Τέθηκε σε λειτουργία με την προοπτική να διακινεί 90 εκατ. επιβάτες, αλλά πέρυσι εξυπηρέτησε 55 εκατ. - Χτυπημένο από τον κορωνοϊό, την αναστολή πτήσεων και τα τεράστια λειτουργικά έξοδα, «γκρεμίζει» τις υποσχέσεις του Τούρκου προέδρου - Mε την απότομη κάμψη του Μαρτίου φαίνεται απίθανο να επιβιώσει χωρίς κρατική στήριξη - Όλο και πιο πιθανό το σενάριο εθνικοποίησης
Δεν πάει και τόσος καιρός που δόθηκε σε λειτουργία το φαραωνικό Istanbul Airport του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Απρίλιος του 2019 ήταν όταν άρχισε να λειτουργεί, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα, είχε εγκαινιαστεί με κάθε επισημότητα. Παρουσία εκατοντάδων κρατικών αξιωματούχων, ο Τούρκος πρόεδρος το είχε χαρακτηρίσει ως το «μεγαλύτερο του κόσμου», αστειευόμενος- ή όχι- ότι παίρνει τα ηνία από το Διεθνές Αεροδρόμιο Χάρτσφιλντ-Τζάκσον, στην Ατλάντα των ΗΠΑ. Υπό κανονικές συνθήκες θα αποτελούσε τη ναυαρχίδα των υπέρμετρα φιλόδοξων προγραμμάτων υποδομών του Τούρκου προέδρου. Αυτά ήταν που θα μετέβαλλαν σταδιακά το πρόσωπο της χώρας. Ο ίδιος ο Ερντογάν, μάλιστα, είχε εξαγγείλει 120.000 προσλήψεις και άμεση κερδοφορία.
Παρά τους καλούς οιωνούς, το αεροδρόμιο στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας ήδη αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Για την ακρίβεια, έχει βυθιστεί σε μία ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική κρίση, εξαιτίας του μεγέθους και της υπέρμετρης πολυτέλειάς του. Και έρχεται η πανδημία και το ωθεί πιο γρήγορα στον γκρεμό.
Με τα αεροπορικά ταξίδια να αναστέλλονται σ΄ ολόκληρο τον κόσμο, στο πλαίσιο της προσπάθειας αναχαίτισης της πανδημίας, ο τομέας των αερομεταφορών της Τουρκίας – το απόλυτο αστέρι της τουρκικής οικονομίας- παρουσιάζει κατακόρυφη πτώση. Το Αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν ήδη από τα γεννοφάσκια του υπό καθεστώς οικονομικής πίεσης. Ο πολυτελής παγκόσμιος κόμβος – που εμπλέκεται σε διαμάχη σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ίδρυσή του – έχει δει τους φιλόδοξους στόχους του να κατακρημνίζονται. Συγκεκριμένα, μοιάζει να απειλείται το μέλλον του.
Όταν το νέο αεροδρόμιο τέθηκε σε λειτουργία είχε δυνατότητα εξυπηρέτησης 90 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως, σε αντίθεση με το εμβληματικό αεροδρόμιο Ατατούρκ της πόλης. Το τελευταίο είχε χωρητικότητα 60 εκατομμυρίων επιβατών. Έχοντας δυσθεώρητα έξοδα, θα μπορούσε να είναι βιώσιμο, μόνο σε περίπτωση που πετύχαινε σταθερά ο ποσοτικός στόχος αναφορικά με τους επιβάτες. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Η πανδημία, όμως, επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Τα δεδομένα από τον Μάρτιο δείχνουν πώς η πανδημία έπληξε σφοδρά την αεροπορική βιομηχανία της Τουρκίας. Ο τομέας χειρίστηκε μόνο 7,3 εκατομμύρια επιβάτες τον περασμένο μήνα καθώς τέθηκαν σε εφαρμογή περιορισμοί ταξιδιού, από 12,3 εκατομμύρια τον Φεβρουάριο και σχεδόν 14 εκατομμύρια τον Ιανουάριο.
Ο αριθμός των επιβατών μειώθηκε κατά 30% από τον Φεβρουάριο στις πτήσεις εσωτερικού και 54% στις διεθνείς πτήσεις, οι οποίες εξυπηρέτησαν μόνο 2,5 εκατομμύρια άτομα. Ακόμα χειρότερα, οι πτήσεις εσωτερικού της Turkish Airlines έχουν τεθεί σε αναστολή έως την 1η Μαΐου και οι διεθνείς πτήσεις έως τις 20 Μαΐου. Η δεύτερη μεγαλύτερη αεροπορική εταιρεία Πήγασος, θα είναι ακινητοποιημένη μέχρι τις 15 Μαΐου. Η IGA, η εταιρεία που εκμεταλλεύεται το αεροδρόμιο, είναι χρεωμένη με δάνειο σε τράπεζα του εξωτερικού, ενώ καταβάλλει στο κράτος 886 εκατομμύρια ευρώ (962 εκατομμύρια δολάρια) σε ετήσιο ενοίκιο. Η πληρωμή ενοικίου είχε ήδη αναβληθεί πέρυσι.
Η κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, είχει δεσμευτεί προς την εταιρεία με εγγυήσεις επιβατών. Αυτό σημαίνει ότι θα κληθεί να πληρώσει τη διαφορά, σε περίπτωση που ο αριθμός των επιβατών, πέσει κάτω από το όριο που εγγυάται η σύμβαση. Η εταιρεία δήλωσε ότι εξυπηρέτησε 55 εκατομμύρια επιβάτες πέρυσι, αφότου το αεροδρόμιο τέθηκε σε λειτουργία. Ωστόσο, με την απότομη κάμψη του Μαρτίου φαίνεται απίθανο να επιβιώσει χωρίς στήριξη. Όλο και πιο συχνά γράφεται ότι μπορεί να εθνικοποιηθεί ή να αναληφθεί από το κρατικό ταμείο πλούτου.
Η κρίση πάντως δεν αφορά μόνο στην Τουρκία. Η Διεθνής Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών (IATA) προειδοποίησε ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, το COVID-19 θα μειώσει τα εσόδα των επιβατών αεροπορικών εταιρειών κατά 314 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό μεταφράζεται σε 55% μείωση σε σύγκριση με το 2019.