Μια τίμια και ιερή στιγμή για κάθε άντρα.
Πήγα να γράψω ένα άρθρο για το πόσο μετράει να φοράς πιτζάμες όλη μέρα στο σπίτι και να μην τολμάς επ’ ουδενί να τις βγάλεις από πάνω σου και μετά ο παραστρατημένος μου ο νους – λόγω αυξημένων θερμοκρασιών και μερικών άλλων δεινών – μου υπενθύμισε, μέσα στην εγγενή θολούρα του, πως το θέρος είναι εδώ για τα καλά, κυριαρχώντας τις ζωές μας ανελέητα και χωρίς διακρίσεις, οπότε για ποιες πιτζάμες μιλάμε εδώ;
Εδώ δεν αντέχω να πέφτει πάνω μου ο ίδιος ο πηχτός ο αέρας των Αθηνών, σιγά να μην αφήσω το βαμβακερό εργοστασιακό αίσχος να μ’ ακουμπήσει.
Ο μοναδικός μου πιστός σύντροφος σ’ αυτές τις δύσκολες ημέρες της γενικής κάψας που ‘χει φτάσει στις δόξες της και μας ταλαιπωρεί πυρώνοντας ανελλιπώς κι ανεξαιρέτως τα σίδερα και τα κόκαλα μας, είναι ο λευκός σαν άγγελος ανεμιστήρας μου τον οποίο και δεν κλείνω ποτέ των ποτών, ακόμη κι όταν λείπω απ’ το σπίτι, ελπίζοντας πως η ευγενική περιστρεφόμενη δροσούλα του θα μ’ ακολουθεί και στο δρόμο μου.
Κι είναι η χειρότερη μου όταν έρχεται η ώρα – εκείνη η μελανή η ώρα – που πρέπει να ξαπλώσω στ’ αχνιστό στρώμα για να ξεκουράσω το ταλαιπωρημένο μου κορμί από τα βάσανα της ημέρας, κι αυτό γιατί με το ζόρι αντέχω το ύφασμα του λεπτότερου κι ευγενέστερου σεντονιού πάνω μου.
Στην αρχή έκανα κι εγώ τον γενναίο και τον πολύξερο και πήγα να κοιμηθώ με το μποξεράκι. Στριφογύριζα μέσα στη νύχτα πάνω στο στρώμα σαν ζουρίδα πεινασμένη αλλά ειρήνη δεν έβρισκα. Δεν ήξερα τι μου έφταιγε όμως, δεν πήγαινε το μυαλό μου το αθώο στη λύση.
Μετά από μία εβδομάδα που δεν μπορούσα να κοιμηθώ απ’ τη ζέστα πλέον, ούτε ένα λεπτάκι να ξεκλέψω απ’ τον Μορφέα δεν ήμουν ικανός έτσι ζεματιστός που ήμουν σαν ηλιοκαμένος βράχος με βρακί, κατάλαβα. Έπρεπε να περάσω από τόσα και τόσα κύματα λάβρας για να πάρω χαμπάρι τι συνέβαινε και πιο ήταν το σφάλμα μου.
Αυτό το μοναδικό κομμάτι υφάσματος, το μποξεράκι, το εσώβρακο το γνωστό και ως σωβρακοφανέλα, ήταν η αιτία για την τυραννία μου. Δεν το πίστευα πως ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι μπορούσε να κάνει τόση μεγάλη ζημιά τελικά.
Όταν ήρθε, μετά της προσωπικής μου εμπνεύσεως, το επικείμενο βράδυ, ξάπλωσα στο στρώμα τσιτσίδι, όπως με ‘χε γεννημένο η μάνα μου, γυμνός και χωρίς καμία ντροπή προς τα ντουβάρια που βγάζανε καπνούς απ’ το κακό τους και με φθονούσανε μη μπορώντας κι αυτά ν’ αποχωριστούνε τους σοβάδες τους και να μείνουνε τσίτσιδα με τα τούβλα τους σε κοινή θέα.
Ιδού το θαύμα κύριοι! Ιδού η Αποκάλυψης η Μεγίστη!
Ήμουν ξανά ένα νιογέννητο πλάσμα, ελεύθερο και ικανοποιημένο, χωρίς παρεμβολές υφασμάτων ή άλλων τέτοιων δαιμόνων. Αιωρούμενος στο κενό της νυχτός, κολυμπώντας πλέον χωρίς τα υφασμάτινα δεσμά μου, η ζέστη έπεφτε πάνω μου και δεν έβρισκε σκαλώματα να πιαστεί, σκέτος ιχθύς με λέπι γλιστερό, τα μάτια μου κλείνανε ελαφρά και δροσερά τα βλέφαρα μου σφαλίζανε ικανοποιημένα.
Ήταν τόσο διαφορετικός ο ύπνος που έκανα εκείνη τη πρώτη νύχτα της γύμνιας που ξύπνησα κατά τις 3 – την πιο δύσκολη ώρα, την αγαπημένη των απανταχού ξενύχτηδων – και τουρτούριζα λιγουλάκι, και ναι, μπορεί να μην το πιστεύετε αλλά τράβηξα μ’ αγαλλίαση το σεντονάκι μου που ‘τανε κουβαριασμένο και μόνο σε μία γωνίτσα του κρεβατιού, και το έβαλα στη μέση μου γιατί ο ανεμιστήρας με ‘χε κρουσταλλιάσει ανεπιστρεπτί και το πήγαινα για ψυκτική οσφυαλγία τρίτου βαθμού.
Είχα βρει τη υγειά μου πλέον κύριοι.
Μπορούσα να βγω να το φωνάξω σ’ όλο το κόσμο, σ’ όλη τη γειτονιά: ΕΥΡΗΚΑ! ΕΥΡΗΚΑ!
Εγώ κι ο Αρχιμήδης, μόνο που αυτός έτρεχε γυμνός στα σοκάκια των Συρακουσών τρελαμένος με την Αρχή του περί της Άνωσης ενώ εγώ απλά αρκέστηκα με μία γύμνια αποκλειστικά οικόσιτη κι αναγκαία.
Μακάρια η γύμνια μας το καλοκαίρι συνάδελφοι στη κάψα!