Η συλλογική ανοσία μπορεί να διαφέρει από μέρος σε μέρος, εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως η πυκνότητα του πληθυσμού και η συχνότητα των κοινωνικών επαφών
Μακρύς φαίνεται πως θα είναι ο δρόμος εως ότου οι χώρες του πλανήτη -και η ανθρωπότητα συνολικά- αποκτήσουν συλλογική ανοσία («αγέλης») έναντι του νέου κορονοϊού SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο Covid-19. Αυτό προκύπτει από τα ευρήματα των έως τώρα δειγματοληπτικών ερευνών μέσω τεστ αντισωμάτων που έχουν γίνει σε διάφορες πόλεις και δείχνουν ότι μέχρι σήμερα το ποσοστό του πληθυσμού με ανοσία είναι μάλλον μονοψήφιο σε πολλές περιπτώσεις. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι για να επιτευχθεί συλλογική ανοσία, ώστε πλέον οι πολλοί που έχουν νοσήσει και έχουν πια αναπτύξει αντισώματα να λειτουργούν ως ασπίδα για όσους δεν έχουν μολυνθεί, πρέπει το ποσοστό των λοιμώξεων να φθάσει τουλάχιστον το 60% του πληθυσμού μίας χώρας (ίσως και έως το 80%), άρα και του παγκόσμιου πληθυσμού. Σήμερα, ο κόσμος απέχει πολύ από αυτόν τον στόχο, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
Ενδεικτικά, οι έως τώρα έρευνες έχουν εκτιμήσει τα εξής επίπεδα ανοσίας για τον πληθυσμό μεγάλων πόλεων (σε παρένθεση η ημερομηνία ανακοίνωσης): Βαρκελώνη 7,1% (13 Μαΐου), Στοκχόλμη 7,3% (20 Μαΐου), Βοστώνη 9,9% (15 Μαΐου), Γουχάν Κίνας 10% (20 Απριλίου), Μαδρίτη 11,3% (13 Μαΐου), Λονδίνο 17,5% (21 Μαΐου), Νέα Υόρκη 19,9% (2 Μαΐου). Όμως, αυτά τα ποσοστά είναι εκτιμήσεις και μπορεί κάλλιστα να υπερεκτιμούν το επίπεδο ανοσίας του πληθυσμού. Στη Γουχάν π.χ. το ποσοστό αντισωμάτων 10% υπολογίστηκε μόνο σε όσους εργαζόμενους επέστρεψαν στην εργασία τους και έκαναν τεστ, αλλά όχι στο σύνολο του πληθυσμού της πόλης.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων παραμένει ευάλωτη απέναντι στον ιό, γι’ αυτό, άλλωστε, θεωρείται πιθανό ένα δεύτερο ή και τρίτο επιδημικό κύμα μέσα στους επόμενους μήνες. Ακόμη και χώρες που πειραματίστηκαν με πιο χαλαρά μέτρα και αποφυγή lockdown, όπως η Βρετανία (στην αρχική φάση) και η Σουηδία (σε μόνιμη βάση), σε μία προσπάθεια να «χτίσουν» ανοσία στον πληθυσμό τους έστω και με τίμημα περισσότερες ζωές κατά το πρώτο επιδημικό κύμα, δεν φαίνεται να έχουν πετύχει την αναμενόμενη ανοσία που προσδοκούσαν.
Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, η συλλογική ανοσία «είναι απίθανο να επιτευχθεί σύντομα», σύμφωνα με τον επιδημιολόγο Μάικλ Μίνα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Ένα επίπεδο ανοσίας μικρότερο του 60% μπορεί να επιβραδύνει την εξάπλωση τους κορονοϊού, αλλά όχι να αποτρέψει οριστικά ένα μελλοντικό μεγάλο νέο ξέσπασμα της νόσου. «Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έχουμε κάποιο καλό τρόπο για να χτίσουμε ανοσία με ασφάλεια, τουλάχιστον όχι βραχυπρόθεσμα. Εκτός και αν αφήσουμε τον ιό ανεξέλεγκτο ξανά, όμως νομίζω ότι η κοινωνία έχει αποφασίσει πως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί διαθέσιμη επιλογή», τόνισε ο δρ Μίνα.
Τα ορολογικά τεστ αντισωμάτων δεν έχουν την αναγκαία ακρίβεια ακόμη, αλλά -αν ληφθούν υπόψη από κοινού- δίνουν μία αρκετά καλή αίσθηση του πόσο γρήγορα ο κορονοϊός πραγματικά έχει εξαπλωθεί (κάτι που δεν μπορούν να κάνουν τα μοριακά διαγνωστικά τεστ), σύμφωνα, με τον καθηγητή βιολογίας Καρλ Μπέργκστρομ του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον.
Το «κατώφλι» της συλλογικής ανοσίας μπορεί να διαφέρει από μέρος σε μέρος, σύμφωνα με τους επιστήμονες, εξαρτώμενο από διάφορους παράγοντες, όπως η πυκνότητα του πληθυσμού και η συχνότητα των κοινωνικών επαφών, αλλά υπάρχει σχετική επιστημονική συναίνεση πως δύσκολα μπορεί να είναι κάτω από 60% του πληθυσμού. Όλες, πάντως, οι εκτιμήσεις για τη συλλογική ανοσία βασίζονται στην υπόθεση ότι μία παρελθούσα λοίμωξη θα προστατεύσει τους ανθρώπους από το να νοσήσουν για δεύτερη φορά, κάτι που μένει να αποδειχθεί στην περίπτωση της Covid-19, καθώς επίσης να διαπιστωθεί πόσο θα διαρκεί αυτή η φυσική ανοσία (χωρίς εμβόλιο). Όμως, ακόμη και να υπάρξει τελικά ανοσία «αγέλης», μερικοί άνθρωποι θα συνεχίσουν να αρρωσταίνουν από τον κορονοϊό. «Ο κίνδυνος καθενός, αν εκτεθεί στον ιό, παραμένει ο ίδιος. Απλώς (με τη συλλογική ανοσία) είναι λιγότερο πιθανό κανείς να εκτεθεί στον ιό», σύμφωνα με την καθηγήτρια επιδημιολογίας Τζιψιάμπερ Ντ’ Σούζα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.
Στην περίπτωση της εποχικής γρίπης εκτιμάται ότι κάθε χρονιά περίπου το 50% του πληθυσμού -ο ένας στους δύο ανθρώπους- κινδυνεύει να αρρωστήσει, καθώς πολλοί άνθρωποι έχουν κάποιου είδους ανοσία, είτε λόγω εμβολιασμού είτε επειδή στο παρελθόν είχαν εκτεθεί σε κάποιο συγγενικό ιό της γρίπης. Αυτό το ποσοστό δεν είναι αρκετό για συλλογική ανοσία, γι’ αυτό η γρίπη συνεχίζει να κυκλοφορεί σε όλον τον κόσμο και να σκοτώνει ανθρώπους.
Όμως, συγκριτικά με τον κορονοϊό, όπου το επίπεδο ανοσίας είναι ακόμη πολύ χαμηλότερο, ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων κινδυνεύουν να κολλήσουν γρίπη και να αρρωστήσουν σοβαρά από αυτή, ενώ επίσης οι ασθενείς την εξαπλώνουν με πολύ πιο αργό ρυθμό από ό,τι τον νέο κορονοϊό. Συνεπώς, ο αριθμός των ανθρώπων που κινδυνεύουν να πεθάνουν από γρίπη είναι πολύ μικρότερος από ό,τι να πεθάνουν από Covid-19.
H τελευταία είναι μια νέα νόσος, απέναντι στην οποία μέχρι πριν λίγους μήνες κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν είχε ανοσία, με συνέπεια -ακόμη και αν η Covid-19 έχει τελικά συγκρίσιμη θνητότητα με εκείνη της γρίπης π.χ. 1% (αυτό θα φανεί εν καιρώ)- τελικά μπορεί να σκοτώσει πολύ περισσότερους ανθρώπους σε σχέση με τη γρίπη. Επειδή το 1% ενός μεγάλου αριθμού (Covid-19) είναι ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός από το 1% ενός μικρότερου αριθμού (γρίπη).