Συμβόλαια εκατομμυρίων δολαρίων και τεράστιες ανατιμήσεις φαρμάκων στο πλαίσιο μιας όλο και πιο μονοπωλιακής σχέσης
Έχοντας ρίξει όλες τις δυνάμεις της στην προσπάθεια ανάπτυξης εμβολίου για τον κοροναίό, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε αυτό το μήνα ότι μια από τις μεγαλύτερες συμβάσεις της για την αντιμετώπιση της πανδημίας θα συναφθεί με την άγνωστη εταιρεία βιοασφάλειας, Emergent BioSolutions. «Οι κατασκευαστικές ικανότητες της Emergent θα ανοίξουν το δρόμο», δήλωσε ο υπουργός υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών Άλεξ Αζάρ.
Η συμφωνία 628 εκατομμυρίων δολαρίων με σκοπό τη συνδρομή στην ανάπτυξη αποτελεσματικού εμβολίου επιβεβαίωσε το στάτους της Emergent ως του πλέον υψηλά αμειβόμενου και σημαντικού εργολάβου του υπουργείου για την προετοιμασία απέναντι σε κινδύνους δημόσιας υγείας και τη διατήρηση των αποθεμάτων ιατρικών προμηθειών έκτακτης ανάγκης της χώρας.
Η Emergent είναι εδώ και καιρό ο μοναδικός πάροχος του εμβολίου BioThrax κατά του άνθρακα, της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Όμως για πάνω από μια δεκαετία, η εταιρεία έχει αποκτήσει ανταγωνιστές στον τομέα της βιο-άμυνας και στις θεραπείες για την ευλογιά, την αλλαντίαση και άλλες απειλές. Μοναδικός αγοραστής τέτοιου είδους προϊόντων είναι το δημόσιο.
Αυτή τη στιγμή, η Emergent είναι ο μοναδικός κατασκευαστής αρκετών φαρμάκων που η κυβέρνηση θεωρεί απαραίτητα για το Στρατηγικό Εθνικό Απόθεμα και το δημόσιο είναι ο βασικός πελάτης της εταιρείας.
Τι αποκάλυψε έρευνα
Έρευνα της Washington Post ανακάλυψε ότι η στρατηγική της Emergent έχει επιβραβευθεί με μια σειρά τεράστιων συμβολαίων με την κυβέρνηση Τραμπ, τα οποία δίνουν έμφαση στη βιο-άμυνα κατά τις προετοιμασίες για μια παγκόσμια πανδημία. Όμως η κυριαρχία της εταιρείας έχει δημιουργήσει νέους κινδύνους για την ετοιμότητα του συστήματος υγείας, σύμφωνα με έγγραφα πρώην κυβερνητικών στελεχών.
Η παγίωση της βιομηχανίας έχει δημιουργήσει «ευάλωτες περιοχές στην εφοδιαστική αλυσίδα», ενώ παράλληλα έχει αυξήσει τον κίνδυνο «φουσκωμένων» τιμών, εξαιτίας της απουσίας ανταγωνισμού, αναφέρει απόρρητη έκθεση που βρίσκεται στη διάθεση της Washington Post. Η έκθεση, την οποία είχε παραγγείλει η υπηρεσία ετοιμότητας του υπουργείου υγείας, αποτιμά τη σχέση της κυβέρνησης με τον ιδιωτικό τομέα και αναφέρει την Emergent ως κύριο παράδειγμα αυξημένης συγκέντρωσης στην προμήθεια «ιατρικών αντίμετρων» μεταξύ των οποίων και τα εμβόλια.
Σύμφωνα με αρχεία και αναφορές, η Emergent διαπραγματεύτηκε αυξήσεις τιμών με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για το απόθεμα φαρμάκων που είχε δημιουργήσει αγοράζοντάς τα από ανταγωνίστριες εταιρείες.
Ο συμβουλευτικός ρόλος της Emergent για τις δαπάνες βιο-άμυνας εδώ και πάνω από μια δεκαετία, έχει ενισχυθεί από συμμάχους με επιρροή στην Ουάσινγκτον αλλά και μέσα από τη διοχέτευση εκατομμυρίων δολαρίων σε ομάδες πίεσης.
Τα ετήσια έσοδα της εταιρείας έχουν αυξηθεί από τα 235 εκατομμύρια για το 2009 στο 1,1 δισεκατομμύριο δολάρια μια δεκαετία αργότερα, ενώ μεγάλο μέρος των εργολαβιών της για την αμερικανική κυβέρνηση της αποδόθηκαν χωρίς ανταγωνισμό. Επί κυβέρνησης Τραμπ, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, η κυβέρνηση πλήρωσε στην Emergent περισσότερα από 894 εκατομμύρια δολάρια, περισσότερα από τα διπλάσια χρήματα από ό,τι είχε αποδώσει σε οποιονδήποτε άλλο εργολάβο. Σε αυτό το διάστημα, η εταιρεία λάμβανε περισσότερο από το 1/6 των δαπανών του υπουργείου υγείας των ΗΠΑ.
Μια πορεία που γεννά ερωτήματα
Πριν την πανδημία του κοροναϊού, και ενώ ακόμη λειτουργούσε με την επωνυμία BioPort Corp., η εταιρεία ήταν ο αποκλειστικός πάροχος του εμβολίου BioThrax κατά του άνθρακα, με το οποίο ο αμερικανικός στρατός εμβολίαζε τους στρατιώτες του. Η χρήση του είχε σταματήσει μετά από παράπονα για παρενέργειες και έρευνα για την ασφάλειά του.
Το 2004, στη σκιά των νέων συνθηκών που προέκυψαν από την 11η Σεπτεμβρίου, η αμερικανική κυβέρνηση εισήγαγε ρυθμίσεις που ενθάρρυναν τον ιδιωτικό τομέα στην ανάπτυξη φαρμάκων που δεν θα μπορούσαν να διοχετεύσουν στην αγορά.
Τότε η BioPort άλλαξε την επωνυμία της σε Emergent και μετακίνησε τα κεντρικά γραφεία της από το Μίσιγκαν στο Μέριλαντ. Ακόμη και έτσι, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει το συμβόλαιο των νέων εμβολίων κατά του άνθρακα που θα απαιτούσαν λιγότερες δόσεις.
Τότε δημιούργησαν ομάδες πίεσης, προσλαμβάνοντας 50 άτομα. Ανάμεσά τους και δύο πρώην βοηθοί του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Ντικ Τσέινι.
Αυτά τα 50 άτομα επέκριναν το εμβόλιο και τις μεθόδους της VaxGen, η οποία είχε κερδίσει την εργολαβία, αναφέρονταν σε προβληματικά αποτελέσματα στα πρώτα στάδια των δοκιμών και παρότρυναν τους βουλευτές να αιτηθούν την αγορά του εμβολίου της Emergent, του BioThrax.
Η κυριαρχία της Emergent
Μέσα σε δυο χρόνια, και χρησιμοποιώντας για αυτό το σκοπό ακόμη και ανακριβή αρθρογραφία, η Emergent κυριάρχησε. Ο Λευκός Οίκος και το Κογκρέσο διέκοψαν τη χρηματοδότηση της VaxGen και η Emergent σύναψε με το αμερικανικό δημόσιο συμβόλαια 243 εκατομμυρίων δολαρίων για το εμβόλιο BioThrax.
Τον Μάιο του 2008, η Emergent αγόρασε τα δικαιώματα για το εμβόλιο της VaxGen κατά του άνθρακα έναντι 2 εκατ. δολαρίων. Μέχρι σήμερα παραμένει μοναδικός πάροχος εμβολίων άνθρακα της αμερικανικής κυβέρνησης.
Μέχρι το 2010, η εταιρεία αποκόμιζε ετήσια έσοδα που ξεπερνούσαν τα $250,000,000, πουλώντας μόνο ένα προϊόν σε μόνο έναν πελάτη – την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Το γεγονός αυτό τράβηξε την προσοχή του Σκοτ Λίλλυ, ενός πρώην έμπειρου μέλους της Επιτροπής Πιστώσεων, ο οποίος είχε περάσει δεκαετίες ελέγχοντας κυβερνητικά προγράμματα και δαπάνες. Εκείνη την εποχή, ο Λίλλυ είχε συνταξιοδοτηθεί και συμμετείχε σε μια προοδευτική ΜΚΟ.
Διαβάζοντας την ετήσια έκθεση της εταιρείας προς την Επιτροπή Ασφάλειας και Συναλλάγματος, παρατήρησε ότι η Emergent πουλούσε το BioThrax στην αμερικανική κυβέρνηση με κέρδος… 500%. Όπως σημείωσε στην έκθεσή του για την ΜΚΟ Center for American Progress, ακόμη και το μισό περιθώριο κέρδους θα ήταν παράξενο.
Η Emergent εξήγησε στον Λίλλυ ότι η κατασκευή του εμβολίου απαιτεί από την εταιρεία την ανάληψη υψηλού ρίσκου, επομένως η αξία αγοράς του ήταν δίκαια και «στηριγμένη σε ανεξάρτητες διαπραγματεύσεις μεταξύ δύο υπηρεσιών της κυβέρνησης των ΗΠΑ», σημειώνει ο Λίλλυ στην έκθεσή του.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, η Emergent σημείωσε τεράστια ανάπτυξη, αποκτώντας τουλάχιστον επτά ιατρικές θεραπείες που θεωρούνται απαραίτητες για τα κρατικά αποθέματα, σύμφωνα με έκθεση.
Μάλιστα, το εμβόλιο της ευλογιάς, το οποίο ως τότε παρείχε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ η καναδική εταιρεία Cangene Corp μέσω πενταετούς συμβολαίου 89 εκατ. Δολαρίων, πλέον αγοράζεται βάσει δεκαετούς συμβολαίου με την Emergent αξίας… 600 εκατ. δολαρίων.
Αντίστοιχες αυξήσεις έχουν σημειωθεί και σε άλλα φάρμακα, με την Emergent να τις στηρίζει στην αύξηση του κόστους των υλικών.
Ο ρόλος των ομάδων πίεσης
Οι ομάδες πίεσης της Emergent, οι οποίες αυξάνονται με τα χρόνια με στόχο την μετατροπή της σε μονοπώλιο, έγιναν αρκετά ισχυρές ώστε κατά καιρούς να «πνίξουν» με το μήνυμά τους για βιολογικό πόλεμο τις προειδοποιήσεις των ειδικών γα κίνδυνο πανδημίας, λέει ο Ζωρζ Μπέντζαμιν, γενικός διευθυντής της Αμερικανικής Ένωσης Δημόσιας Υγείας.
Σύμφωνα με αποκαλύψεις της Washington Post, η Emergent είχε αναπτύξει σχέσεις και με μέλη της επιτροπής για την ετοιμότητα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και συγκεκριμένα με τον Κάντλεκ, ο οποίος εξ αρχής ήταν της άποψης ότι ο βιολογικός πόλεμος αποτελούσε μεγαλύτερη απειλή από μια πιθανή πανδημία.
Τον Ιανουάριο, η Emergent ανακοίνωσε στους επενδυτές ότι το μέλλον της προβλεπόταν λαμπρό, αναφέροντας ότι σκοπεύει να διπλασιάσει τα έσοδά της στα 2 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο μέχρι το 2024.
Στην ίδια παρουσίαση περιέγραφε τις απειλές δημόσιας υγείας – μεταξύ αυτών και τα λοιμώδη νοσήματα και οι πιθανές επιθέσεις βιολογικού πολέμου – ως… επενδυτική ευκαιρία άνω των 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων.