Τα δεδομένα σχετικά με το διάστημα που ανιχνεύεται μολυσματικό φορτίο του ιού SARS-CoV-2 στους ασθενείς που έχουν νοσήσει είναι περιορισμένα. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν και περιπτώσεις ασθενών, στους οποίους ανιχνεύεται ο ιός αρκετές ημέρες μετά την ανάρρωσή τους.
Τα σημαντικότερα επιστημονικά δεδομένα παρουσιάστηκαν από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ και συνοψίζονται από τους Ιατρούς της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Γαβριατοπούλου, Ιωάννη Ντάναση και Θάνο Δημόπουλο. Αυτά είναι:
• Το ιικό φορτίο που εντοπίζεται σε δείγματα από το ανώτερο αναπνευστικό μειώνεται κατά τη διάρκεια της νόσου σε σχέση με την έναρξή της.
• Μετά την 9η μέρα της νόσου μειώνεται δραματικά η ικανότητα πολλαπλασιασμού του ιού και ως εκ τούτου και η μεταδοτικότητά του.
• Καθώς μειώνεται η πιθανότητα απομόνωσης του ιού που είναι ικανός για πολλαπλασιασμό, εμφανίζονται IgM και IgG αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 τα οποία μπορούν να ανιχνευθούν σε όλο και περισσότερα άτομα που αναρρώνουν από τη λοίμωξη.
• Η καλλιέργεια του SARS-CoV-2 από δείγματα ανώτερου αναπνευστικού ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχής, όταν το ιικό φορτίο ήταν χαμηλό αλλά ανιχνεύσιμο.
• Μετά την ανάρρωση, πολλοί ασθενείς δεν έχουν πλέον ανιχνεύσιμο ιικό γενετικό υλικό (RNA) σε δείγματα ανώτερου αναπνευστικού.
• Δεν έχει περιγραφεί σαφής συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας της ασθένειας και της διάρκειας που το ιικό RNA παραμένει ανιχνεύσιμο σε δείγματα ανώτερου αναπνευστικού μετά την ανάρρωση.
• Μολυσματικός ιός δεν έχει καλλιεργηθεί από ούρα, ενώ η καλλιέργεια στα κόπρανα θεωρείται μη αξιόπιστη. Μετάδοση μέσω αυτών των βιολογικών υλικών θεωρείται ότι ενέχει μικρό ή μηδενικό κίνδυνο. Σε κάθε περίπτωση ο κίνδυνος μπορεί να μετριαστεί επαρκώς με την σωστή υγιεινή των χεριών.
Με βάση τα ανωτέρω, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ έχει προβεί στην ακόλουθη σύσταση: για άτομα που έχουν αναρρώσει από τη λοίμωξη COVID-19, το CDC συνιστά τη διατήρηση της απομόνωσης για τουλάχιστον 10 ημέρες από την ημέρα έναρξης της ασθένειας και τουλάχιστον 3 ημέρες (72 ώρες) μετά το πέρας των συμπτωμάτων. Ως ημέρα έναρξης της ασθένειας ορίζεται η ημερομηνία έναρξης των συμπτωμάτων. Η ανάρρωση ορίζεται ως η λύση του πυρετού χωρίς τη χρήση αντιπυρετικών φαρμάκων, με προοδευτική βελτίωση ή εξάλειψη των λοιπών συμπτωμάτων.
Ενώ η παραπάνω στρατηγική μπορεί να εφαρμοστεί στα περισσότερα άτομα που έχουν αναρρώσει, υπάρχουν ειδικές ομάδες πολιτών για τους οποίους η ουδός του μη αποδεκτού κινδύνου μόλυνσης είναι χαμηλότερη και, επομένως, είναι αναγκαία η εφαρμογή μιας στρατηγικής που είτε βασίζεται σε διενέργεια δοκιμασιών ανίχνευσης του ιού είτε στην κλινική συμπτωματολογία, αλλά με πιο αυστηρά κριτήρια. Σύμφωνα με το CDC, στις ειδικές ομάδες ανήκουν οι ακόλουθοι:
• Άτομα που θα μπορούσαν να μεταδώσουν τη λοίμωξη σε
– Ευάλωτα άτομα με υψηλό κίνδυνο νοσηρότητας ή θνησιμότητας από λοίμωξη SARS-CoV-2, ή
– Άτομα που υποστηρίζουν κρίσιμη υποδομή (πχ υγειονομικοί)
• Άτομα που κατοικούν συνήθως σε δομές διαβίωσης (π.χ. σωφρονιστικά ιδρύματα / κέντρα κράτησης, γηροκομεία, πλοία) όπου ενδέχεται να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ταχείας εξάπλωσης και νοσηρότητας ή θνησιμότητας.
• Άτομα ανοσοκατεσταλμένα τα οποία μπορεί να έχουν παρατεταμένη παρουσία ιικού φορτίου SARS-CoV-2.