Τα δεδομένα του Απριλίου, ειδικά για τη Μόσχα, δείχνουν ξεκάθαρα ότι κάποιο σφάλμα πρέπει να είχε γίνει στις καταμετρήσεις
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τα οποία δημοσιοποίησε η τοπική διοίκηση της Μόσχας, τα θανατηφόρα κρούσματα κορωνοϊού στην πρωτεύουσα της Ρωσίας είναι κατά 1.700 περισσότερα από τον μέσο όρο θανάτων της προηγούμενης 5ετίας.
Συνολικά τα μέχρι στιγμής θύματα της πανδημίας στη Ρωσία είναι 221.334 άτομα, εκ των οποίων τα 2.009 υπέκυψαν. Παρόλ’ αυτά, η εξαιρετικά χαμηλή αναλογία νεκρών ανά εκατομμύριο πληθυσμού, με μόλις 14 (με τον παγκόσμιο μέσον όρο στο 35.5) έδινε το δικαίωμα στον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και τους συνεργάτες του να επαίρονται ότι «στη Ρωσία έχουμε τους λιγότερους θανάτους από Covid-19 στον κόσμο».
Η αλήθεια φαίνεται να είναι αρκετά διαφορετική.
Τα δεδομένα του Απριλίου, ειδικά για τη Μόσχα, δείχνουν ξεκάθαρα ότι κάποιο σφάλμα θα πρέπει να είχε γίνει στις προηγούμενες καταμετρήσεις.
«Διαπιστώσαμε» δήλωσε η Τατιάνα Μιχαήλοβα σε πρόσφατη συνέντευξή της «ότι τα στατιστικά θανάτων στη Μόσχα το φετεινό Απρίλιο είναι πολύ αυξημένα σε σχέση με τον ίδιο μήνα την προηγούμενη δεκαετία».
Υπό την ιδιότητά της ως επικεφαλής ερευνήτριας στην Προεδρική Ακαδημία Εθνικής Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης της Μόσχας, η κα Μιχαήλοβα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: Ο αριθμός των θυμάτων του Covid-19 κατά πάσα πιθανότητα είναι τρεις φορές μεγαλύτερος από τις επίσημες αναφορές».
Εξηγώντας το παράδοξο, ο Αλεξέι Ι. Ράκσα, ανεξάρτητος ερευνητής των δημογραφικών διακυμάνσεων, ήταν ο πρώτος που εντόπισε την έκθεση με τα νέα δεδομένα, καθώς ήταν θαμμένη κάπου βαθιά μέσα σε έναν ιστότοπο με κυβερνητικά στοιχεία.
Κατά την άποψη του κ. Ράκσα, οι μικρότεροι αριθμοί νεκρών οφείλονται στον τρόπο με τον οποίον καταχωρίζονται οι θάνατοι στα ρωσικά ληξιαρχεία. Η πάγια τακτική είναι να προσδιορίζεται το όργανο που υπέστη τη θανάσιμη βλάβη και όχι η ενδεχόμενη πάθηση από την οποίαν προκλήθηκε η ανεπανόρθωτη ζημία.
Έτσι, πολλοί θάνατοι από κορωνοϊό, «μεταφράστηκαν» στα ρωσικά σαν θάνατοι π.χ. από πνευμονία, καρδιακή ανεπάρκεια κ.λπ.