Δείτε τον πίνακα με όλες τις χώρες και τις προγνώσεις του πειραματικού εργαλείου που παρακολουθεί την εξέλιξη της πανδημίας
Σύμφωνα με τα προγνωστικά του Γιανξί Λούο, λοιπόν, από τις 13 Ιουλίου και στο εξής στην Ελλάδα δεν θα πρέπει να υπάρχει ούτε ένα νέο κρούσμα COVID-19. Εως τις 25 Μαΐου η διαδικασία απαλλαγής της χώρας μας από τον κορωνοϊό θα πρέπει να έχει φτάσει στο 99%. Η Ελλάδα θα προηγηθεί συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες της υφηλίου, καθώς ο Λούο προβλέπει ότι τα κρούσματα στις ΗΠΑ θα εκλείψουν στις 5 Σεπτεμβρίου, στη Βρετανία στις 20 Αυγούστου και στη «χαλαρή» Σουηδία στις 17 Οκτωβρίου. Η Ιταλία ελευθερώνεται στις 30/8, η Ισπανία πιο νωρίς, στις 2 του ίδιου μήνα, ενώ η ημέρα ανεξαρτησίας από την πανδημία για το Κατάρ θα έρθει τον Φεβρουάριο και για το Μπαχρέιν τον Απρίλιο του 2021. Οσο για την (κατά μέσο όρο) παγκόσμια ανάσα ανακούφισης, αυτή τοποθετείται στις 27 Νοεμβρίου 2020.
Η δυνατότητα προσδιορισμού συγκεκριμένης ημερομηνίας για το τέλος της πανδημίας είναι ένα από τα στοιχεία που κάνουν τη μεθοδολογία του Γιανξί Λούο να ξεχωρίζει από οποιαδήποτε άλλη απόπειρα των επιστημόνων να προεικάσουν το άμεσο μέλλον. Το πλεονέκτημα αυτό προκύπτει από την ίδια τη φύση του εργαλείου που χρησιμοποιείται στο εν λόγω ερευνητικό εργαστήριο. Συνεκτιμώντας πολλούς και ποικίλους παράγοντες, η προγνωστική παρακολούθηση είναι εστιασμένη στο μέλλον και όχι απλώς στην ανάλυση των ήδη διαθέσιμων δεδομένων. Οι προβλέψεις που διατυπώνονται με βάση τις συμβατικές μεθόδους επεξεργασίας των εκάστοτε στατιστικών στοιχείων δεν είναι αρκετά ακριβείς. Δεν αποτελεί εγγύηση αξιοπιστίας το γεγονός ότι οι επιστήμονες αυτής της τάσης είναι επιφυλακτικοί και ακολουθούν λίγο πολύ την πεπατημένη. Αντιθέτως, ο Γιανξί Λούο τολμά να καταθέτει δημοσίως συγκεκριμένες ημερομηνίες, σαν ορόσημα στην πορεία που αναμένεται να διαγράψει ο κορωνοϊός.
Ωστόσο, παρά τις αδυναμίες των καθιερωμένων μεθόδων πρόγνωσης, ο κρατικός μηχανισμός στην πλειονότητα των οργανωμένων χωρών ανά τον κόσμο έχει βασιστεί σε αυτές για την κατάστρωση της απαιτούμενης στρατηγικής. Η κατάσταση όμως θα ήταν εντελώς διαφορετική από πολλές απόψεις εάν ήταν εκ των προτέρων δεδομένη η ημερομηνία λήξης του συναγερμού, των περιοριστικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας και την αποτροπή διάδοσης του κορωνοϊού.
Σε ένα εκλαϊκευτικό άρθρο του ειδικά για το predictive monitoring και τη χρησιμότητά του, ο καθηγητής Λούο εξηγεί με απλά λόγια ότι «η μέθοδός μας, με τη διαρκή παρακολούθηση γεγονότων που επίκεινται στο μέλλον, όπως το τέλος της υπάρχουσας πανδημίας, με τη χρήση των τελευταίων δεδομένων όπως αυτά παρουσιάζονται συν τω χρόνω, μπορεί να περιορίσει την αγωνία των ανθρώπων. Η αγωνία αυτή είναι αποτέλεσμα της εγγενούς αδυναμίας να γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί στο άμεσο μέλλον. Επιπλέον, με το predictive monitoring θα μπορούσε να καταστεί εφικτή η αντιμετώπιση της υπερβολικής απαισιοδοξίας ή, αντίθετα, της υπεραισιοδοξίας. Με βάση τα δεδομένα των ερευνών μας είναι επίσης δυνατή η λήψη πιο δυναμικών προληπτικών μέτρων, στο πλαίσιο ενός γενικότερου σχεδιασμού αποφάσεων, συμπεριφορών και νοοτροπίας με επίκεντρο την επάρκεια γνώσεων για το μέλλον. Οι περισσότερες πρακτικές που χρησιμοποιούνται σήμερα κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση από τη δική μας. Εστιάζουν στην καθημερινή καταγραφή των υπαρχόντων κρουσμάτων, τους θανάτους, τους ανανήπτοντες ασθενείς κ.ο.κ. Ομως, τα δεδομένα αυτά δεν μπορεί παρά να οδηγούν σε αμυντικές, παθητικές πολιτικές, με μέτρα όπως το lockdown σε μια ολόκληρη πόλη, παρόλο ότι έχουν καταγραφεί μόλις μερικά κρούσματα».