Το είδος και η ποιότητα της σχέσης, που αναπτύσσεται μεταξύ παιδιού και γονέα – κηδεμόνα (caregiver), φαίνεται πως μπορεί να επηρεάσει την ικανότητά του, όταν θα έχει πλέον ενηλικιωθεί, να συνάπτει ερωτικές σχέσεις, μέσα από οποίες θα απολαμβάνει σεξουαλική ικανοποίηση.
Το 1951 ο John Bowlby διατύπωσε για πρώτη φορά στο βιβλίο του «Maternal Care and Mental Health» τη Θεωρία της Προσκόλλησης (Attachment Theory), την οποία εξέλιξε καθ’ όλη τη δεκαετία του ’50 και του 60’. Η θεωρία αυτή είναι μία απόπειρα να εξηγηθεί η δυναμική των μακροχρόνιων διαπροσωπικών σχέσεων.
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Προσκόλλησης το νήπιο έχει την τάση, όταν νιώσει έντονη ανησυχία, να επιδιώκει την εγγύτητα με το γονέα – κηδεμόνα του με την προσδοκία, πως θα λάβει προστασία και συναισθηματική στήριξη. Η αντίδραση του γονέα – κηδεμόνα σε αυτήν την έμφυτη τάση του νηπίου καθορίζει εν πολλοίς και το είδος του δεσμού (attachment style), που θα δημιουργηθεί μεταξύ τους.
Οι ερευνητές του νευρικού συστήματος πιστεύουν σήμερα πως η δημιουργία δεσμών είναι μία πρωταρχικής σημασίας ανάγκη του ατόμου. Μάλιστα, φαίνεται πως στον εγκέφαλο υπάρχουν ειδικά δίκτυα από νευρικά κύτταρα, τα οποία είναι αφιερωμένα αποκλειστικά στη δημιουργία διαπροσωπικών δεσμών.
Κατά βάση υπάρχουν δύο ειδών διαπροσωπικοί δεσμοί, οι οποίοι διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας: ο ασφαλής δεσμός και ο ανασφαλής δεσμός.
Στην περίπτωση του ασφαλούς δεσμού ο γονέας – κηδεμόνας δείχνει μεγάλη ευαισθησία στην ανάγκη του νηπίου για προστασία και προσπαθεί να του παράσχει την αρωγή του, όποτε αυτή του ζητηθεί. Σε γενικές γραμμές, αυτού του τύπου ο δεσμός δίνει στα παιδιά ένα αίσθημα ασφάλειας. Έτσι αναπτύσσουν τη δυνατότητα να εξερευνούν τον κόσμο, αφού γνωρίζουν πως σε περίπτωση ανάγκης, έχουν μία «ασφαλή βάση» (secure base), για να επιστρέψουν.
Εδώ καλό θα ήταν να τονίσουμε πως ακόμα και οι γονείς – κηδεμόνες, που δείχνουν τη μέγιστη δυνατή ευαισθησία στις ανάγκες των παιδιών τους, τις μισές φορές αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν σε αυτές άμεσα. Οι καθημερινοί αποπροσανατολισμοί, όπως ένα τηλέφωνο που κτυπά επίμονα ή η εργασία, μπορεί να εμποδίσουν την άμεση ανταπόκριση. Όμως το χαρακτηριστικό του ευαίσθητου γονέα – κηδεμόνα είναι πως αναγνωρίζει αυτές τις μικρές και αναμενόμενες, αν μη τι άλλω, «ρήξεις» στη σχέση με το παιδί του και τις διαχειρίζεται καταλλήλως.
Ο λεγόμενος ανασφαλής δεσμός μεταξύ παιδιού και γονέα – κηδεμόνα δημιουργείται, όταν ο γονέας – κηδεμόνας, δεν δείχνει τη δέουσα προσοχή στις ανάγκες του παιδιού. Στην περίπτωση αυτή, το παιδί νιώθει ανασφάλεια. Η ανασφάλεια αυτή μπορεί να μην καταπραϋνθεί, ακόμα και όταν του δοθεί τελικά η προσοχή, που ζητάει. Το παιδί μπορεί να φτάσει να θέλει να αποφεύγει τους γονείς – κηδεμόνες ή ακόμα, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, μπορεί και να μην δημιουργήσει καθόλου δεσμό με αυτούς.
Από μελέτες, που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 μέχρι και τη δεκαετία του ‘00 φάνηκε πως το είδος του δεσμού, που το παιδί θα δημιουργήσει με τους γονείς – κηδεμόνες του, είναι πιθανό να το ακολουθήσει και στις ερωτικές σχέσεις, που θα συνάψει ως ενήλικας.
Έτσι, οι γυναίκες, που ως νήπια είχαν έναν ασφαλή δεσμό με τους γονείς – κηδεμόνες τους, είναι πιο πιθανό να συνάψουν ερωτικές σχέσεις, που θα χαρακτηρίζονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη και αλληλοϋποστήριξη με το σύντροφό τους, μέσα στις οποίες θα βρουν και σεξουαλική ικανοποίηση.
Τουναντίον, γυναίκες των οποίων ο δεσμός με τους γονείς – κηδεμόνες τους ήταν ανασφαλής, τείνουν να νιώθουν άγχος μέσα στις ερωτικές τους σχέσεις και μπορεί ακόμα και να αποφεύγουν την οικειότητα.
Οι ανασφαλείς γυναίκες, που αισθάνονται μεγάλο άγχος μέσα στην ερωτική τους σχέση, συχνά φοβούνται, πως ο σύντροφός τους δεν θα είναι αρκετά διαθέσιμος, ώστε να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους, ενώ ανησυχούν, πως ανά πάσα στιγμή θα τις απορρίψει.
Αντίθετα, οι γυναίκες, που αποφεύγουν την οικειότητα, δείχνουν δυσπιστία στο σύντροφό τους και προσπαθούν πάσει θυσία να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.
Σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες, που δημιουργούν ανασφαλείς δεσμούς αναφέρουν, πως δεν ικανοποιούνται συναισθηματικά, αλλά, όπως είναι και αναμενόμενο άλλωστε, ούτε σεξουαλικά μέσα στις ερωτικές τους σχέσεις.
Ο δεσμός λοιπόν, που θα δημιουργηθεί μεταξύ παιδιού και γονέα – κηδεμόνα, φαίνεται πως αντανακλάται μέσα στους ερωτικούς δεσμούς, που η ενήλικη πια γυναίκα θα δημιουργήσει αργότερα.
Έτσι μία γυναίκα, της οποίας ο δεσμός με τους γονείς – κηδεμόνες της ήταν ασφαλής, είναι πιθανόν να δημιουργήσει ασφαλείς δεσμούς και με τους ερωτικούς συντρόφους, που θα συναντήσει στη ζωή της. Αντίθετα, αν ο δεσμός της γυναίκας με τους γονείς – κηδεμόνες της χαρακτηριζόταν από ανασφάλεια, την ανασφάλεια αυτή θα τη μεταφέρει και στους ερωτικούς της δεσμούς. Ο Κ. Καβάφης θα της έλεγε με μία δόση απαισιοδοξίας: «Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί»…