Καιρός: Πολύ υψηλές θερμοκρασίες στην επιφάνεια της θάλασσας, της τάξης των 24 έως 25 βαθμών Κελσίου, παρατηρήθηκαν μεταξύ 17-22 Μαΐου στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Το φαινόμενο, που συνδέεται άμεσα με τις συνθήκες του καύσωνα στην περιοχή, στο μέλλον αναμένεται να είναι συχνότερο, καθώς σύμφωνα με τους επιστήμονες, η συχνότητα των καυσώνων στη θάλασσα αναμένεται να αυξηθεί, στα πλαίσια της γενικότερης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του ωκεανού τον 21ο αιώνα.
Η απόκλιση της επιφανειακής θερμοκρασίας της θάλασσας μεταξύ 17-22 Μαΐου έφθασε τοπικά στις ελληνικές θάλασσες τους έξι βαθμούς πάνω από τα κανονικά επίπεδα των τελευταίων 12 ετών και περίπου πέντε βαθμούς πάνω από τις φυσιολογικές τιμές για την εποχή (με βάση τις κλιματικές τιμές 1982-2012), σύμφωνα με τη Σοφία Δαρμαράκη, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Dalhousie, στο Χάλιφαξ του Καναδά και τη σχετική παρουσίαση της στο meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Οι μεγάλες ποσότητες θερμότητας που απορροφά ο ωκεανός λόγω της συνεχούς αλληλεπίδρασής του με την ατμόσφαιρα, μπορούν -αν συνυπάρξουν ορισμένες συνθήκες- να δημιουργήσουν μια ανώμαλη και παρατεταμένη αύξηση της θερμοκρασίας των επιφανειακών και των βαθύτερων στρωμάτων της θάλασσας. Αυτός ο λεγόμενος «καύσωνας της θάλασσας» (marine heatwave) -σε αντιστοιχία με τον ατμοσφαιρικό καύσωνα- παρατηρείται πλέον με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα σε σχέση με την περίοδο 1925-2016, ιδιαίτερα την τελευταία 20ετία, σε διάφορες περιοχές του παγκόσμιου ωκεανού.
Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες που δημιουργούν τον καύσωνα της θάλασσας: Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες και η άπνοια στην ατμόσφαιρα που δεν ευνοεί την ανάμειξη των επιφανειακών νερών με τα βαθύτερα και πιο ψυχρά νερά, καθώς επίσης τα ωκεάνια ρεύματα που μεταφέρουν θερμές μάζες νερού από άλλες λεκάνες.
Στην περιοχή της Μεσογείου, προηγούμενοι καύσωνες παρατηρήθηκαν σε μεγάλη έκταση το 2003 (διάρκειας πάνω από ένα μήνα), το 2006 και το 2015, με τις μέσες επιφανειακές θερμοκρασιακές ανωμαλίες να κυμαίνονται από δύο έως τρεις βαθμούς Κελσίου, μέχρι τοπικά και πέντε βαθμούς πάνω από τη μέση επιφανειακή θερμοκρασία μεταξύ 1982-2012.
Πρόσφατες μελέτες με προσομοιώσεις μοντέλων έδειξαν ότι την περίοδο 1982-2017 αναπτύχθηκαν 27 φαινόμενα καυσώνων στην Μεσόγειο Θάλασσα με μέση διάρκεια δύο εβδομάδων, καταλαμβάνοντας μια μέση έκταση περίπου 40% της Μεσογείου και με τη μέση θερμοκρασιακή ανωμαλία να είναι κατά μισό βαθμό Κελσίου μεγαλύτερη από τον μέσο όρο των πιο ακραίων θερμοκρασιών τα τελευταία 30 χρόνια. Η συχνότητά τους αυξήθηκε από 0,5 καύσωνες ανά έτος την περίοδο 1983-2000 σε 0,9 ανά έτος την περίοδο 2001-2017.
Σε αντίθεση με τους καύσωνες στην ατμόσφαιρα, οι επιπτώσεις των καυσώνων στη θάλασσα δεν είναι ορατές στο ανθρώπινο μάτι αμέσως. Οι κυριότερες εντοπίζονται σε θαλάσσιους οργανισμούς που πεθαίνουν, ενώ πολλά θαλάσσια είδη μεταναστεύουν, μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις υψηλές θερμοκρασίες της θάλασσας. Τη θέση τους κάποιες φορές παίρνουν καινούρια είδη, προκαλώντας έτσι μια απότομη αναδιοργάνωση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, με αποτέλεσμα διατροφικό και οικονομικό πλήγμα στις κοινωνίες που βασίζονται στην αλιεία.