Υπάρχουν πολλοί «Γκεραρντάκηδες» που αισθάνονται την Ελλάδα ως πατρίδα τους, δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν Έλληνα του εξωτερικού που να μη νοσταλγεί την επιστροφή του.
Ταλαιπωρούσα το μυαλό μου σήμερα το μεσημέρι αν θα επέλεγα να γράψω για το «σεβασμό» που επέδειξε ο Σαββίδης στον Παναθηναϊκό με την περίπτωση Χουλτ, ή για την προπονητολογία στον Ολυμπιακό.
Με πρόλαβε ο θάνατος του Ευγένιου Γκεραρντάκη.
Δεν ήμουν ποτέ καλός στους επικήδειους και να σας πω την αλήθεια εκνευρίζομαι όταν τους ακούω, για τον απλούστατο λόγο πως σημασία έχουν τα λόγια για κάποιον όταν βρίσκεται εν ζωή.
Όταν έχει πεθάνει, ούτε μας ακούει, ούτε είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε την καθημερινότητά του ή κάτι που τον αφορά.
Λόγια, πομπώδεις εκφράσεις και ακατάσχετη φλυαρία που συνήθως είναι εξόχως υποκριτική, όταν ζει κάποιος τον στολίζουμε, τον απαξιώνουμε, αναδεικνύουμε όλα τα κουσούρια του με ταχύτητα πολυβόλου, όταν πεθάνει όμως μνημονεύουμε το ήθος, τον χαρακτήρα και την προσφορά του.
Η αλήθεια πάντως για τον Γκεραντάκη είναι πως είχε πολλές συμπάθειες και μηδενικές αντιπάθειες.
Δεν υπήρχε φίλαθλος που θα έλεγε κακό λόγο για τον Κρητικό, κύριος ήρθε στη χώρα μας και κύριος έφυγε.
Κατόρθωμα για κάποιον εμπλεκόμενο με το ποδόσφαιρο που εξάπτει τα πάθη, ακόμα και να θες ν’ αγιάσεις δε θα σε αφήσουν, ένα μπινελίκι θα ακούσεις από την κερκίδα, ένα φαλτσοσφύριγμα από τον διαιτητή, δε θέλει και πολύ να ξυπνήσει μέσα σου ο Βελζεβούλ.
Για να τα λέμε όλα βέβαια η ομάδα στον πάγκο της οποίας έγινε γνωστός δεν ήταν από αυτές που προκαλούσαν έριδες και μίση, τα μπόλικα χρόνια όμως που αφιέρωσε στον ΟΦΗ, η ομάδα του ξεπέρασε για τα καλά τον ορισμό της καλής και συμπαθητικής επαρχιακής ομάδας καθώς δεν ήταν εύκολος αντίπαλος για κανέναν.
Έφτυναν αίμα οι μεγάλοι για να περάσουν από το Γεντί Κουλέ και δεν ήταν λίγες οι φορές που έφευγαν ηττημένοι.
Κακό λόγο για τον Γκεραρντάκη πάντως δε βρέθηκε ακόμα άνθρωπος να πει, απόδειξη πως στη ζωή ό,τι δίνεις παίρνεις. Συμπεριφέρθηκε με απόλυτο σεβασμό στους Έλληνες και οι τελευταίοι του το ανταπέδιδαν με κάθε ευκαιρία.
Σεβάστηκε και τη χώρα μας όσο κανείς, το γεγονός πως μετά το τέλος της καριέρας του επέλεξε να μείνει στο νησί του και να παράξει και κρασί μάλιστα, αποδεικνύει πόσο πολύ αγάπησε τον τόπο.
Κίνηση που αποκτά μεγαλύτερη αξία να αναλογιστούμε πως υπάρχουν Έλληνες που βρίζουν την Ελλάδα και απαξιώνουν κάθε τι που σχετίζεται με την ιστορία και τις παραδόσεις της, το γεγονός λοιπόν πως τίμησε τη χώρα περισσότερο από πολλούς εξ ημών, δίνει την καλύτερη απάντηση.
Κι αυτό είναι πιο σημαντικό από την προσφορά του στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Υπάρχουν πολλοί «Γκεραρντάκηδες» που αισθάνονται την Ελλάδα ως δεύτερη πατρίδα τους ακόμα κι αν δεν την έχουν επισκεφτεί ποτέ, σε άλλους πάλι αρκούσε ένα απλό χάδι της αύρας της εν μέσω διακοπών, ώστε να εγκατασταθούν μόνιμα εδώ.
Δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν Έλληνα του εξωτερικού πάντως που να μη νοσταλγεί την επιστροφή του, ακόμα και άνθρωποι που αναγκάστηκαν να φύγουν για να μπορέσουν να επιβιώσουν και ζουν κάτω από πολύ καλύτερες συνθήκες και σε πολύ πιο οργανωμένα κράτη, ζουν και αναπνέουν για τη στιγμή που θα γυρίσουν.
Αυτή είναι η μοναδικότητα της χώρας που ζούμε, ευκαιρία να το επαναφέρουμε στη μνήμη μας, τιμώντας στο μέτρο του δυνατού τη μνήμη ενός λεβέντη, που μπορεί η ταυτότητα του να έγραφε από λάθος πως γεννήθηκε στην Ολλανδία.
Τόπος γέννησης του ήταν η Κρήτη, εκεί που άφησε και την τελευταία του πνοή.