Ωστόσο, στην πρόβλεψη αυτή δεν έχουν συνυπολογιστεί οι θετικές επιπτώσεις από το πακέτο στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ύφεση της τάξεως του 7,5% για το 2020 και ανάπτυξη 5,1% για το 2021 προβλέπει η Εθνική Τράπεζα στην ανάλυση που δημοσίευσε σήμερα για την ελληνική οικονομία. Οι προβλέψεις αυτές δεν συνυπολογίζουν πάντως τις θετικές επιπτώσεις από το πακέτο στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση, η έγκαιρη αποτίμηση των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήσεις και νοικοκυριά αντιδρούν στην άρση των περιοριστικών μέτρων αποκτούν αυξανόμενη σπουδαιότητα για τη λήψη οικονομικών και επιχειρηματικών αποφάσεων και τη χάραξη πολιτικής.
Οι περισσότεροι από τους συμβατικούς οικονομικούς δείκτες που εμφανίζουν υψηλή συσχέτιση με το ΑΕΠ ή τα επιμέρους συστατικά του (λ.χ. βιομηχανική παραγωγή, λιανικές πωλήσεις, δημοσιονομικά στοιχεία, στοιχεία εισαγωγών-εξαγωγών) δημοσιεύονται με σημαντική χρονική υστέρηση, καθιστώντας επιτακτική την αξιοποίηση συμπληρωματικής πληροφόρησης, που είναι διαθέσιμη πιο έγκαιρα και με μεγαλύτερη συχνότητα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας μικρός μόνο αριθμός δεικτών αντέδρασε άμεσα και σε βαθμό που αντιστοιχούσε στο μέγεθος της διαταραχής. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: α) οι δείκτες κινητικότητας (δεδομένα «Αναφοράς Κινητικότητας Κοινότητας για τον COVID-19» από την Google), β) τα στοιχεία χρηματοοικονομικών συναλλαγών, τα οποία είναι διαθέσιμα, τουλάχιστον, σε εβδομαδιαία συχνότητα, με πολύ μικρή χρονική υστέρηση (μία έως δύο εβδομάδες από την περίοδο αναφοράς τους), και γ) τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ (που δημοσιεύονται μηνιαία αλλά καταρτίζονται σε ημερήσια συχνότητα).
Οι ίδιοι δείκτες που διέγνωσαν έγκαιρα τη βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται σε σταθερή τροχιά βελτίωσης από τα μέσα Μαΐου και ειδικά τον Ιούνιο. Συγκεκριμένα, οι επιμέρους δείκτες κινητικότητας αλλά και τα στοιχεία των χρηματοοικονομικών συναλλαγών έχουν επιστρέψει σε επίπεδα αντίστοιχα με το 1ο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, πριν, δηλαδή, την επιβολή των περιορισμών.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ καταρτίζει και επικαιροποιεί προβλέψεις του ΑΕΠ, σε συστηματική βάση, με δυο εναλλακτικές μεθοδολογίες, προκειμένου να αξιοποιήσει τη διαθέσιμη πληροφόρηση στο μέγιστο δυνατό βαθμό, συνδυάζοντας δείκτες υψηλής συχνότητας με τους παραδοσιακούς δείκτες συγκυρίας. Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο (Factor/Principal Component Analysis) που οδηγεί στην κατάρτιση μηνιαίου δείκτη, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε στο -21,0% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, με το ρυθμό μείωσης, στη συνέχεια, να επιβραδύνεται στο -10,0% ετησίως το Μάιο και περαιτέρω στο -4,7% ετησίως τις δύο πρώτες εβδομάδες του Ιουνίου – με περιορισμένη, εντούτοις, ενσωμάτωση των δεικτών που σχετίζονται με τουριστικές υπηρεσίες. H συγκεκριμένη τάση μεταφράζεται σε μέση συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά περίπου 12,0% το 2ο τρίμηνο.
Παρόμοια εκτίμηση για μέση ύφεση περίπου 15,0% ετησίως το 2ο τρίμηνο του 2020 προκύπτει και από τη δεύτερη μεθοδολογία, ο δείκτης της οποίας βασίζεται σε παλινδρόμηση με μεταβλητές μεικτής συχνότητας (MIDAS), καθώς ενσωματώνει σταδιακά τις νέες πληροφορίες που δημοσιοποιούνται και παρέχει πρόβλεψη του ΑΕΠ τριμήνου.
Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω ευρήματα με προβλέψεις που προκύπτουν από άλλα εμπειρικά υποδείγματα της Τράπεζας, τόσο σε ορίζοντα έτους όσο και μεσοπρόθεσμα – τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και δημοσιονομικές επιδράσεις – ο μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ προβλέπεται να διαμορφωθεί στο -7,0% ετησίως το 2ο εξάμηνο του 2020, ανακάμπτοντας, ωστόσο, σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση κατά 7,1% την ίδια περίοδο.