Είναι γεγονός ότι μόλις μέσα σε λίγες εβδομάδες η διεθνής μουσική οικογένεια έχασε πολλούς εκπροσώπους της
Μια πανδημία που εμφανίστηκε ξαφνικά και έβαλε σε καραντίνα πάνω από τον μισό πληθυσμό του πλανήτη. Ενας αόρατος εχθρός που άλλαξε ριζικά τις ζωές μας, ανέτρεψε τις ισορροπίες μας, μας ανάγκασε να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητές μας. Ενας ύπουλος αντίπαλος που κατάφερε, μόλις σε τρεις μήνες, να σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Και παρότι η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι ούτως ή άλλως υπέρτατη και δεν χωρά καμία αμφισβήτηση, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο το υψηλό κόστος του COVID-19 στην παγκόσμια μουσική κοινότητα. Είναι μάλιστα τόσο πολλές οι απώλειες σε αυτό τον χώρο, που έκανε κάποιους να αναρωτηθούν σχεδόν υποσυνείδητα: «Μήπως αυτός ο ιός έχει βαλθεί να μας καταβάλει χτυπώντας ένα από τα πιο πολύτιμα στηρίγματα της ύπαρξής μας, τη μουσική;».
Είναι γεγονός ότι μόλις μέσα σε λίγες εβδομάδες η διεθνής μουσική οικογένεια έχασε πολλούς σημαντικότερους εκπροσώπους της, άλλους ηλικιωμένους και άλλους νεότερους. Κορυφαίοι μουσικοί που άνοιξαν νέους, ρηξικέλευθους δρόμους και αποτέλεσαν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τις επόμενες γενιές, σπουδαίοι τραγουδοποιοί που έγραψαν μελωδίες και στίχους διαχρονικούς, ερμηνευτές που σημάδεψαν με τις υπέροχες φωνές τους αγαπημένα τραγούδια τα οποία αποτελούν, δεκαετίες τώρα, ζωντανά κομμάτια του σάουντρακ της ζωής μας.
Μπιλ Γουίδερς
Ο Χιου Γκραντ περπατά σαν χαμένος στους δρόμους του Νότινγκ Χιλ, προδομένος από την Τζούλια Ρόμπερτς, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Οι μέρες και οι νύχτες περνούν, οι εποχές αλλάζουν, αθόρυβα, μονότονα, σχεδόν χωρίς παλμό. Και όσο εκείνος περπατά στον δρόμο της απόλυτης παραίτησης ακούγεται ένα αγαπημένο τραγούδι, το γλυκά μελαγχολικό «Ain’t No Sunshine». Βέβαια, ο δημιουργός και ερμηνευτής του, ο Μπιλ Γουίδερς, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ημέρες χτυπημένος από τον κορωνοϊό, στα 81 του χρόνια, ήταν πολλά περισσότερα από το δημοφιλές αυτό τραγούδι που συνδέθηκε με τη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία του 1999 «Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ».
Ηταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης που είχε το σπάνιο ταλέντο να μεταμορφώνει σε τραγούδια αληθινές ιστορίες αγάπης. Ουδόλως τον ενδιέφεραν τα χαζά ερωτικά τραγουδάκια και τα πρόσκαιρα hits. Αντιθέτως, όταν οι δισκογραφικές εταιρείες τον έσπρωχναν προς αυτό τον δρόμο, εκείνος αποχώρησε θεαματικά έχοντας διαγράψει μια σπουδαία καριέρα μόλις μέσα σε 15 χρόνια. Τα τραγούδια του, μεταξύ των οποίων τα «Lean On Me», «Use Me», «Just the Two of Us», «Grandma’s Hands», ακατέργαστα και χωρίς περιττά στολίδια, έβγαζαν αβίαστα συναίσθημα, ενώ η φωνή του, με εκείνη την ανεπαίσθητη βραχνάδα, σε έκανε σχεδόν αμέσως συμμέτοχο στην ιστορία που διηγούνταν. Το σημαντικότερο, ίσως, κατόρθωμά του ήταν ότι κατάφερε να συναγωνιστεί στα ίσα τις κορυφαίες μαύρες σόουλ φωνές την εποχής του. Μπορεί να μην μπήκε στο δικό τους πάνθεον, ήταν ωστόσο από τους ελάχιστους που στάθηκε στο ερμηνευτικό ύψος τους!
Αλαν Μέριλ
Ποιος δεν έχει παρασυρθεί, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, από τον ασυγκράτητο ρυθμό του μουσικού ύμνου «I Love Rock ’n Roll»; Είναι, άλλωστε, γεγονός ότι αυτό το κομμάτι κάνει διαχρονική καριέρα στη διασκέδαση κάθε είδους, από ροκάδικα και πάρτυ μέχρι σχολικές εκδρομές και δεξιώσεις γάμων! Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, ακούγεται από τη δημοφιλή εκτέλεση των Joan Jett & The Blackhearts, εκείνος όμως που συνυπόγραψε τη δημιουργία του και έκανε την πρώτη του εκτέλεση ήταν ο Αλαν Μέριν, επίσης πρόσφατο θύμα του κορωνοϊού, στα 67 του χρόνια. Ο Αμερικανός τραγουδοποιός-τραγουδιστής έγραψε το θρυλικό τραγούδι με τον Τζέικ Χούκερ και το ηχογράφησε μαζί με τους Arrows το 1975, με τον ίδιο στον ρόλο του βασικού τραγουδιστή. Ηταν μάλιστα και ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες της Δύσης που έκαναν καριέρα στην Ιαπωνία όπου έζησε για κάποια χρόνια.
Κένι Ρότζερς
Συνδυάζοντας το πρωτόγονο στυλ του αυθεντικού παιδιού της αμερικανικής επαρχίας και την ευαισθησία του μπαλανταδόρου ο Κένι Ρότζερς ήταν από τους πρώτους τραγουδιστές που κατάφεραν να φέρουν σε επαφή τα διαχρονικά αντίπαλα στρατόπεδα της κάντρι και της ποπ μουσικής. Γιατί ο δημοφιλής αυτός ερμηνευτής που διένυσε μια καριέρα έξι ολόκληρων δεκαετιών είχε μια μοναδική ικανότητα να εκμηδενίζει τις μουσικές αποστάσεις. Αλλοτε ως παραδοσιακός τζογαδόρος στη μεγάλη του επιτυχία «The Gambler», άλλοτε ως τζέντλεμαν ερμηνεύοντας σαγηνευτικά την πασίγνωστη μπαλάντα του Λάιονελ Ρίτσι «Lady» και άλλοτε πάλι ως το έτερον ήμισυ της Ντόλι Πάρτον σε μια σειρά από ντουέτα, με γνωστότερο το «Islands in the Stream», κατάφερνε να καλύπτει πολλά και διαφορετικά μουσικά γούστα. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι αρκετές φορές είχε κερδίσει μεγάλα μουσικά βραβεία τρώγοντας τη σκόνη του διάσημοι ποπ σταρ της εποχής επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση «ο παλιός είναι αλλιώς».
Τζον Πράιν
«Ο Τζον κι εγώ ήμασταν οι “νέοι Ντίλαν” της εποχής μας», έγραψε ο Μπρους Σπρίνγκστιν προ ημερών στο Twitter, αποχαιρετώντας δημόσια τον σημαντικό Αμερικανό τραγουδοποιό – ερμηνευτή της φολκ Τζον Πάιν, που άφησε την τελευταία του πνοή, στα 73 του χρόνια, από επιπλοκές του COVID-19, ενώ από το 1999 είχε κερδίσει αρκετές μάχες με τον καρκίνο. Πράγματι, ο Τζον Πράιν διέθετε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούσαν έναν καλλιτέχνη μοναδική περίπτωση: φωνή εντελώς ξεχωριστή, εύθραυστη, αλλά και συνάμα διεισδυτική, μουσική πένα ευρηματική και ρηξικέλευθη, στιχουργική γραφή ευφυή, ποτισμένη με αρκετές δόσεις του σπάνιου χιούμορ που διέθετε. Το γεγονός άλλωστε ότι ο θρυλικός Μπομπ Ντίλαν είχε δηλώσει δημοσίως τον θαυμασμό του για εκείνον, μαζί με το ότι ο Κρις Κριστόφερσον έκανε λόγο για μια περίπτωση καλλιτέχνη που δεν μοιάζει με κανέναν απ’ όσους είχε ακούσει στο παρελθόν, αποτελούσαν αδιαπραγμάτευτες συστάσεις καθολικής αναγνώρισης. Στα παραπάνω δε συνηγορούν και οι δεκάδες διασκευές των τραγουδιών του, μεταξύ των οποίων τα «Sam Stone», «Hello in There», «Angel from Montgomery» κ.ά., από νεότερους καλλιτέχνες.
Μανού Ντιμπάνγκο
Το 1972 η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου του Καμερούν κατάφερε να φτάσει, για πρώτη φορά στην ιστορία της, στα προημιτελικά του αφρικανικού πρωταθλήματος. Ενθουσιασμένοι όλοι από τη διάκριση και προκειμένου να τονώσουν το κλίμα ενθουσιασμού αποδέχτηκαν την πρόταση ενός ντόπιου μουσικού να χρησιμοποιήσουν ένα ρυθμικό τραγούδι του ως επίσημο ύμνο της ομάδας. Ο μουσικός δεν ήταν άλλος από τον θρυλικό σαξοφωνίστα Μανού Ντιμπάνγκο και το τραγούδι το εξωφρενικά ξεσηκωτικό «Soul Makossa».
Είναι το ίδιο τραγούδι που έφερε αντιμέτωπο στις δικαστικές αίθουσες τον πολυβραβευμένο μουσικό του με τον τάχιστα ανερχόμενο τότε Μάικλ Τζάκσον, τον οποίο κατηγόρησε ότι είχε κλέψει την εισαγωγή του και την είχε χρησιμοποιήσει σε ένα τραγούδι του πασίγνωστου άλμπουμ του «Thriller», το «Wanna be Startin’ Somethin». Οι δυο τους έλυσαν τελικά το θέμα με εξωδικαστικό συμβιβασμό, η ιστορία, ωστόσο, δεν ξεχάστηκε ποτέ.
Οχι βέβαια ότι ο Μανού Ντιμπάγκο είχε ανάγκη ένα σκάνδαλο για να σπρώξει την καριέρα του, η οποία, ούτως ή άλλως, είχε ήδη ξανοιχτεί σε όλες τις ηπείρους. Αιώνιος εραστής της αυθεντικής τζαζ, ήταν εκείνος που σύστησε την ιδιαίτερη ομορφιά της στο αμερικανικό και το ευρωπαϊκό κοινό μέσα από τις αμέτρητες συναυλίες που πραγματοποιούσε σε κάθε γωνιά του κόσμου, ανάμεσα στις οποίες και η χώρα μας όπου είχε παίξει αρκετές φορές.
Γουάλας Ρόνι
Αν ο Μάιλς Ντέιβις, ο κορυφαίος τρομπετίστας της τζαζ, είχε έναν διάδοχο, αυτός δεν ήταν άλλος από τον Γουάλας Ρόνι, που νικήθηκε πριν από λίγες ημέρες από τον κορωνοϊό σε ηλικία μόλις 59 ετών. Η συνάντηση του 23χρονου εκείνη την εποχή μουσικού που είχε αρχίσει δειλά-δειλά να κάνει τις πρώτες του ζωντανές εμφανίσεις σε τζαζ κλαμπ της Νέας Υόρκης με τον θρύλο της τρομπέτας στάθηκε καθοριστική για τη μετέπειτα διαδρομή του. Είχε την σπάνια τύχη να διδαχτεί τα μυστικά της τέχνης του από τον κορυφαίο του είδους, αλλά και την ατυχία να μην πάψουν ποτέ να τον συγκρίνουν με εκείνον. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να διαγράψει μια σπουδαία προσωπική διαδρομή η οποία συνοδεύτηκε από πολυάριθμα μουσικά βραβεία και ακόμη περισσότερους φανατικούς θαυμαστές.
Πάτρικ Γκίμπσον
Το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι των απανταχού Καρναβαλιών είναι αναμφισβήτητα η διαχρονική λάτιν-ποπ επιτυχία «Cuba». Πρόκειται για τραγούδι-σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος Gibson Brothers, ένα από τα τρία μέλη του οποίου, ο Πάτρικ Γκίμπσον, που έπαιζε ντραμς και έκανε φωνητικά, έπεσε θύμα του φονικού κορωνοϊού, σε ηλικία 63 ετών. Με τα χαρακτηριστικά πολύχρωμα κοστούμια τους, το άφρο μαλλί και τις συντονισμένες χορευτικές κινήσεις τους τα αδέλφια Γκίμπσον, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γαλλία, πρωταγωνίστησαν στην παγκόσμια ντίσκο σκηνή για περισσότερες από δύο δεκαετίες.
Ο COVID-19 ήταν η αιτία θανάτου και άλλων σημαντικών μελών της διεθνούς μουσικής σκηνής, μεταξύ των οποίων ο πολυβραβευμένος Αμερικανός συνθέτης και τραγουδιστής Ανταμ Σλέσινγκερ, με σημαντική θητεία στη μουσική για τον κινηματογράφο, ο βετεράνος πιανίστας της τζαζ Ελις Μαρσάλις, ο δημοφιλής τραγουδιστής της κάντρι Τζόε Ντίφι, αλλά και ο καταξιωμένος Πολωνός συνθέτης και μαέστρος Κριστόφ Πεντερέσκι.