Ένα μικρό blog με μεταχειρισμένα ρούχα, δύο φίλες, τα χρήματα της μαμάς και λίγη τύχη, ήταν αρκετά για να γίνει πραγματικότητα το όνειρο της Ρέιτσελ Λιμ για μια αγορά ρούχων με ασιατικά πρότυπα.
Η αρχή για μια επιχείρηση σίγουρα είναι δύσκολη για τον καθένα, αλλά όταν η Ρέιτσελ Λιμ ανακάλυψε το λιανικό εμπόριο ρούχων, τα μερίδια ήταν ιδιαίτερα υψηλά, και στην πλάτη της είχε και τις οικονομίες της μητέρας της.
Έπειτα από πολύ κόπο και αρκετή θέληση για δουλειά, οι κόποι της Λιμ αλλά και των συνεργατριών της φαίνεται ότι απέδωσαν, καθώς από το μηδέν έφτιαξαν ένα κολοσό μόδας εκατομμυρίων.
Η τότε 21χρονη Λιμ αντιμετώπιζε χρέη με πενταψήφια νούμερα καθώς παράτησε το κολλέγιο για να κυνηγήσει το όνειρο της. Χωρίς ωστόσο να έχει τα δικά της χρήματα, η Λιμ γύρισε στο μοναδικό πρόσωπο που μπορούσε να της δανείσει, τη μητέρα της.
«Ήμουν δεσμευμένη από την κυβέρνηση, οπότε έπρεπε να πληρώσω για να σταματήσω το σχολείο και να ξεκινήσω την επιχείρηση», δήλωσε η επιχειρηματίας της Σιγκαπούρης στο CNBC. «Προφανώς δεν είχα τα χρήματα, οπότε δεν είχα άλλη επιλογή παρά να πάω στη μαμά μου και να ζητήσω δάνειο».
Εντωμεταξύ, δεν θα μπορούσε να έχει έρθει αυτό σε χειρότερη στιγμή για την οικογένεια: Η μαμά της Λιμ έκανε ήδη δύο δουλειές για να στηρίξει την οικογένεια μετά την ασιατική χρηματοοικονομική κρίση του 1997 η οποία βούλιαξε την επιχείρηση ναυτιλίας του μπαμπά της. Ωστόσο, η Λιμ δήλωσε ότι ήταν η πίεση που χρειαζόταν για να εξασφαλίσει την επιτυχία της επιχείρησής της.
«Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ήξερα ότι δεν μπορούσα να αποτύχω. Δεν θα μπορούσα να την απογοητεύσω», είπε η Λιμ.
Η Λιμ είναι μια από τους ιδρυτές της Love, Bonito, μια γυναικεία μάρκα ρούχων η οποία απευθύνεται κυρίως για τους αγοραστές της Ασίας.
Η μάρκα ειδών ένδυσης σήμερα κοσμεί γυναίκες και ντουλάπες από το Χονγκ Κονγκ και την Αυστραλία έως και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, όταν ξεκίνησε με τις αδελφές Viola και Velda Tan, από ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών ρούχων στη Σιγκαπούρη πριν από περίπου 15 χρόνια, αυτό το όραμα φαινόταν πολύ μακρινό.
«Οι φίλοι μου και εγώ, ήμασταν ακόμα στο σχολείο και απλά σκέφτηκα τρόπους για να κερδίζουμε περισσότερα χρήματα», σχολίασε η Λιμ.
«Σκέφτηκα: Εντάξει, γιατί να μην πουλάμε online τα αγαπημένα μας ρούχα; ρούχα που θα φορούσαμε μία ή δύο φορές ή δεν θα φορούσαμε πια», είπε.
Το 2005, το online λιανικό εμπόριο ρούχων ξεκίνησε στη Νοτιοανατολική Ασία, αλλά οι ρυθμοί κατανάλωσης αυξάνονταν γρήγορα λόγω και της εξάπλωσης της τεχνολογίας.
«Οι άνθρωποι από τη Μαλαισία, την Ινδονησία, το Χονγκ Κονγκ θα ακούσουν για μας επειδή «χτύπησαν» το blog ή την ιστοσελίδα».
Όταν τους τελείωσαν τα ρούχα που είχαν για να πουλήσουν, αποφάσισαν να συγκεντρώσουν τα λεφτά που είχαν μαζέψει ώστε να πάνε στο εξωτερικό και να εισάγουν και άλλα ρούχα.
Αυτή η κίνηση έκανε το BonitoChico (έτσι ονομαζόταν τότε το blog), από μια απλή ιστοσελίδα ρούχων, ένα μεγάλο site με πάρα πολλά προϊόντα.
Αλλά για τη Λιμ, κάτι δεν ήταν σωστό, καθώς από τις εισαγωγές ρούχων πάντα κάτι ήθελε αλλαγή.
Το γεγονός ότι πολλές μάρκες ρούχων βγάζουν διαφορετικά είδη ρούχων ανάλογα με τη γεωγραφική αγορά στην οποία βρίσκονται, λαμβάνοντας υπόψιν το κλίμα, και τον πολιτισμό της κάθε χώρας, έδωσε ένα
ακόμη έναυσμα στη Λιμ και τις συνεργάτιδες της.
Συγκεκριμένα, το παραπάνω γέννησε μια αγορά ρούχων προσαρμοσμένη στις ασιατικές γυναίκες, με μικρότερα μεγέθη.
Έτσι έδωσαν στην επιχείρηση μια νέα ματιά, αλλάζοντας το όνομα σε Love, Bonito και στέλνοντας μια κάρτα αγάπης με κάθε αγορά.
Ωστόσο, για να σημειώσουν πραγματική πρόοδο, οι νέοι επιχειρηματίες ήξεραν ότι έπρεπε να δεσμευτούν.
Έτσι, το 2009, με μόλις οκτώ μήνες από την αποφοίτησή της, η Λιμ έφυγε από το πανεπιστήμιο για να επικεντρωθεί στην επιχείρηση πλήρους απασχόλησης. Ενώθηκε εκείνη τη στιγμή με τη Viola και τη Velda.
«Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να επικεντρωθώ σε ένα από τα δύο», δήλωσε η Λιμ, έστω και αν αυτό σήμαινε ότι στηρίζονταν στη μητέρα της για υποστήριξη.
Η μαμά της Λιμ μάλιστα ανησυχούσε για τις ηλεκτρονικές πωλήσεις της κόρης της, καθώς και για το γεγονός ότι πίστευε πως αυτό δεν ήταν νόμιμο. «Στο τέλος μας εμπιστεύτικε» σχολίασε η Λίμ.
Το όνειρό τους, δηλαδή να δημιουργήσουν μια προσιτή μάρκα μόδας για την ασιατική αγορά. Αυτό περιλάμβανε την πρόσληψη μιας ομάδας σχεδιαστών για την εκτέλεση της πλήρους διαδικασίας, από την έρευνα και την επιλογή υφασμάτων έως την ανάπτυξη και την τελική παραγωγή.
Εν τω μεταξύ, η Λιμ (αν και δεν κατέχει μόνη της το brand) έχει καθιερωθεί ως το κεντρικό πρόσωπο της εταιρείας και μία από τις ανερχόμενες γυναίκες επιχειρηματίες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Το 2016, σε ηλικία 28 ετών, μπήκε στη λίστα του Forbes στην Ασία. Τον Ιανουάριο του 2020, συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης, Lee Hsien Loong, για να συζητήσει για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις.
Παρά το γεγονός ότι η ταμειακή ροή ήταν θετική από πολύ νωρίς, αυτό αποτέλεσε θετικό στοιχείο για να μπορέσει η εταιρεία να δανειστεί και επιπλέον χρήματα.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο στοίχημα για τη Λιμ ήταν ότι η επένδυση από τα δανεισμένα χρήματα της μαμάς της απέδωσε, ενώ μόλις έβγαλε κάποια χρήματα προτεραιότητα για αυτήν φαίνεται πως ήταν να αποκαταστήσει οικονομικά τη μαμάς της για όλα αυτά τα χρόνια που δούλεψε τόσο σκληρά.