Από τον Ιανουάριο, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κήρυξε το ξέσπασμα του νέου κορονοϊού, που εξελίχθηκε πανδημία και μια παγκόσμια κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία, ερευνητές και εμπειρογνώμονες μελετούν διαρκώς τον ιό.
Ο κύριος στόχος είναι να «διαβαστεί» ο κορονοϊός όσο το δυνατόν ταχύτερα, ώστε να αναπτυχθούν αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης και περιορισμού αρχικά και φυσικά ίασης μέσω εμβολίου στη συνέχεια.
Αν και εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά άγνωστα στοιχεία, η έρευνα για τον νέο κορονοϊό έχει προχωρήσει γρήγορα και σε έκταση.
Μία από τις πιο πρόσφατες μελέτες, η οποία διεξήχθη από ερευνητές του Ινστιτούτου Μικροβιολογίας Klinikum München-Schwabing στο Μόναχο, του Charité Universitätsmedizin στο Βερολίνο και του πανεπιστημιακού νοσοκομείου LMU επίσης στο Μόναχο, απέδωσε πολύτιμα συμπεράσματα αναφορικά με το πότε ο ιός είναι πιο μεταδοτικός από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η νέα μελέτη δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί σε επιστημονικό περιοδικό, για να αξιολογηθεί η εγκυρότητά της, ωστόσο οι συγγραφείς της τη δημοσίευσαν στο διαδίκτυο στο πλαίσιο της όσο το δυνατόν ταχύτερης διασποράς των ερευνητικών πληροφοριών γύρω από τον κορονοϊό. Ο επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας είναι ο δρ. Roman Wölfel από το Ινστιτούτο Μικροβιολογίας του Bundeswehr.
Κορονοϊός: Τα ευρήματα ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη στρατηγική περίθαλψης
Για να βρουν πόσο πιθανό είναι να εξαπλωθεί ο κορονοϊός σε διαφορετικά στάδια από την στιγμή της μόλυνσης του ατόμου, και με ποιους τρόπους γίνεται αυτό, οι ερευνητές ανέλυσαν διάφορα δείγματα που συγκέντρωσαν από εννέα ασθενείς με τον ιό COVID-19.
Επρόκειτο για ασθενείς που είχαν νοσηλευτεί σε νοσοκομείο του Μονάχου για διάγνωση και θεραπεία και όλοι βίωσαν ήπια συμπτώματα του κορονοϊού. Όλοι τους ήταν νεαρής έως μέσης ηλικίας, που δεν είχαν άλλα σημαντικά υποκείμενα νοσήματα.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα σάλιου και βλέννας, αίματος, ούρων και κοπράνων που ελήφθησαν σε διάφορα στάδια της λοίμωξης. Πραγματοποίησαν διάφορα τεστ σε κάθε ένα από αυτά, για να δουν αν υπήρχε ο κορονοϊός και αν είχε τη δυνατότητα να μεταδοθεί.
Δείγματα από τους λαιμούς των ασθενών έδειξαν ότι ο κορονοϊός ήταν πιο μεταδοτικός κατά τη διάρκεια της 1ης εβδομάδας από τη στιγμή που οι ασθενείς κόλλησαν τον SARS-CoV-2.
Συγκεκριμένα αυτό επαληθεύτηκε στο 16,66% των δειγμάτων από τον λαιμό και στο 83,33% των δειγμάτων πτυέλου (σάλιο από το στόμα και βλέννα από την μύτη).
Οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να απομονώσουν τον ιό σε δείγματα που συγκέντρωσαν μετά την 8η ημέρα από την έκθεση του κάθε ασθενούς σε αυτόν. Τα δείγματα αίματος και ούρων δεν παρουσίασαν ίχνη του ιού, αλλά τα δείγματα κοπράνων έδωσαν ιικό RNA.
Ωστόσο, οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ιική καλλιέργεια από το RNA του ιού που εντόπισαν στα κόπρανα, κάτι που υποδηλώνει ότι τα κόπρανα δεν είναι πηγή μόλυνσης για τον κορονοϊό.
«Η καταγραφή της παρατεταμένης αποβολής του κορονοϊού μέσω των πτυέλων είναι σημαντική όχι μόνο για τον έλεγχο των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων αλλά και για τη διαχείριση της έκλυσης του ιού από το σώμα», γράφουν οι ερευνητές.
Με βάση τα συμπεράσματά τους, εκτιμούν ότι είναι πιο πιθανό να αποφευχθούν οι ελλείψεις σε κρεβάτια νοσοκομείων, επειδή οι γιατροί θα μπορούν με σιγουριά να δίνουν εξιτήριο σε ασθενείς πιο νωρίς από τώρα και να τους συμβουλεύουν να παραμείνουν σε αυτοαπομόνωση στο σπίτι τους.
Σημειώνουν χαρακτηριστικά:
«Σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από περιορισμένη διαθεσιμότητα νοσοκομειακών κλινών σε χώρους μολυσματικών ασθενειών, υπάρχει πίεση για πρόωρα εξιτήρια μετά από θεραπεία. Με βάση τα παρόντα ευρήματα, το πρόωρο εξιτήριο σε συνδυασμό με επακόλουθη απομόνωση στο σπίτι θα μπορούσε να επιλεγεί για ασθενείς που είναι πέραν της 10ης ημέρας συμπτωμάτων […] «