Ταυτισμένος περισσότερο από κάθε άλλον με τον ρόλο του Βρετανού κατασκόπου με την αλαζονική αυτοπεποίθηση που ενσάρκωνε οτιδήποτε σήμερα θεωρούμε μη αποδεκτό όπως η βία και ο άφατος σεξισμός, απολαμβάνει τη συνταξιοδότησή του στις Μπαχάμες, συσσωρεύοντας εκατομμύρια, παίζοντας γκολφ και πίνοντας dry martini λίγο πριν κλείσει τα 90 του χρόνια στο πλευρό της Γαλλίδας συζύγου του
Ήταν ακριβώς πριν είκοσι χρόνια, τον Ιούλιο του 2000, όταν κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό του Εδιμβούργου ο Σον Κόνερι φορώντας το σκοτσέζικο κιλτ του με κάθε επισημότητα γονάτισε μπροστά στη βασίλισσα Ελισάβετ η οποία άγγιξε τους ώμους του ελαφρά με ένα σπαθί και τον έχρισε Ιππότη του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Ήταν μια από τις πιο τιμητικές ημέρες της ζωής μου», δήλωσε ο ίδιος τότε, αν και ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, παρά το ότι πάντοτε ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος για την καταγωγή του, κατά τη διάρκεια της μακράς διαδρομής του στη λεωφόρο της δόξας, έχει κατά καιρούς επιλέξει να ζει σε διάφορα σημεία της υφηλίου, αλλά όχι στα τιμημένα Highlands.
Ενώ έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση από το 2003, πρόσφατα το όνομά του βρέθηκε και πάλι στην επικαιρότητα όταν βγήκε προς πώληση η πρώην κατοικία του στη Νίκαια της Γαλλίας.
Εκεί ζούσε επί σχεδόν μια δεκαετία, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του τη Γαλλίδα ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν που κατάγεται από την περιοχή και με την οποία παντρεύτηκε το 1975.
Όπως επιβεβαιώνουν και οι περίοικοι, η εντυπωσιακή Villa Le Roc Fleuri που έχει φύγει από την ιδιοκτησία του Σερ Σον Κόνερι εδώ και σχεδόν 40 χρόνια, διατηρεί ακόμη τον χαρακτηρισμό «το σπίτι του Σον Κόνερι» και με αυτή την… ιδιότητα βρέθηκε στην αγορά ακινήτων με τιμή εκκίνησης τα 30 εκατομμύρια ευρώ.
Πρόκειται για μια εξαώροφη έπαυλη 1000 τετραγωνικών μέτρων του μεσοπολέμου σε στυλ Belle Epoque με πανέμορφους κήπους, χτισμένη στους καταπράσινους λόφους της πλούσιας συνοικίας Cap de Nice, με τεράστιες βεράντες και συγκλονιστική θέα στη Γαλλική Ριβιέρα.
Περιλαμβάνει οκτώ υπνοδωμάτια, οκτώ μπάνια, ευρύχωρο χωλ, μια μεγάλη τραπεζαρία, καθημερινό καθιστικό με παράθυρα που εκτείνονται από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα, γυμναστήριο, spa, μια εσωτερική πισίνα καθώς και μια εξωτερική με θαλασσινό νερό χτισμένη στην εσοχή ενός βράχου που κρέμεται πάνω από την ακτή.
Μέσα στο οικόπεδο που αγγίζει τα 5000 τετραγωνικά μέτρα οι τελευταίοι ιδιοκτήτες πρόσθεσαν ακόμα δυο ανεξάρτητες κατοικίες που χρησιμοποιούνται ως ξενώνες.
Στα plus για τους επίδοξους αγοραστές είναι σίγουρα και η πληροφορία ότι η βίλα εμφανίζεται στην τελευταία ταινία του Κόνερι ως Μποντ «Never Say Never Again». Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι τον τίτλο της ταινίας πρότεινε η Μισελίν Ροκμπρίν και σχετίζεται περισσότερο με την πραγματικότητα παρά με το σενάριο.
Όπως έχει γίνει γνωστό από δημοσιεύματα, μολονότι η φήμη του Κόνερι είχε εκτοξευθεί χάρη στον κομψευόμενο γυναικοκατακτητή -και σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα άκρως σεξιστή– πράκτορα του Ίαν Φλέμινγκ, ο ηθοποιός κάποια στιγμή βαρέθηκε, σιχάθηκε και μίσησε το κινηματογραφικό του alter ego, με αποτέλεσμα να δηλώσει με στόμφο το 1971 ότι το «Diamonds Are Forever» θα ήταν η τελευταία του ταινία ως Τζέιμς Μποντ.
Ωστόσο, το 1983, επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη ως 007 στις υπηρεσίες της ΙΜ6 και της βασίλισσας. Ίσως λοιπόν να μην υπήρχε καταλληλότερος τίτλος από το «Ποτέ μη ξαναπείς Ποτέ» για την ταινία που ολοκλήρωσε τη «θητεία» του πιο λαοφιλούς ήρωα του Σον Κόνερι. Άλλωστε, στο συλλογικό ασυνείδητο, ο 007 είναι περισσότερο συνδεδεμένος με τον Σκώτο ηθοποιό περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηθοποιό που τον έχει ενσαρκώσει.
Τα τελευταία -πολλά- χρόνια της συνταξιοδότησής του, ο γιος της καθαρίστριας και του οδηγού νταλίκας από το Εδιμβούργο που μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς τουαλέτα και παράτησε το σχολείο στα 13 του για να δουλέψει ακόμη και ως γαλατάς για ένα διάστημα, ζει μόνιμα σε μια παραδεισένια έπαυλη στις εξωτικές Μπαχάμες, μέσα σε ένα γήπεδο του γκολφ, όπως χαρακτηριστικά αποκάλυψε ο ηθοποιός γιος του σε συνέντευξη.
Άλλωστε, η περιοχή δεν του ήταν άγνωστη καθώς είχε βρεθεί εκεί και στο παρελθόν για τις ανάγκες όχι μίας αλλά δυο ταινιών του Τζέιμς Μποντ («Thunderball» και «Never Say Never Again»). Στο πιο πρόσφατο παρελθόν πόζαρε εκεί και για τον φακό της Άνι Λίμποβιτς πάνω σε μια προβλήτα μαζί με ένα σακβουαγιάζ Louis Vuitton για την καμπάνια του The Climate Project στην οποία συμμετείχε και ο διάσημος οίκος.
Τα γυρίσματα του εμβληματικού «Goldfinger» με την ultra sexy «Πούσι Γκαλόρ» (Όνορ Μπλάκμαν) το 1964 αποδείχθηκαν ορόσημο για τη ζωή του καθώς τα εντατικά μαθήματα γκολφ που χρειάστηκε να κάνει ώστε να αποκτήσει την άνεση ενός επαγγελματία στο κινηματογραφικό πανί, τον έκαναν να αγαπήσει με πάθος το άθλημα. Τόσο μάλιστα, ώστε στο μέλλον να επιλέγει και τόπο διαμονής ανάλογα με την πρόσβαση σε γήπεδα και σχετικές εγκαταστάσεις.
Αυτός ήταν και ο λόγος που μετά την πώληση της βίλας στη Γαλλική Ριβιέρα που αυτή τη στιγμή αναζητά αγοραστή, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Σον Κόνερι μετακόμισε με τη Ροκμπρίν σε μια εξίσου πολυτελή έπαυλη στην Μαρμπέγια της νότιας Ισπανίας, στην οποία παρέμειναν ως το 1999.
Τα 72 διαμερίσματα που χτίστηκαν στη θέση της βίλας, όταν την πούλησε, ωστόσο, και ίσως κάποιοι ατυχείς χειρισμοί έμπλεξαν τόσο τον ίδιο, όσο και τη σύζυγό του σε ένα σκάνδαλο ακινήτων στο πλαίσιο του οποίου κατηγορήθηκαν ακόμα και για απάτη.
Ευτυχώς, το 2014, ο Κόνερι απαλλάχθηκε με δικαστική απόφαση από κάθε κατηγορία καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ανάμιξή του.
Αν και από τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο από το 1962 μέχρι και το 1973 όταν το όνομά του προκαλούσε παραλήρημα στο γυναικείο κοινό απέκτησε έναν γιο, τον Τζέισον, ποτέ δεν είχε ιδιαιτέρως στενές επαφές μαζί του.
Ίσως γι αυτό βεβαίως να έφταιγε το γεγονός ότι ο χωρισμός τους υπήρξε άσχημος, με την Νταϊάν να του καταλογίζει στην αυτοβιογραφία της ψυχολογική αλλά και σωματική κακοποίηση. Τους ισχυρισμούς της δυστυχώς, ενίσχυαν σκόρπιες δηλώσεις του Κόνερι κατά καιρούς που έδειχναν τη ροπή τους προς ένα macho lifestyle σύμφωνα με το οποίο ένα χαστούκι δεν ισοδυναμεί με βία.
Όταν έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν επικροτεί τη βία σε καμία της μορφή, ήταν πλέον αργά.
Το ίδιο χλιαρές όμως μοιάζουν να είναι οι σχέσεις του και με τον εγγονό του, Ντάσιελ, τον γιο του Τζέισον. Ενδεικτικό είναι ότι στην τελετή της χειροτόνησής του από την Ελισάβετ στο Εδιμβούργο οι μόνοι που τον συνόδευαν ήταν η δεύτερη σύζυγός του και ο αδερφός του Νιλ.
Αντιθέτως, φαίνεται να τα πηγαίνει εντυπωσιακά καλά με την 24χρονη εγγονή της Μισελίν, κόρη του γιου της από προηγούμενο γάμο, η οποία κάνει καριέρα ως influencer στη βιομηχανία της μόδας με το όνομα Σάσκια Κόνερι.
Η Σάσκια είναι μια δραστήρια σοσιαλιτέ, που εδώ και δύο χρόνια έχει δεσμό με τον 32χρονο γιο ενός Αυστριακού μεγιστάνα στον τραπεζικό τομέα και ιδιοκτήτη μιας τεράστιας εταιρίας εμφιαλώσεως νερού.
Οι πιο πρόσφατες φωτογραφίες της, δε, είναι από τις ημέρες της καραντίνας κατά τη διάρκεια των οποίων έκανε και διακοπές στο σπίτι του συντρόφου της -τι σύμπτωση- στις Μπαχάμες. Ενώ σε όλα τα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου αναφέρεται με το επώνυμο του εξ αγχιστείας παππού της, πουθενά δεν υπάρχουν λεπτομέρειες που να υποδηλώνουν ότι έχει προηγηθεί επίσημη υιοθεσία ή να εξηγούν με οποιονδήποτε τρόπο το παράδοξο…
Στις 25 Αυγούστου ο Σον Κόνερι θα γίνει 90 ετών, έχοντας ζήσει τα πάντα.
Κατάφερε να ξεφύγει από την καταδικασμένη στην απόλυτη ένδεια μοίρα του, και μέσα από τους ρόλους τους να βιώσει την αποθέωση και να αποκτήσει ένα Όσκαρ, αμέτρητα βραβεία και τίτλο ευγενείας.
Παράλληλα πέτυχε τη δημιουργία μιας αμύθητης περιουσίας που του επιτρέπει μέχρι σήμερα να περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στην πολυτέλεια, παίζοντας γκολφ και -σίγουρα- πίνοντας κάπου κάπου κι ένα dry martini, shaken -not stirred, στο οποίο είχε τόση αδυναμία και ο Μποντ. Ο Τζέιμς Μποντ.