Πώς προσπαθεί ένας πατέρας να εξηγήσει στον πεντάχρονο γιο του, τι είναι πανδημία και γιατί πρέπει να μείνουμε σπίτι.
Μάλιστα κύριε Τσιόδρα μου. Ευχαρίστως κύριε Χαρδαλιά. Ότι πείτε κύριε Μητσοτάκη μου. Αντίρρηση από εμάς, από την συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, δεν πρόκειται να βρείτε. Σε ό,τι αποφασίσετε. Σε ότι μέτρο, όσο σκληρό κι αν είναι αυτό, αναγκαστείτε να πάρετε. Άλλωστε τα αποτελέσματα της κυβερνητικής στρατηγικής είναι πλέον εμφανή. Ήδη έχουμε αρχίσει να βλέπουμε «φως στο τούνελ» και είναι δεδομένο πως η χώρα μας τα πηγαίνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα στον πόλεμο κατά της εξάπλωσης του κορονοϊού. Όλα καλά μέχρι εδώ.
Όμως υπάρχει και μια κατηγορία η οποία δίνει την δική της μάχη κάθε μέρα χωρίς να έχει την βοήθεια κανενός. Περισσότερο από ένστικτο, περισσότερο από την ανάγκη του να μην τραυματιστεί η ψυχή κανενός μικρού παιδιού. Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για το δικό μας παιδί.
«Μπαμπά γιατί δεν μπορούμε να πάμε βόλτα;»
«Γιατί η παιδική χαρά είναι κλειδωμένη;» «Λαμπάδα γιατί δεν θα πάρω φέτος;» «Στο χωριό γιατί δεν θα πάμε;» «Μου έχει λείψει πολύ ο παππούς και η γιαγιά…» Ερωτήματα αφοπλιστικά. Ατάκες που οι περισσότεροι γονείς δυσκολεύονται να τις απαντήσουν. Να δώσουν μια λογική εξήγηση. ΟΚ για κάποιον που δεν είναι γονιός και δεν μπορεί να μπει στην ψυχοσύνθεση ενός πατέρα ή μιας μητέρας και δεν έχει κληθεί να διαχειριστεί ένα παιδικό μυαλουδάκι τότε αυτές οι ερωτήσεις μπορεί να μοιάζουν χαζές. Όμως δεν είναι. Είναι άκρως επικίνδυνες και οι γονείς θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί στο τι λένε στα παιδιά τους και πως θα καταφέρουν να εξηγήσουν με πολύ απλό και κατανοητό τρόπο τι είναι αυτός ο «χαζοκορονοιός».
Και στην περίπτωση των μικρών παιδιών ο φόβος (ή η ανησυχία αν προτιμάτε) παίζει καταλυτικό ρόλο. «Μπαμπά ακόμα υπάρχει αυτός ο κορονοϊός; Πότε θα πάω σχολείο να δω τους φίλους μου;». «Όσο η αρρώστια είναι έξω εμείς θα μένουμε μέσα και θα… παίζουμε. Θα βλέπουμε τους φίλους μας και τα ξαδέλφια μας από το internet, θα δούμε όλα τα… παιδικά του κόσμου και θα κάνουμε ένα σπίτι άνω κάτω». Ατάκες που αγγίζουν την «βρωμερή» τέχνη του λαδώματος. Η προσπάθεια να πείσεις τον πιτσιρικά πως μιας και είμαστε σπίτι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα απ’ όλα όσα είχαμε συνηθίσει, θα κάνουμε ότι σχεδόν απαγορευόταν. Και άμα υπάρχει ακόμα αντίσταση περνάς στην τέχνη της δωροδοκίας.
«Λοιπόν, Κωνσταντινάκο μου, μόλις περάσει αυτός ο χαζοκορονοϊός, το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε είναι να πάμε σε ένα τεράστιο παιχνιδάδικο και να πάρουμε ότι θες. Αλλά δεν πρέπει να αρρωστήσουμε. Θα πρέπει να είμαστε καλά για να πάμε» λες και περιμένεις οι ατάκες αυτές να περάσουν από το «συμβούλιο» του μικρού εγκεφάλου και να πάρεις την απάντησή που θα ήθελες. Αλλιώς έχει πρόβλημα και θα πρέπει να επιμείνεις και να δωροδοκήσεις ακόμα περισσότερο.
Η «παγίδα» του μετά
Τα δύσκολα φαίνεται πως είναι πίσω μας. Το μεγάλο κύμα μοιάζει να ξεπεράστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Όμως τώρα θα πρέπει να επιδείξουμε ακόμα μεγαλύτερη προσοχή για να έρθει ακόμα πιο γρήγορα η μέρα που θα μπορούμε να ξεχυθούμε και πάλι στους δρόμους και τις πλατείες μαζί με τα μικρά μας διαολάκια. Και να μας «πρήζουν» από το πρωί μέχρι το βράδυ. Γιατί δεν κάνει να τρώμε δύο παγωτά την ημέρα, γιατί δεν μπορούμε να παίρνουμε συνέχεια δώρα, γιατί δεν τους αφήνουμε στην ησυχία τους να παίζουν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Και όμως, ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει η παγίδα που θέλει ιδιαίτερη προσεχή. Η επιστροφή στην κανονικότητα θα πρέπει να είναι απολύτως ομαλή μιας και τα παιδιά μας θα πρέπει να καταλάβουν και να κατανοήσουν πλήρως γιατί δεν θα μπορούν να είναι και πάλι 24 ώρες την ημέρα με την μαμά και τον μπαμπά. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα απασχολήσει την κατάλληλη στιγμή.
Όσο παιδικό και χαζό και αν ακούγεται ένα από τα πιο δύσκολα αυτής της πανδημίας είναι να εξηγήσεις στα παιδιά γιατί η ζωή τους άλλαξε εξ ολοκλήρου. Και ότι και να απαντήσεις, ότι και να κάνεις η προσπάθειά σου μπορεί να πάει παντελώς χαμένη. Γιατί όπως ξέρουμε όλοι, απλώς δεν μπορείς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά.
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα…