Σου φαίνονται πολλά ή λίγα;
Μία μέση γυναίκα χρειάζεται 13,5 λεπτά για να φθάσει σε οργασμό, υποστηρίζει νέα μελέτη, σύμφωνα με την οποία η καλύτερη στάση για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να βρίσκονται οι γυναίκες πάνω από τους συντρόφους τους. Ωστόσο μια στις έξι γυναίκες δήλωσε ότι δεν φθάνει ποτέ σε οργασμό!
Μπορεί να μην ακούγεται πολύ σέξι, αλλά σε κάποιες κυρίες ζητήθηκε να πάρουν ένα χρονόμετρο και να το ξεκινήσουν τη στιγμή που θα αισθάνονταν σεξουαλικά διεγερμένες και να το σταματήσουν όταν θα έφταναν σε οργασμό.
Οι χρόνοι τους κυμαίνονταν από 5 λεπτά και 42 δευτερόλεπτα μέχρι και σε λίγο περισσότερο από 21 λεπτά. Ο μέσος όρος ήταν 13,5 λεπτά.
Όμως, από τις 645 γυναίκες από 21 διαφορετικές χώρες, οι οποίες συμμετείχαν στην έρευνα, μία στις έξι είπε ότι δεν είχε ποτέ οργασμό κατά τη διάρκεια του σεξ.
Η μελέτη έγινε από ερευνητές του Ινστιτούτου Ιατρικών Επιστημών Kadave της Ινδίας από τον Οκτώβριο του 2017 μέχρι τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους.
Το ένα πέμπτο των εθελοντών που συμμετείχαν ήταν από το Ηνωμένο Βασίλειο και όλοι ήταν παντρεμένοι ή σε μακροχρόνια σχέση, με μέσο όρο ηλικίας τα 30 χρόνια.
Περίπου το 90% των γυναικών που ερωτήθηκαν στη νέα μελέτη, ανέφεραν ότι είχαν μεγαλύτερους σε διάρκεια οργασμούς, όταν στη διάρκεια του σεξ είχαν επιλέξει τη στάση να είναι από πάνω από τους συντρόφους τους στο κρεβάτι.
Η μελέτη θεωρείται ότι είναι η πρώτη που κατέγραψε στις γυναίκες την «καθυστέρηση του οργασμού», το χρονικό διάστημα δηλαδή μεταξύ διέγερσης και κορύφωσης.
Από την άλλη πλευρά μια διαφορετική μελέτη του Πανεπιστημίου της Γενεύης, το 2009, διαπίστωσε ότι ο μέσος άνδρας χρειάζεται μόλις έξι λεπτά για να φτάσει σε οργασμό – δηλαδή λιγότερο από το μισό χρόνο που χρειάζονται οι γυναίκες – δίνοντας ένα τεράστιο περιθώριο για τις συντρόφους τους να νιώσουν απογοήτευση.
Πέρυσι, μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι το 43% των ανδρών δεν αντέδρασε καλά όταν ρωτήθηκε πόσο συχνά οι σύζυγοι τους έφταναν σε οργασμό.
Συγκεκριμένα, ρώτησαν 1.683 νέα ζευγάρια και βρήκαν ότι το 87% των ανδρών είχαν σταθερά οργασμό, σε σύγκριση με μόλις το 49% των γυναικών.