κάνεις το όπλο» λέει ο άλλος.
«Είναι γκομενομαγνήτης».
Εγώ αρχίζω να πιστεύω και πάλι στον Σωτήρα μιας και το τρένο έχει σχεδόν πάρει τη στροφή μετά το ΚΑΤ, προσεύχομαι κι ευχαριστώ το Θεούλη που ακόμη υπάρχω και ζω.
Κατεβαίνω Κηφισιά και μπροστά μου είναι τα καλόπαιδα τα Μόγλικα. Δεν έχουνε καν εισιτήριο. Τους ανοίγω με την κάρτα μου (ναι τόσο ήρωας είμαι) και λέω στον Αξιωματικό Γκομενιάρη:
«Πάρε σκύλο καλύτερα».
Εκείνος με κοιτάει μ’ εκείνο το επίδοξο βοδίσιο βλέμμα της Εφηβικής Επικίνδυνης (Η)Λίθης (σικ) το οποίο με στέλνει κατευθείαν προς τη σκάλα μαζί με το ποδηλατάκι μου, φοβούμενος πως αν κάτσω να του εξηγήσω τότε μπορεί και να μην φτάσω ποτέ στη δουλειά σήμερα αλλά να πάω μία στάση πίσω στο ΚΑΤ με σπασμένα δόντια και γυαλιά.