«Η ζέστη δεν σκοτώνει τον κορονοϊό» επανέλαβε στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ ο λοιμωξιολόγος και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Νίκος Σύψας.
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ το πρωί της Τρίτης (19/05), ο λοιμωξιολόγος ανέφερε ότι «ο ιός επιβιώνει πολύ λιγότερο όταν οι θερμοκρασίες είναι πάνω από 25 βαθμούς αλλά δεν σκοτώνεται, συνεχίζει να μεταδίδεται».
Παράλληλα, επισήμανε πως όλες οι ευπαθείς ομάδες πρέπει τον Οκτώβριο να εμβολιαστούν για την γρίπη ώστε για να μπορούν να επικεντρωθούν οι ειδικοί στο νέο κορονοϊό.
Σχετικά με τις μετακινήσεις των πολιτών, ο κ. Σύψας υπογράμμισε πως μπορεί να αλλάξουν οι οδηγίες.
Αναφορικά με τα γυμναστήρια, ανέφερε ότι θα ανοίξουν 29 Ιουνίου λόγω του ότι σε αυτά συνωστίζονται πολλά άτομα και υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος μετάδοσης του ιού.
Ο λοιμωξιολόγος και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων τόνισε επίσης ότι αν τα πράγματα συνεχίζουν να πηγαίνουν καλά, η επιτροπή θα εισηγηθεί το άνοιγμα και των Δημοτικών σχολείων.
Χαμόγελα συγκρατημένης αισιοδοξίας
Τα μόλις δύο κρούσματα που ανακοινώθηκαν χθες Δευτέρα (18/05) από το υπουργείο Υγείας προκαλούν αισιοδοξία στους ειδικούς για την εξέλιξη του κορονοϊού στην Ελλάδα.
Με το σχέδιο επιστροφής στην κανονικότητα να βρίσκεται ήδη σε εφαρμογή εδώ και 15 ημέρες, οι δείκτες που παρακολουθούν οι επιστήμονες, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων όπως είπε, είναι 2.836, εκ των οποίων το 55.1% αφορά άνδρες.
Από αυτά, 616 (21.7%) θεωρούνται σχετιζόμενα με ταξίδι από το εξωτερικό και 1473 (51.9%) είναι σχετιζόμενα με ήδη γνωστό κρούσμα.
Εικοσιτέσσερις συμπολίτες μας νοσηλεύονται διασωληνωμένοι. Η διάμεση ηλικία τους είναι 72 ετών. 9 (37.5%) είναι γυναίκες και οι υπόλοιποι άνδρες. To 91.7% έχει υποκείμενο νόσημα ή είναι ηλικιωμένοι 70 ετών και άνω. Παράλληλα, 90 ασθενείς έχουν εξέλθει από τις ΜΕΘ.
Τέλος, το προηγούμενο εικοσιτετράωρο καταγράφηκαν ακόμα δύο θάνατοι και 165 θάνατοι συνολικά στη χώρα. Οι 47 ήταν γυναίκες (28.5%) και οι υπόλοιποι άνδρες.
Η διάμεση ηλικία των θανόντων συμπολιτών μας ήταν τα 75 έτη και το 93.9% είχε κάποιο υποκείμενο νόσημα ή/και ηλικία 70 ετών και άνω.
Έχουν συνολικά ελεγχθεί 131.684 κλινικά δείγματα.