Ο Αντρές Ινιέστα θα συμβολίσει και θα τιμήσει το ισπανικό ποδόσφαιρο για τελευταία φορά στα γήπεδα της Ρωσίας, με μια εθνική Ισπανίας που δεν υστερεί σε ποιότητα, αλλά αναζητεί νέα ταυτότητα.
Το ποδόσφαιρο του Πεπ Γκουαρδιόλα ήταν μια επανάσταση στην Ισπανία, ακόμη και για τα δεδομένα της Μπαρτσελόνα. Είναι γνωστό ότι ο Καταλανός ουσιαστικά μετεξέλιξε όσα διδάχθηκε από τον Γιόχαν Κρόιφ και δεν έκανε κάτι πρωτοποριακό ως προς την τακτική νοοτροπία, όμως το έργο του έβαλε τα θεμέλια και έδωσε το έναυσμα στην εθνική Ισπανίας ώστε να πορευτεί μέχρι την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2010 και τις κατακτήσεις των δύο Euro το 2008 και το 2012. Αυτό το επίτευγμα, δηλαδή η τόσο καθοριστική επίδραση ενός συλλόγου σε μια εθνική ομάδα, είναι πρωτοφανές.
Με πολλούς παλιούς να δείχνουν το δρόμο και ορισμένους νεότερους, με πρώτο τον Μάρκο Ασένσιο, να ακολουθούν με… ιλιγγιώδη ταχύτητα. Υπάρχουν θέματα που πρέπει να λύσει ο Τζουλέν Λοπετέγκι, με πρωταρχικό τη σύνδεση μεταξύ μεσαίας και επιθετικής γραμμής, όμως αν μη τι άλλο, η ποιότητα φτάνει και περισσεύει. Ακόμη κι εν συγκρίσει με άλλα μεγαθήρια, όπως η Αργεντινή και η Γερμανία.
Η ταυτότητα ως ομάδα πρωτοβουλίας δεν έχει εγκαταλειφθεί. Αυτό δεν αποτελεί λύση από τη στιγμή που κάθε σπουδαίος ποδοσφαιριστής της στη μεσαία γραμμή είναι καλός δημιουργός. Έχει εγκαταλειφθεί, ωστόσο, η υπέρμετρη πίστη στους δύσκολους αυτοματισμούς και δη σε κλειστούς χώρους.
Το αν ο Ινιέστα είναι ο κορυφαίος Ισπανός μέσος στην ιστορία είναι προς συζήτηση. Αλλά η συνεισφορά του στην εθνική ομάδα δεν συγκρίνεται με κανενός και σε καμία θέση. Με διάρκεια και σταθερότητα, με ποιότητα και υπομονή, συμβολίζει όλα όσα ήταν κάποτε η Μπαρτσελόνα του Πεπ Γκουαρδιόλα και κατ’ επέκταση η τότε εθνική Ισπανίας. Απλή και εντυπωσιακή ταυτόχρονα.
Αν η Ισπανία φτάσει στο στόχο της, το επικρατέστερο σενάριο λέει ότι δεν θα είναι ο Ινιέστα πρωταγωνιστής της. Ίσως ο Ίσκο, ίσως ο Ασένσιο, ίσως έχει έρθει και η ώρα του Ντιέγκο Κόστα. Ο Ινιέστα όμως θα είναι ξανά εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Να διευθύνει μια ορχήστρα. Μαεστρικά και κυρίως… σιωπηλά.