Πριν από 26 χρόνια στην Ίμολα της Ιταλίας σκοτώθηκε το μεγαλύτερο αστέρι του μηχανοκίνητου κόσμου – Έκτοτε κυκλοφόρησαν κάθε είδους εξηγήσεις και σενάρια συνωμοσίας – Γιατί η εκδοχή της «αυτοκτονίας» του θρυλικού Βραζιλιάνου είναι η πιο πιθανή
Πώς σκοτώθηκε; Αν ζούσε μετά την Πρωτομαγιά του 1994, θα νικούσε τον Michael Schumacher; Αν δεν σκοτωνόταν τότε, θα είχε σημειώσει ρεκόρ που δεν θα κατέρριπτε ούτε ο Schumacher ούτε ο Lewis Hamilton; Τελικά, είναι αυτός ο καλύτερος πιλότος Φόρμουλα 1 όλων των εποχών;
Τα ίδια πάντα ερωτήματα, σαν κομμάτι της ίδιας λιτανείας, της ίδιας καθιερωμένης επιμνημόσυνης τελετουργίας. Κάθε Πρωτομαγιά, από το ’94 και εξής, ανήκει εν μέρει στον Ayrton Senna, στην κληρονομιά του και τη μνήμη του.
Για τον υπογράφοντα, ύστερα από μια δεκαετία εντατικής έρευνας και συγγραφής τριών τόμων για τον βίο και την πολιτεία του Ayrton Senna, δεν υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα. Εν περιλήψει, ο Senna σκοτώθηκε την 1η Μαΐου του 1994 στην Ίμολα της Ιταλίας επειδή το τιμόνι στο μονοθέσιό του δεν «άκουγε» στις κινήσεις των χεριών του, επειδή η κολώνα του συστήματος διεύθυνσης είχε κοπεί. Έσκασε στον τοίχο με πολά, ένα μπράτσο της ανάρτησης έγινε λεπίδα, του τρύπησε το κρανίο -τέλος. Αυτή είναι η τυπική εξήγηση.
Σε μία από τις ελάχιστες, αν όχι τη μοναδική συνέντευξη που έχει δώσει ποτέ ο εισαγγελέας Maurizio Passarini, ο άνθρωπος που χειρίστηκε την υπόθεση «ανθρωποκτονία εξ αμελείας εις βάρος του Ayrton Senna» ως δημόσιος κατήγορος, ξεκαθάρισε στον υπογράφοντα και τον συντάκτη του car, Κώστα Χαριάτη: «Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι η αιτία του θανατηφόρου δυστυχήματος που είχε ο Senna ήταν η θραύση της κολώνας του τιμονιού στο αυτοκίνητό του».
Το εάν καταλογίστηκαν ευθύνες, το ποιος πραγματικά έφταιξε για την κάκιστης ποιότητας μετατροπή στην κολώνα του τιμονιού της Williams-Renault που οδηγούσε ο Senna στην Ίμολα, μικρή σημασία έχει. Όπως δεν έχει καμία σημασία το να λογομαχεί κάποιος με τους οπαδούς άλλων πιλότων, πχ τους «Σουμαχερικούς», τους «Προστ-ικούς», τους «Χαμιλτον-ικούς» κ.ο.κ. για το ποιος είναι ο καλύτερος πιλότος F1 όλων των εποχών.
Πιθανόν ο Alain Prost να ήταν ο καλύτερος όλων, καλύτερος ακόμη και από τον Senna. Ενδεχομένως να είναι ο Hamilton. Μπορεί και ο Gilles Villeneuve ή ο Juan Manuel Fangio. Πρόκειται για μια μάταιη συζήτηση, ούτως ή άλλως και εξ ορισμού καταδικασμένη να συνεχίζεται αενάως και αιωνίως να καταλήγει σε αδιέξοδο. Υπάρχει όμως ένα διαφορετικό κριτήριο για την αποτίμηση της αξίας οποιουδήποτε αστέρα, σε οποιονδήποτε χώρο: Το κατά πόσον το πέρασμά του από τη ζωή άλλαξε τον κόσμο γύρω του. Και επ’ αυτού δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την επιρροή που είχε σε αμέτρητους ανθρώπους, σε όλο τον πλανήτη, πριν και μετά το θάνατό του, ο Ayrton Senna.
Για όσους αντέχουν μια απόπειρα μεταθανάτιας ψυχογράφησης του Senna, μπορούν να συνεχίσουν την ανάγνωση του κειμένου που ακολουθεί. Πρόκειται για ένα (εκτεταμένο) απόσπασμα από το βιβλίο «Ayrton Senna – Το πνεύμα της ταχύτητας» των εκδόσεων Key Books. Εις μνήμην του tricampeão, στην 26η επέτειο του θανάτου του.
«Στο πεδίο του μύθου βρίσκουμε πολλές ζωές σε αυτή τη μία ζωή που λαχταράμε. Πεθαίνουμε καθώς ταυτιζόμαστε με έναν ήρωα, παρά ταύτα όμως επιζούμε και είμαστε έτοιμοι, για δεύτερη φορά πάλι, χωρίς κανένα κόστος, να πεθάνουμε μαζί με κάποιον άλλον ήρωα», έλεγε ο Sigmund Freud το 1915 καταθέτοντας τις απόψεις του για τον πόλεμο και τον θάνατο. Ταυτόχρονα όμως, ο Freud διατύπωνε μια θεωρία για το τι είναι αυτό που μπορεί να αγκιστρώνει το πλήθος στη μορφή ενός ήρωα, κυρίως φανταστικού, αλλά και μυθοποιημένου, όπως ο Senna: Εν ολίγοις, η θυσία είναι αυτή που γεννά την αφοσίωση, στο έδαφος της απώλειας είναι που ριζώνει η λατρεία.
Ο Senna στάθηκε άτυχος, διότι, ανεξαρτήτως από το γιατί το μονοθέσιό του έπεσε πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο της στροφής Tamburello, το φονικό όργανο ήταν μια ράβδος η οποία διέτρησε το κρανίο του. Το σώμα του δεν είχε άλλα τραύματα, κι αν αυτό το επάρατο αιχμηρό κομμάτι ανθρακονήματος είχε εξοστρακιστεί στο κράνος του, ο Ayrton Senna πιθανότατα δεν θα χρειαζόταν καμία βοήθεια για να βγει από το μισοδιαλυμένο μονοθέσιο. Ίσως μάλιστα εντός μερικών δευτερολέπτων μετά από τη σύγκρουση θα ήταν σε θέση να συνεχίσει, αν όχι την κούρσα στο σιρκουί της Ίμολα, σίγουρα την καριέρα και τη ζωή του. Ούτε αυτό το στοιχείο, όμως, είναι αρκετό για να κλείσει οριστικά το φέρετρο και μαζί το «φάκελο Senna». Διότι, τελικά, δεν είναι η αλήθεια αυτή που αναζητούμε σχετικά με το τι του συνέβη την Πρωτομαγιά του 1994. Επί της ουσίας δεν υπάρχει τίποτα – τίποτα εντός των ορίων της ορθής λογικής- που θα μπορούσε να πείσει ότι το αδιαμφισβήτητο και αμετάκλητο, το τετελεσμένο είναι και αληθινό. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να πείσει, όχι μόνο τους Βραζιλιάνους που τον θεοποίησαν ζώντα ή τεθνεώτα, όχι μόνο τους οπαδούς του σε ολόκληρο τον πλανήτη ή τον κόσμο της Φόρμουλα 1 και των μηχανοκίνητων σπορ, αλλά κανέναν που να έχει ακούσει κάτι, οτιδήποτε, για τον Senna, ότι αυτός ο άνθρωπος απλώς έχει πάψει να υπάρχει.
Οι αρχέτυποι ήρωες, οι σαμουράι ή οι Senna αυτού του κόσμου πορεύονται σύμφωνα με τις επιταγές δύο αντιφατικών τάσεων: Αφ’ ενός με τη δράση τους έρχονται διαρκώς -και επιδιώκουν να έρχονται- σε απόσταση αναπνοής από το θάνατο, αφ’ ετέρου και ακριβώς προκειμένου να διακινδυνεύσουν όσο γίνεται περισσότερο, οφείλουν να είναι σε κάποιο βαθμό πεπεισμένοι, μάλλον υποσυνείδητα, ότι είναι άτρωτοι και αθάνατοι. Ο Senna εξακολουθούσε να το πιστεύει αυτό για τον εαυτό του ακόμη και όταν ο θάνατος του έγνεφε από ολοένα και μικρότερη απόσταση στην Ίμολα, ακόμη και μετά από τα ατυχήματα των Barrichello και Ratzenberger.
Μια πιθανή ερμηνεία για την αλλόκοτη συμπεριφορά του Senna εκείνο το σαββατοκύριακο θα ήταν ενδεχομένως ένα προαίσθημα ότι ο θάνατος είχε έρθει για εκείνον και ότι τα ατυχήματα των δύο συναδέλφων του ήταν απλώς η προθέρμανση για την εκτέλεση της δικής του τραγωδίας. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο Senna πλανήθηκε, παρασύρθηκε από τις προηγούμενες εμπειρίες του και κυρίως από το πώς είχε χειριστεί το ατύχημα του Donnelly στη Χερέθ, πίστεψε ότι θα μπορούσε να ξεγελάσει το θάνατο για άλλη μια φορά, όπως είχε κάνει επανειλημμένως και πάντα επιτυχώς κατά το παρελθόν. Αγνόησε τους κακούς οιωνούς και, την κρίσιμη ώρα, εμπιστεύτηκε το ναρκισσισμό του, αδυνατώντας όμως να διακρίνει ότι αυτός που ο ίδιος ο Senna θεωρούσε ναρκισσισμό ζωής ήταν μεταμφιεσμένος στο ζοφερό του απείκασμα, στο ναρκισσισμό του θανάτου. Στην ουσία, σε ό,τι αφορά στη μοίρα του Senna, τα ηνία είχε αναλάβει αυτός ο αυτοκαταστροφικός ναρκισσισμός, κρυφά, αθόρυβα και ύπουλα. Ο Έρως είχε μεταλλαχθεί σε Θάνατο παραπλανώντας τον tricampeão.
Εάν ο Senna ήταν μια προσωπικότητα που δεν χωρούσε στη ζωή, εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να συναγάγει, αυθαίρετα βεβαίως, πως θα έπρεπε επίσης να μη χωρά ούτε στο θάνατο – «larger than life-larger than death» για την γλωσσική ακρίβεια της έκφρασης. Κι αν κάτι από τα δύο ισχύει, τότε, αντίστοιχα, είναι απαραίτητος ένας λόγος σχετικά με την περίπτωση Senna πέρα από την αλήθεια των γεγονότων και, μάλλον, πέρα από το θάνατο.
Αναζητείται, λοιπόν, μια θεωρία που, κυρίως διαισθητικά, θα ταιριάξει στην περίπτωση Senna προσφέροντας μια κάποια εξήγηση «συναισθηματικώς» ορθή. Ο στόχος είναι η διενέργεια μιας ορισμένης ανατομίας-νεκροψίας της προσωπικότητας του Senna, με βασικό κριτήριο το ποια θα ήταν εκείνη η θεωρία που θα εισέδυε κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο στον ψυχικό του κόσμο, ανακουφίζοντάς μας από την πιεστική ανάγκη να αφομοιώσουμε την απώλειά του.
Στη διεθνή βιβλιογραφία μπορεί κανείς να βρει, αν και σχετικά σπανίως, ψυχολογικά συγγράμματα σχετικά με τους αθλητές υψηλών επιδόσεων, είτε με τη μορφή εγχειριδίων που παρέχουν οδηγίες αυτοβελτίωσης είτε σαν ψυχολογικές ερευνητικές μελέτες. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, την ψυχολογία έχει απασχολήσει επίσης το ζήτημα της εξάρτησης από τη διακινδύνευση, τον εθισμό που προξενείται από δραστηριότητες οι οποίες εμπεριέχουν υψηλό ποσοστό ρίσκου. Ίσως σε αυτές τις μελέτες να ανιχνεύονταν ψήγματα των απαντήσεων που αναζητούμε για την προσωπικότητα του Senna, η ψυχολογία, όμως, τείνει να καταγίνεται με το σύμπτωμα και όχι τόσο με την καταγωγή της «νόσου», της τάσης, της ενόρμησης κ.ο.κ.
Το δεύτερο προσιδιάζει περισσότερο στην ψυχανάλυση – για την οποίαν, όμως, το φαινόμενο της διακινδύνευσης, των ατόμων που εμφανίζουν σημεία εξάρτησης από το ρίσκο κ.λπ., ουδέποτε αποτέλεσε ιδιαίτερα δημοφιλές αντικείμενο έρευνας. Παρ’ όλ’ αυτά, σε μία από τις σπάνιες απευθείας αναφορές στην F1, ο André Green γράφει: «[…] Τα επιχειρήματα της ψυχανάλυσης δεν επιτυγχάνουν πάντα να λειτουργήσουν σαν τροχοπέδη σε αυτή την επιθυμία τερματισμού της ζωής. Έχει ματαιώσει η ψυχανάλυση το θάνατο των “ηρωικών” τοξικομανών ή εκείνων που τρέχουν στη Φόρμουλα 1; Το ρίσκο του θανάτου αποτελεί μέρος του πάθους για τη ζωή. Τι άλλο να κάνει κανείς; Να παίζει ταρό τα σαββατόβραδα; Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω! Σε αυτές τις καταστάσεις κάθε ξύπνημα είναι μια ανάσταση, κάθε νίκη μια καινούργια γέννηση».
Ο σεναριογράφος του Rush, μιας ταινίας αφιερωμένης στον κόσμο της Φόρμουλα 1 η οποία προβλήθηκε το 2013, βάζει στο στόμα του ενός από τους δύο κεντρικούς ήρωες του φιλμ, τον υποτιθέμενο James Hunt, τη φράση: «Όσο περισσότερο πλησιάζεις τον θάνατο, τόσο πιο ζωντανός νιώθεις. Η γρήγορη οδήγηση είναι ένας υπέροχος τρόπος ζωής. Είναι ο μόνος τρόπος οδήγησης».
Πίσω από τις χολιγουντιανές επικές μεγαλοστομίες και τον σκηνοθετημένο ηρωισμό φαίνεται ότι υπάρχει μια διαδεδομένη και ενδεχομένως αληθής πεποίθηση, ότι δηλαδή η διακινδύνευση είναι εθιστική. Ή, όπως θα περιέγραφε το όλο πράγμα ο Freud, «η ζωή χάνει από το περιεχόμενό της και το ενδιαφέρον της όταν αποκλείουμε από τους αγώνες της το υψηλότερο διακύβευμα, δηλαδή την ίδια τη ζωή. Η ζωή καθίσταται τόσο κενή και άνοστη όπως ένα αμερικανικό φλερτ, στο οποίο εξ αρχής είναι προκαθορισμένο ότι δεν επιτρέπεται να συμβεί τίποτα, σε αντίθεση με μια ερωτική σχέση της ηπείρου μας, στην οποία και οι δύο σύντροφοι πρέπει να έχουν επίγνωση του κινδύνου που διαρκώς καιροφυλακτεί».
Ωστόσο, η απορία παραμένει: Εάν οι οδηγοί αγώνων ή όσοι καταπιάνονται με ακραίες δραστηριότητες είναι εθισμένοι στη διακινδύνευση, γιατί ειδικά ο Senna θεωρείται κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους, γιατί ο Senna ήταν και είναι ο «Magic»; Η Φόρμουλα 1 είναι ένα πεδίο στο οποίο διαπρέπουν άνθρωποι με κάποιες εξαιρετικές ικανότητες οδήγησης σε πολύ υψηλές ταχύτητες, που καλούνται να συνυπάρξουν και να αναμετρηθούν με το συνάδελφό τους στην ίδια ομάδα, να συνδιαλλαγούν με δεκάδες συνεργάτες και, κυρίως, να αντιμετωπίσουν τους ανταγωνιστές τους στην πίστα.
Ωστόσο, εκ φύσεως σχεδόν, η Φόρμουλα 1, όπως και πλείστα τα μηχανοκίνητα σπορ, συνθέτουν μια αρένα ιδανική για να διαπρέψει ο ακραίος εγωκεντρισμός. Ο ναρκισσισμός είναι προαπαιτούμενο για την επιτυχία στα μηχανοκίνητα -αλλά όχι μόνο- σπορ και, μολονότι εξ αυτού κατά κανόνα και νομοτελειακά προκαλούνται ανωμαλίες στις σχέσεις των πιλότων με το περιβάλλον τους, αυτή η, «σολιψιστική» θα έλεγε κανείς, στάση ζωής ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται. Η εξωπραγματική για τους κοινούς θνητούς ένταση της αυτοσυγκέντρωσης που απαιτεί ο βέλτιστος χειρισμός ενός μονοθεσίου ικανού να κινείται, να επιβραδύνει ή να αλλάζει κατεύθυνση ενώ πάνω του ασκούνται δυνάμεις πολλαπλάσιες της επιτάχυνσης της βαρύτητας βασίζεται στον αποκλεισμό οποιασδήποτε περίσπασης.
Ουσιαστικά, κάθε οδηγός αγώνων βυθίζεται οικειοθελώς σε έναν κόσμο όπου υπάρχουν μόνο το αυτοκίνητό του, το ανάγλυφο και η χάραξη της εκάστοτε πίστας, και ορισμένοι από τους αντιπάλους του – ακόμη και αυτοί όμως δεν τον απασχολούν σε όλη τη διάρκεια της κούρσας. Κυρίως υπάρχει ο ίδιος ο οδηγός ως απόλυτος κυρίαρχος αυτού του μικροσύμπαντος που κατά το ειδικό λεξιλόγιο των αγώνων είναι γνωστό ως «The Zone». Η εμπειρία συνηγορεί υπέρ του αξιώματος ότι όσο καλύτερος είναι ο οδηγός τόσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της παραμονής του στη «Ζώνη», κάτι που ισχύει και αντιστρόφως. Υπό οποιαδήποτε έννοια, πάντως, ο Ayrton Senna ήταν παροιμιωδώς ικανός να απομονώνεται στη δική του Ζώνη, να απορροφάται σε ένα απολύτως εγωκεντρικό τριπ. Ο ναρκισσισμός λοιπόν στην περίπτωσή του ήταν το modus operandi και ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματά του, το οποίο μάλιστα είχε φροντίσει να τελειοποιήσει σε σημείο άπιαστο για την πλειονότητα των αντιπάλων του.
«Μια απ’ τις σημαντικότερες πηγές της αμυντικής επιθετικότητας είναι ο τραυματισμένος ναρκισσισμός. […] Στη σημερινή δυτική κοινωνία υπάρχει ένας περίεργος σύνδεσμος ανάμεσα στο ναρκισσισμό της διάσημης προσωπικότητας και τις ανάγκες του κοινού. Το κοινό θέλει να έρχεται σ’ επαφή με διάσημα ονόματα γιατί η ζωή του μέσου ανθρώπου είναι άδεια και βαρετή. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ζουν επειδή πουλάνε φήμη, κι έτσι όλοι μένουν ευχαριστημένοι· ο ναρκισσιστής ηθοποιός, το κοινό και οι έμποροι της φήμης.
»[…] Άτομα με υπερβολικό ναρκισσισμό σχεδόν αναγκάζονται να γίνουν διάσημα, αφού αλλιώτικα νιώθουν καταπιεσμένα και τρελαίνονται. Χρειάζεται όμως πολύ ταλέντο -και οι ανάλογες ευκαιρίες- για να επηρεάσουν τους άλλους σε τέτοιο βαθμό ώστε το χειροκρότημά τους να επικυρώσει αυτά τα ναρκισσιστικά όνειρα. Ακόμα κι όταν οι τέτοιοι άνθρωποι πετυχαίνουν, σπρώχνονται να γυρέψουν παραπέρα επιτυχία γιατί γι’ αυτούς η αποτυχία κουβαλάει μέσα της τον κίνδυνο της κατάρρευσης. Η πλατιά επιτυχία είναι η αυτοθεραπεία τους από την κατάθλιψη και την τρέλα. Πολεμώντας για τους σκοπούς τους, στην πραγματικότητα δίνουν μάχη για την πνευματική τους ισορροπία».
Το παρατιθέμενο κείμενο για το ναρκισσισμό ανήκει στον Γερμανό κοινωνιολόγο και ψυχαναλυτή Erich Fromm. Αφορούσε, βεβαίως, σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, εντούτοις είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, καθώς αποτελεί υποκεφάλαιο ενός έργου που τιτλοφορείται, καθόλου τυχαία, Ανατομία της Ανθρώπινης Καταστροφικότητας. Ο Fromm συμπεραίνει ότι οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες ρίχνονται με αυταπάρνηση και πάθος στη μάχη για τους στόχους τους, στην πραγματικότητα όμως δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παλεύουν να μη χάσουν τα λογικά τους, αμύνονται όσο πιο σθεναρά μπορούν ενάντια στην επίθεση της παράνοιας. Επομένως, ο ναρκισσισμός είναι ένα όπλο κατά της διάσπασης και της αποσύνθεσης του Εγώ, είναι μια δύναμη που επιδιώκει την προστασία και τη διατήρηση της ζωής.
Εάν εξετάσει κανείς την περίπτωση του Senna υπ’ αυτό το πρίσμα του ναρκισσισμού, η πορεία που ακολούθησε κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του αποκτά ένα κάπως πιο σαφές νόημα. Διότι θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ο ψυχισμός του Senna υπέστη κάποιες βαθιές, κρίσιμης σημασίας αλλαγές, καθώς ο ναρκισσισμός του, ως φυσική τάση αλλά και ως συνειδητά επιλεγμένη στρατηγική στους αγώνες και τη ζωή, τελούσε υπό έντονη αμφισβήτηση.
Στο βιβλίο του The Book of Ages, o Βρετανός ανθρωπολόγος Desmond Morris γράφει για την ηλικία των 34 ετών: «Τα 34 σύμφωνα με ορισμένους είναι “η τελευταία χρονιά της νιότης”, καθώς συνιστούν το προηγούμενο βήμα πριν από το παραδοσιακό μέσον της διαδρομής των 35». Στις 21 Μαρτίου του 1994 ο Senna συμπλήρωσε τα 34 του χρόνια. Σκοτώθηκε λιγότερο από δύο μήνες αργότερα, όντας επισήμως τριάντα τεσσάρων ετών, ενός μηνός και εννέα ημερών. Εντούτοις, κατά έναν αλλόκοτο τρόπο, στην Ίμολα φαινόταν σαν να είχε διαβεί το κατώφλι της ωριμότητας, αίφνης έμοιαζε μεγάλος, καθώς ακόμη και τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του έπαψαν απότομα, σαν από τη μία μέρα στην άλλη, να παραπέμπουν σε νέο άνθρωπο.
Το παρόν και το μέλλον του ήταν στην καλύτερη περίπτωση άδηλα, στη χειρότερη δυσοίωνα, γεμάτα δυσάρεστες ή ακόμη και επώδυνες εμπειρίες. Ο Senna στην Ίμολα είχε κάθε λόγο να εκλιπαρεί το παρελθόν να επιστρέψει, σαν νοσταλγός μιας περασμένης φάσης της προσωπικής και της αγωνιστικής του ζωής. Στην Ίμολα η συγκυρία δεν ήταν ιδιαίτερα πρόσφορη για απολογισμούς και αναδρομές στα περασμένα, αναπόφευκτα όμως, υπό την πίεση της αίσθησης του θανάτου που πλησιάζει, ο Senna συνειδητοποιούσε ότι είχε πολλά περισσότερα να θυμάται και πολύ λιγότερα να προσδοκά. Ενίοτε ο όγκος των αναμνήσεων συνθλίβει το κίνητρο για να αποκτήσει κανείς άλλες, νέες και ενδεχομένως πιο συναρπαστικές εμπειρίες από ό,τι έχει ήδη βιώσει.
Η ναρκισσιστική προσέγγιση της αγωνιστικής και μη ζωής του δεν ήταν πλέον επαρκής, καθώς νέοι παράγοντες απειλούσαν να μεταθέσουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ίδιου του Senna σε αντικείμενα εκτός του εαυτού του. Θα μπορούσε να είναι απλώς ζήτημα εξέλιξης, τίποτα περισσότερο από τη «φυσιολογική» πορεία της ζωής: Ο Senna έπρεπε να απογαλακτιστεί από τη McLaren, την ομάδα που είχε στεγάσει και ανταμείψει τις φιλοδοξίες του με τρεις παγκόσμιους τίτλους κατά την περίοδο 1988-1993. Ταυτόχρονα όμως ο Senna ένιωθε ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να διαρρήξει το δεσμό εξάρτησής του από την οικογένειά του. Αυτή η διαδικασία είναι τόσο φυσιολογική όσο η γέννηση και, εξυπακούεται, ο θάνατος.
Η γνωριμία με την Adriane Galisteu, αν όχι με το συγκεκριμένο πρόσωπο όσο με τον ανθρωπότυπο της νεαρής, ακατέργαστης ερωμένης, ενδεχομένως μαρτυρά ότι ο Senna σκεπτόταν πλέον σοβαρά την αναπαραγωγή: Αφού γινόταν ο ίδιος πατέρας της Adriane, μέντορας και Πυγμαλίων για εκείνη, θα γινόταν επίσης πατέρας των παιδιών της. Πιθανώς ο Senna να έβλεπε στην Adriane μια ευκαιρία αναγέννησης, καθώς εκείνη έπαιζε το ρόλο ενός αντικειμένου που προσήλκυε τον Senna να επενδύσει πάνω της την ερωτική του ορμή, την περίφημη φροϋδική «libido», εγκαταλείποντας, για πρώτη φορά στη ζωή του τόσο έντονα, τον συνήθη και ασφαλή αυτοερωτικό, ναρκισσιστικό του κύκλο. Η αφέλεια και η παντελής έλλειψη καλλιέργειας της άγουρης Adriane ήταν λυτρωτική για τον Senna που έψαχνε τον τρόπο να αναδημιουργήσει -και μάλλον να αναπαραγάγει- τον εαυτό του. Αλλά για κάθε αναγέννηση προϋπόθεση είναι ο θάνατος, ακόμη και εάν αυτός ο θάνατος αφορά σε ένα κατεστημένο μοντέλο ζωής, με εξίσου κατεστημένους και ισχυρούς δεσμούς, όπως είχε ο Senna με την ομάδα της McLaren και, φυσικά, με τους άμεσους συγγενείς του.
Εμφανέστατα από το 1990 και εξής ο Senna υφίστατο μια μαγνητική έλξη προς τα χτυπήματα, προειδοποιητικά και μη, του θανάτου στο περιβάλλον του. Όμως το τέλος της ζωής είχε αρχίσει να τον απασχολεί εξίσου με τη δημιουργία της, κάτι που εκδήλωνε με την αγάπη του για τα παιδιά, π.χ. της αδελφής του, την έγνοια για τα αναξιοπαθούντα παιδιά της Βραζιλίας, τα παιδιά γενικώς. Συνεχίζοντας να εμπιστεύεται κανείς την οδό ερμηνείας που υποδεικνύει η αντιπαράθεση ναρκισσισμού ζωής-ναρκισσισμού θανάτου στον ψυχισμό του Senna, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ο Senna ήταν εθισμένος όχι τόσο στην ίδια τη διακινδύνευση, όσο στην αίσθηση ότι αυτό ακριβώς το ρίσκο και μόνον αυτό ξυπνά κάποιες αλλόκοτες δυνάμεις μέσα του, ψυχικές και πνευματικές, αποκαλύπτοντάς του έναν εαυτό που ακόμη και ο ίδιος δεν γνώριζε. Η σαγήνη αυτού του ego-trip που επαλαμβανόταν σχεδόν κάθε φορά που έβγαινε από το γκαράζ στην πίστα, ήταν για τον Senna η εξαρτησιογόνος ουσία, αυτή που τον καθήλωνε και τον εγκλώβιζε στη Φόρμουλα 1. Ο Senna ήταν ερωτευμένος με τη ζωή που ισορροπούσε στο χείλος της αυτοκαταστροφής, ο δικός του «Έρως» ήταν μισή ανάσα μακριά από το άλλο σκέλος του προαιώνιου διπόλου, το «Θάνατο».
Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Senna πλησίαζε όλο και πιο κοντά στην κόψη Έρωτα και Θανάτου, στο σημείο της έσχατης μονομαχίας ανάμεσα στα δύο αυτά αρχέγονα στοιχεία, στην ώρα της δικής του έσχατης κρίσης. Προσεγγίζοντας πλέον το αναπόφευκτο τέλος της καριέρας του ως πιλότου Φόρμουλα 1, ήταν αναγκασμένος να δημιουργήσει μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην πηγή της μόνης ηδονής που τον έκανε να νιώθει πραγματικά ζωντανός και στον κίνδυνο που μονίμως διέτρεχε – ακριβώς εξαιτίας της αναζήτησης αυτής της συγκεκριμένης και ιδιαίτερης ηδονής. Αυτήν την ισορροπία είχε επιτύχει κατά τρόπο υποδειγματικό και απαράμιλλο από την αρχή της αγωνιστικής του καριέρας – και η απόδειξη γι’ αυτό ήταν οι νίκες, οι πολ-ποζίσιον, τα τρία πρωταθλήματα, ο τίτλος τιμής «Magic» που του είχαν χαρίσει οι οπαδοί του, κυρίως όμως ήταν το γεγονός ότι ήταν ζωντανός: Αποσπούσε τη μέγιστη ικανοποίηση παίζοντας με τη φωτιά αλλά χωρίς να καίγεται, περιέπαιζε το Θάνατο ατιμωρητί.
Για όσο καιρό ο Senna είχε σαν στόχο του μίσους του τον Alain Prost, το ένστικτο της καταστροφής ήταν απασχολημένο αλλού, δεν υπήρχε κίνδυνος να ξεφύγει προς την κατεύθυνση της αυτο-καταστροφής. Όταν όμως ο Senna εκτόπισε και αντικατέστησε τον Prost στη Williams, τότε η αρνητική ενέργεια που συσσώρευε μέσα του ξαφνικά έμενε αδιάθετη. Η απουσία του Prost από το μονοδιάστατο σύμπαν του Senna προκάλεσε ένα πελώριο τεκτονικό ρήγμα στον ψυχισμό του, καθώς μεταξύ άλλων αποδεικνυόταν ότι ο Γάλλος είχε απόλυτο δίκιο σε δύο κρίσιμα σημεία: Ο Senna ήθελε να τον καταστρέψει, να τον εξολοθρεύσει, και αυτό το μίσος ήταν απαραίτητο και ζωτικό για τον ίδιον, ήταν παράγοντας ισορροπίας. Και επίσης, όταν ο Prost έλεγε με αποτροπιασμό «ο Senna οδηγεί σαν να πιστεύει ότι είναι άτρωτος», δεν υπερέβαλλε ούτε στο ελάχιστο: Ύστερα από μια εμπειρία όπως αυτή της Χερέθ το ’90, ο Senna εύκολα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να πιστέψει, ακριβώς όπως το έλεγε ο Prost, ότι είναι αθάνατος.
Η αυτο-παραπλάνηση ότι υπάρχει οδός διαφυγής από το θάνατο ήταν ένα παιχνίδι που ο Senna έπαιζε με τον εαυτό του όλο και πιο συχνά, με διάφορες αφορμές, ένα παιχνίδι όμως που άλλαξε εντελώς όταν ο Prost ανακοίνωσε ότι αποχωρεί οριστικά από τη Φόρμουλα 1. Έτσι, το 1994 ο Senna βρέθηκε στο κατώφλι ανάμεσα στο ναρκισσισμό της ζωής που τον πίεζε να προβεί σε ριζικές αλλαγές στον ιδιωτικό και οικογενειακό του βίο, και στο ναρκισσισμό του θανάτου που ξαφνικά, λόγω της απουσίας του Prost, των προβλημάτων στη σχέση του με τη Williams κ.λπ., όρθωνε ανάστημα. Ο Senna κατάντησε να ικετεύει τον Prost να επιστρέψει στα Γκραν Πρι – κι αυτό δεν ήταν ούτε ανήκουστο ούτε παράδοξο.
Ο Senna συνειδητοποίησε ορθώς ότι χωρίς εξωτερικό στόχο, αυτή η διεστραμμένη, ανάποδη libido θα μετατρεπόταν σε mordido,9 σε θανατερή ενέργεια, την οποία, εάν δεν διοχέτευε προς τα έξω, θα κατέστρεφε τον ίδιο του τον εαυτό. Φτάνοντας στην Ίμολα το 1994 ο Senna βρισκόταν πλέον σε πλήρη σύγχυση, καθώς αδυνατούσε να διακρίνει ποια ενόρμηση, ποιος ναρκισσισμός ήταν αυτός που κυβερνούσε την ψυχή του, καθώς έβλεπε καθαρά ότι ο κόσμος δυστροπούσε πια στη θέλησή του, οι πλανήτες στο προσωπικό του σύμπαν έμοιαζαν αποσυντονισμένοι, είχαν πάψει να γυρίζουν σε τροχιά γύρω από τον εαυτό του.
Είτε από αδυναμία είτε από μια υποσυνείδητη τάση αυτοκαταστροφής, την κρίσιμη στιγμή ο Senna εμπιστεύτηκε το σκοτεινό πρόσωπο του Νάρκισσου-Ιανού, αφέθηκε να παρασυρθεί από το ρεύμα του θανάτου, γύρισε την πλάτη του στη ζωή που τον καλούσε να αποσυρθεί από την καταραμένη κούρσα, έκλεισε τα αφτιά του στις φωνές, εσωτερικές και εξωτερικές, που τον καλούσαν μακριά από το μοιραίο. Το ξόδεμα του εαυτού του, η εξάντληση των δυνατοτήτων του, υποδηλώνουν ότι η προσέγγιση του Senna στους αγώνες δεν απείχε πολύ από τη συμπεριφορά κάποιου εθισμένου στον τζόγο: Έδινε πολλά, έπαιρνε πολλά.
Στην Ίμολα πίστεψε ότι είχε έρθει η στιγμή που θα τα έπαιζε όλα για όλα και με μια ζαριά ή ένα γύρο της μπίλιας θα τους νικούσε όλους: τον Michael Schumacher με το ύποπτο για παράτυπα ηλεκτρονικά βοηθήματα αυτοκίνητό του, την ομάδα της Williams που του αντιστεκόταν, τους επικριτές του που τον λοιδόρησαν επειδή εγκατέλειψε τη McLaren, όσους τον θεωρούσαν κάτι σαν απομεινάρι μιας περασμένης εποχής, ακόμη και την οικογένειά του που τον πλήγωσε θα μπορούσε να σωφρονίσει με μια νίκη στο GP του Σαν Μαρίνο. Έφτασε να σκέφτεται τη νίκη με αναφορά στους άλλους κυρίως, όχι στον εαυτό του, κάτι που αποτέλεσε μια σοβαρή μετατόπιση του σημείου εστίασης και που παρέσυρε τον Senna σε αχαρτογράφητες διαδρομές σκέψης και πράξης.
Ο Senna ήταν βαθιά και επώδυνα διχασμένος ανάμεσα στην απαίτηση να υποταχθεί στη θέληση της οικογένειάς του η οποία απέρριπτε την Adriane και την τάση του να απογαλακτιστεί. Επιτέλους, στα 34 του χρόνια μπορούσε να επιλέξει ο ίδιος τη σύντροφό του, χωρίς να περιμένει την έγκριση κανενός από τους οικείους του. Η συναισθηματική εξάρτηση του Senna από τη μητέρα, τον πατέρα και την αδελφή του ερχόταν σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τον έρωτά του για την Galisteu και, εννοείται, τον ναρκισσισμό του.
Ο αγαπημένος του αδελφός, ο Leonardo, ήταν ο πρώτος που τον χτύπησε κάτω από τη ζώνη, παρουσιάζοντάς του τα αποτελέσματα της υποκλοπής συνομιλιών της Adriane με τον πρώην σύντροφό της. Ο Senna έφτανε στην Ίμολα με ένα επιπλέον δίλημμα: Να μισήσει τον αδελφό του για την αισχρή του αδιακρισία ή να οργιστεί με την Adriane που μιλούσε πίσω από την πλάτη του για την ερωτική τους ζωή και δη με τον προηγούμενο εραστή της; Ξαφνικά ένιωθε προδομένος από όλους – και όχι άδικα. Η οικογένειά του, εφαρμόζοντας την πάγια τακτική του υπερπροστατευτισμού, είχε σχεδιάσει και εκτελέσει μια απροκάλυπτη και απαράδεκτη εισβολή στον ιδιωτικό βίο του Senna. Εκείνος θέλησε να εκτονώσει τον αποτροπιασμό, την οργή και την απογοήτευσή του εκεί όπου του ήταν εύκολο, μετέφερε δηλαδή το πρόβλημά του στον οικείο του στίβο, στην πίστα των αγώνων ταχύτητας, εκεί όπου ένιωθε ο ίδιος ασφαλής και ισχυρός.
Στον κυκεώνα ενός ψυχικού κόσμου σε αναταραχή, τα δομικά συμπλέγματα για τα οποία μιλά η ψυχανάλυση θα μπορούσαν να έχουν βραχυκλωθεί εντελώς. Μολονότι παρακινδυνευμένη και ακραία εικοτολογική, η υπόθεση μιας υποσυνείδητης τάσης αυτο-τιμωρίας του Senna θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτά τα οξυμένα αντικρουόμενα συναισθήματά που βίωνε κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Με άλλα λόγια, εάν οι αγαπημένοι του τον έβλαπταν, έστω και με την υπερβολική τους αγάπη, ο μόνος τρόπος να τους δώσει ένα καλό μάθημα για το ποιος έχει τον έλεγχο και να αντεπιτεθεί ήταν να βλάψει το αντικείμενο της αγάπης τους, δηλαδή τον εαυτό του. Εξάλλου, η σαδομαζοχιστική τάση δεν είναι ασύμβατη, πάντα κατά την ψυχαναλυτική θεώρηση, με τον ναρκισσισμό. Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο ο Senna να ένιωθε τύψεις επειδή είχε αντιτεθεί στη βούληση της οικογένειας, οπότε θα μπορούσε να έχει επιλέξει και πάλι την αυτοκαταστροφή σαν τιμωρία, σαν ποινή για τον ανυπάκουο και απολωλότα υιό.
Ο παράγοντας της θρησκευτικής πίστης θα έπρεπε και αυτός να επηρέασε τις υποσυνείδητες αποφάσεις του Senna, νομιμοποιώντας στο μυαλό του και καθιστώντας οικείο το ενδεχόμενο της αυτοθυσίας, του μαρτυρίου και του διαλόγου με το φοβερό επέκεινα. Όποιες και εάν ήταν οι ιδιαιτερότητες της ευαγγελικής εκδοχής όπως του τις είχε εμφυσήσει η αδελφή του, Viviane, ή όπως και εάν αντιλαμβανόταν την πίστη ο ίδιος, ο Senna παρέμενε εκτεθειμένος στη χριστιανική άποψη για τη ζωή και, οπωσδήποτε, το θάνατο εν όψει της αιώνιας ζωής.
Σε κάποιο τσιτάτο από τα γραπτά του, o Γερμανός φιλόσοφος Arthur Schopenhauer σημειώνει, με ευκρίνεια αλλόκοτα ταιριαστή στις τελευταίες ώρες του Senna, ότι «[…] ο τρόπος σκέψης κάθε ανθρώπου, είτε αποδέχεται κάποιο θρησκευτικό δόγμα είτε όχι, παίρνει ηθικολογική χροιά, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να κλείσει με ηθικά κριτήρια τους λογαριασμούς της τελειωμένης πια ζωής του». Ο Senna στην Ίμολα έδειχνε να βρίσκεται σε αυτήν ακριβώς τη διάθεση, ήθελε να κλείσει κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς πριν από την εκκίνηση του Γκραν Πρι. Οι φωτογραφίες που ξαφνικά θυμήθηκε ότι όφειλε επί πολύ καιρό στον προσωπικό του πιλότο, τον Owen O΄ Mahony, κυρίως όμως ο τρόπος που απευθύνθηκε στον Alain Prost δικαιώνουν πλήρως την παρατήρηση του Schopenhauer – παρά τη διαφορά των περίπου 150 χρόνων που τους χώριζε.
Σε ό,τι αφορά στον Prost, θα μπορούσε να προταθεί και πάλι μια αρκετά παρακινδυνευμένη υπόθεση, ότι δηλαδή ο Senna με το θάνατό του θέλησε να κατατροπώσει τελειωτικά και δια παντός τον προσωπικό του εχθρό. Διότι ο Γάλλος δεν θα είχε ποτέ καμία τύχη σε μια αναμέτρηση γοήτρου με έναν νεκρό ήρωα, με έναν αποθεωμένο πρωταθλητή.
Όμως, εάν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι ο Senna συνειδητά επεδίωκε οτιδήποτε άλλο εκτός από το χαμό του, στην Ίμολα πήρε μια σειρά από λανθασμένες αποφάσεις, βασιζόμενος σε πρωτόκολλα σκέψης που είχαν διαμορφωθεί με βάση ένα προηγούμενο και πλέον αναποτελεσματικό μοντέλο διατήρησης της ισορροπίας ανάμεσα στις επιταγές του Έρωτα και στην απειλή του Θανάτου. Ο Έρως και ο Θάνατος είχαν αλλάξει μεταξύ τους ρόλους, ερήμην του Senna, ο οποίος, ανυποψίαστος ή εθελοτυφλώντας, παρέμενε γαντζωμένος στον παλιό καλό του ναρκισσισμό, χωρίς να υποψιάζεται ότι η πρωτεϊκή αυτή ενόρμηση είχε μεταμορφωθεί, κυριολεκτικά μέσα στα χέρια του, στον δήμιο που τον οδηγούσε απευθείας στο θυσιαστήριο της Tamburello. Η αιτία της ψυχικής τύφλωσης του Senna, η ρίζα της σύγχυσής του την ύστατη στιγμή, θα πρέπει να αναζητηθεί σε εκείνο το μεσημέρι της 30ης Σεπτεμβρίου 1990 στη Χερέθ, καθώς και στη σχέση του με τον Prost, δηλαδή στις απρόβλεπτες και ύπουλες μεταμφιέσεις των στοιχείων «Έρως» και «Θάνατος».
Οι θεωρίες συνωμοσίας, π.χ. το να πιστεύει στα σοβαρά κάποιος ότι ο Senna δεν σκοτώθηκε στο δυστύχημά του αλλά δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε κ.ο.κ., δεν ελέγχονται μόνο ως προς την αληθοφάνειά τους και δεν εισπράττουν μόνο τη χλεύη και την καταφρόνια εκ μέρους των φανατικών ορθολογιστών. Υπό μια διαφορετική οπτική θα μπορούσε κανείς να διακρίνει έναν αθώο ρομαντισμό σε όσους επινοούν, διαδίδουν και αναμεταδίδουν τέτοιου είδους σενάρια. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να εκδηλώνεται η συμπάθεια ή ακόμη και η λατρεία προς τον θανόντα, σύμφωνα με τη λογική ότι ένας απλός θάνατος, ένα δυστύχημα, δεν μπορεί παρά να είναι γι’ αυτόν λίγο, ανάξιο του μεγαλείου του, και επομένως είναι απολύτως απαραίτητο να έχει συντελεστεί κάτι πιο σύνθετο και πιο συναρπαστικό, εφόσον ένας ήρωας πρέπει να έχει ένα αντιστοίχως ηρωικό και σπουδαίο τέλος.
Σε σχέση με την υποσυνείδητη «αυτοκαταστροφή» του Senna τίποτα δεν αποδεικνύεται και τίποτα δεν μπορεί να ελεγχθεί πειραματικά ή «επιστημονικά», ό,τι ισχύει, δηλαδή, για κάθε θεωρία συνωμοσίας: Εδώ αναζητήθηκαν ιδέες, ακριβώς όπως άλλοι αναζήτησαν ουσίες, βλήματα, ακτίνες κ.λπ. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις είναι επί της ουσίας αμελητέα. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν η επιστήμη έχει εντοπίσει σε μικροσκοπικό επίπεδο κύτταρα που αποφασίζουν να τερματίσουν τη ζωή τους αυτοβούλως, γιατί να μην ισχύει κάτι αντίστοιχο στους πιο σύνθετους οργανισμούς;
Ο André Green, ο Γάλλος ψυχαναλυτής που μνημονεύτηκε συχνά προηγουμένως, παρατηρεί πως «δεν είναι εύκολο να ζεις με την ιδέα ότι φέρεις μία θανατερή δύναμη μέσα σου, στραμμένη προς τον εαυτό σου, ούτε ότι είμαστε όλοι δολοφόνοι έτοιμοι να επικαλεσθούμε την ανάγκη της επιβίωσης ή μια νόμιμη άμυνα για να επιτεθούμε στον άλλον». Προφανώς, αυτό που περιγράφει ο Green είναι ακόμη λιγότερο εύκολο όταν τυχαίνει να είσαι οδηγός αγώνων αυτοκινήτου, συγκεκριμένα δε αυτός που θεωρείται ως ο πιο γρήγορος πιλότος F1 στον κόσμο.
Για ανθρώπους με το θανάσιμο ευγενές χάρισμα του Senna, η ακροβασία στο όριο μεταξύ της ζωογόνου διέγερσης και του έσχατου κινδύνου ήταν ζήτημα εξάρτησης και εν τέλει raison d’ être, υπό την έννοια ότι μέσω των ακραίων συνθηκών που αντιμετώπιζε -ή και προκαλούσε αυτοβούλως- στην πίστα, ο Senna αξιοποιούσε το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Κατ‘ αυτό τον τρόπο κλήθηκε να πληρώσει το τίμημα για την ψευδαίσθηση που είχε ο ίδιος καλλιεργήσει, ότι είναι αθάνατος. Συνεπής στις υποχρεώσεις του, εμφανίστηκε κανονικά στο ραντεβού της Πρωτομαγιάς της Ίμολα, πλήρωσε και πέρασε στην αιωνιότητα, όχι μεταφυσικά αλλά στην πράξη, δημιουργώντας το μεγαλύτερο θρύλο που γέννησε ποτέ ο κόσμος της Φόρμουλα 1. Υπό μίαν, τουλάχιστον, έννοια, η «θυσία» δεν πήγε χαμένη: «Παρόλο που ο θάνατος παραμένει αδιανόητος για μας, είναι ίσως ο θάνατος εκείνων που υπήρξαν αντικείμενα της αγάπης μας που έχουν ψιθυρίσει σε εμάς την ιδέα της αθανασίας».