Λίγοι προπονητές θα δοκίμαζαν να διαδεχτούν τον Ρεχάγκελ, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως αναπόφευκτα θα υπάρχουν συγκρίσεις με κάτι αξεπέραστο.
Στην τελευταία μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση στο Γιούρο του 2016, ήμουν με την Πορτογαλία, λόγω Σάντος. Τους Πορτογάλους δεν τους συμπάθησα ποτέ ως εθνική, όχι πως τους αντιπαθούσα βέβαια, απλώς μου ήταν περίπου αδιάφοροι. Κάτι ανάλογο έβγαζα ανέκαθεν και για τη Λατινοαμερικάνικη εκδοχή τους, τους Βραζιλιάνους, χωρίς να παραγνωρίζω πως αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία από τότε που υπάρχει ποδόσφαιρο, συνιστούν το πιο ισχυρό brand και υποκλινόμουν πάντα στο ποδοσφαιρικό μεγαλείο τους, εντούτοις δε μου έκαναν ποτέ το κλικ.
Έχω τρελή αδυναμία στον Σάντος όμως, κάτι που με έκανε όχι απλώς να είμαι με τους Πορτογάλους, αλλά να τους υποστηρίξω φανατικά.
Μερικές ημέρες πριν σε ένα μπλοκ που ανέβασα για τον αείμνηστο πλέον Παύλο Γιαννακόπουλο, έγραψα πως ήταν μέλος μιας μικρής ομάδας ανθρώπων του αθλητισμού, που κατάφερε να κερδίσει το σεβασμό ακόμα και των αντιπάλων, παρά το ότι έγινε γνωστός μέσα σε χώρο και με ιδιότητα που προκαλεί ίντριγκες, αντιπαλότητες και εξάπτει τα πάθη.
Στο ίδιο κλαμπ συμπεριλαμβάνεται και ο Φερνάντο Σάντος, όχι μόνο λόγω της θητείας του ως ομοσπονδιακού. Θαρρώ πως και πριν πάει στην εθνική τον εκτιμούσαν και οι φίλοι του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, απ όπου τον σφουγγάρισαν με συνοπτικές διαδικασίες με τη ρετσινιά του αποτυχημένου, αναδεικνύοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο την παντελή έλλειψη ποδοσφαιρικής παιδείας του Έλληνα, σε όλα τα επίπεδα.
Ο Σάντος εργάστηκε σε ΑΕΚ στην π.γ. Χ (πριν γίνει Χάρτινη) εποχή και στον ΠΑΟΚ, καταφέρνοντας ένα απλησίαστο ρεκόρ για τα Ελληνικά δεδομένα, να ολοκληρώσει τρεις φορές το συμβόλαιο του και να αποχωρήσει κύριος, αφήνοντας πίσω του έργο και μόνο φίλους. Στον ΠΑΟΚ βεβαίως υπάρχουν οι κλασικοί τύποι με γύψο στον εγκέφαλο που αν τους κολλήσει κάτι στο μυαλό δεν ξεκολλάει, μιλάμε για τον κανόνα όμως και όχι για τις εξαιρέσεις.
Το έκανε και στην εθνική όπου και τίμησε δυο διετή συμβόλαια, οπότε μιλάμε για μοναδική περίπτωση, δύο διετίες στην π.γ. Χ , μια τριετία στον ΠΑΟΚ, αν δεν υπήρχε το πέρασμα από τη Λεωφόρο, ή αν τέλος πάντων δεν έπιαναν τόπο οι βαθυστόχαστες ποδοσφαιρικές αναλύσεις του Μένιου Σακελλαρόπουλου περί καρπουζά από το Εστορίλ, θα μιλούσαμε για το απόλυτο κατόρθωμα. Έστω κι έτσι όμως, το ρεκόρ του δύσκολα να καταρριφθεί,
Απ΄όπου κι αν πέρασε ο Σάντος παρουσίασε έργο, ομάδες με αγωνιστική ταυτότητα και άφησε πίσω του καλή παρακαταθήκη. Στον ΠΑΟΚ να φανταστείτε έφυγε το 2010 και για τα επόμενα χρόνια, η ομάδα στηριζόταν σε παίκτες που είχε φέρει ο ίδιος. Ο τελευταίος των δικών του Μοϊκανών ήταν ο Λίνο, που μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του το 2014 στα 38 του, έμοιαζε με όαση.
Oι συνθήκες που εργάστηκε δεν ήταν από αυτές που ονομάζουμε ιδανικές, έκανε την εμφάνισή του με Big Mac και στους δυο επόμενους σταθμούς του η κατάσταση θύμιζε δίαιτα, με διοικήσεις «λαϊκής βάσης» και μετρημένα κουκιά, χωρίς μεγαλομέτοχο-ιδιοκτήτη και χρηματοδότηση από τα διαρκείας και το υστέρημα των φιλάθλων.
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα πως και στις δυο τελευταίες περιπτώσεις τον επέλεξαν πρώην ποδοσφαιριστές του, κάτι παραπάνω θα ήξεραν από εμάς τους ξερόλες της εξέδρας και των πλήκτρων.
Τους δικαίωσε με το παραπάνω, στην π.γ. Χ κόντραρε στα ίσα τον πανίσχυρο Ολυμπιακό του Κόκκαλη χάνοντας τον τίτλο από μια αναπάντεχη ήττα από τον Ιωνικό, στον δε ΠΑΟΚ μετά το έγκλημα της δεκαετίας με τον εκδοροσφαγέα Σπάθα, στην έδρα της Φιλιππινέζας του Πατέρα.
Κι όλα αυτά σχεδόν με τα ψέμματα, βγάζοντας από τη μύγα ξύγκι, στον ΠΑΟΚ θυμάμαι έτρεμε το φυλλοκάρδι μας μπας και τραυματιστεί κάνας βασικός, δεν είχαμε την πολυτέλεια των τελευταίων ετών βλέπετε, να έχουμε στον πάγκο τον Μπίσεσβαρ τον Ρέι και τον Σακχόφ, που κοστίζουν κάτι λιγότερο από το μισό μπάτζετ της χρονιάς Σάντος. Όταν δε μπορούσε ο Μουσλίμοβιτς παίζαμε με τον Αναστασάκο, τραυματίστηκε ο Βιειρίνια και η χρονιά βγήκε με τον Σορλέν που ήταν αμυντικό χαφ, σε περίπτωση που κάτι πάθαινε κι αυτός, θα βολευόμασταν με κάποιον θεατή από την κερκίδα.
Δεν είναι σύμπτωση πως η ιστορία επαναλήφθηκε και στον τελικό του Γιούρο η ομάδα του όμως δε μάσησε με τον Ρονάλντο να κάνει κερκίδα από τον πάγκο και μεταξύ μας τώρα, από πλευράς έμψυχου δυναμικού δεν είχε καμία σχέση με τις προηγούμενες Πορτογαλίες, που απέτυχαν. Είναι από τους προπονητές όμως που πιστεύει περισσότερο στο σύστημα και στην τακτική, του αρκεί να έχει παίκτες που μπορούν να τα υπηρετήσουν κι ας μην είναι οι κορυφαίοι των κορυφαίων..
Για την κλασική Ελληνική μπαλαδόφατσα που είναι του δόγματος «δοκάρι και έξω όλοι για το ανάθεμα», η αποτυχία του Σάντος να πετύχει το απολύτως υπερβατικό στην Ελλάδα, αποτέλεσε αφορμή λοιδορίας, σαν να λέμε πως οδηγώντας Φίατ κοντράρεις στα ίσια Φεράρι, επειδή χάνεις στο νήμα όμως, είσαι λούζερ…
Ο Σάντος έχει το μοναδικό προνόμιο να δένεται με αυτό που κάνει κι ένα από αυτά είναι η προπόνηση, με την οποία είναι μανιακός, ίσως είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό πως στα Ευρωπαϊκά κλαμπ δύσκολο να βρεις προπονητή που συμμετέχει στην καθημερινή προπόνηση. Δίνουν τις κατευθύνσεις και η δουλειά γίνεται από το επιτελείο τους, άντε να εμφανιστούν την παραμονή που θα βγει η αποστολή. Ο Σάντος είναι πάντα εκεί, πριν καιρό είχε κυκλοφορήσει η φήμη πως στον ΠΑΟΚ σκέφτονται να του αναθέσουν ρόλο υπερπροπονητή, που θα επιβλέπει τα πάντα στο αγωνιστικό τμήμα. Πόσο λίγο τον ξέρουν, αν του βγάλεις τις φόρμες και τον βάλεις να κάνει κυρίως δουλειά γραφείου, θα πάθει κατάθλιψη…
Είναι εξαιρετικά ευγενής, καθόλου σνομπ και υπομονετικός μέχρι εκεί που δεν παίρνει, στον ΠΑΟΚ ο κόσμος γκρίνιαζε επειδή έπαιζε με έναν επιθετικό και κέρδιζε μόνο με 1-0. Εξηγούσε λοιπόν με τον πιο κατανοητό τρόπο πως «για να παίξω με δυο επιθετικούς πρέπει να βγάλω ένα χαφ, σε κάποια ματς θα πετύχουμε περισσότερα γκολ, αλλά θα είμαστε πιο ευάλωτοι στα μετόπισθεν, οπότε θα μαζέψουμε λιγότερους βαθμούς…».
Είτε μιλούσε σε ανθρώπους είτε σε τοίχους το ίδιο ήταν, αν μεταμορφωνόταν σε Βασίλη Λεβέντη όπως ήταν μερικές δεκαετίες πριν, θα τους έλεγε «βρε ζώα, με 11 παίζεται το ποδόσφαιρο, δε μπορώ να βάλω 12 παίκτες…».
Εκεί που του βγάζουν όλοι το καπέλο όμως είναι για την παρουσία του στην εθνική και μόνο το γεγονός πως δε φοβήθηκε να διαδεχτεί τον αξεπέραστο Ρεχάγκελ, έχοντας μάλιστα και εναλλακτικές λύσεις για να καθίσει σε άλλους πάγκους, δείχνει αυτοπεποίθηση και ικανότητα. Λίγοι προπονητές θα δοκίμαζαν, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως αναπόφευκτα θα υπάρχουν συγκρίσεις, με κάτι που δε γίνεται όχι να ξεπεραστεί, αλλά έστω και να το πλησιάσουμε. Ο τεράστιος Φερνάντο δε δίστασε και κατάφερε να μας φτιάξει με τις πορείες που έκανε.
Όσο κι αν φαίνεται κυνικός, ψυχρός κι ανέκφραστος, είναι απίστευτα συναισθηματικός άνθρωπος, με εξαιρετικό χιούμορ και δε διστάζει να αυτοσαρκαστεί.
Λειτουργεί πάντα με τη λογική, αλλά διαθέτει και εξαιρετικό ένστικτο, τις εποχές που ήταν στην π.γ. Χ υπήρχε η συνήθεια να μπαίνει ένας οπαδός της πριν το ματς και να δίνει σύνθημα στην κερκίδα, σε συνέντευξή του είχε πει πως «από τον τρόπο που συμμετέχει το κοινό, αντιλαμβάνομαι την ψυχολογία της εξέδρας εκείνη τη μέρα».
Παραδόξως, αν και λόγω επαγγέλματος συναναστράφηκε κατά βάσει με άσχετους, άμπαλους και ανειδίκευτους, εντούτοις αγάπησε παθολογικά την Ελλάδα και τους Έλληνες, ταυτίστηκε με τη χώρα μας.
Αν τον αποκαλούσα Φιλέλληνα θα τον αδικούσα, αυτό που του ταιριάζει είναι το Ελληνολάτρης. Στον τελικό του Γιούρο δυο χρόνια πριν, είχα γράψει στον τοίχο του στο facebook, «όσο ήσουν στην εθνική μας συμπεριφερόσουν ως Έλληνας, τώρα λοιπόν μας ανάγκασες να γίνουμε κι εμείς Πορτογάλοι».
Ασύγκριτος Ελ Κααμπί: Σπάει όλα τα κοντέρ στο σκοράρισμα – Τα αδιανόητα νούμερά του (vids)
Δεν άλλαξε κάτι από τότε, απλώς αυτό θα γίνει τίτλος, για να το διαβάσουν περισσότεροι…