Στην κόντρα της κυβέρνησης και των δικαστών καλό είναι να προσπαθήσουμε να δούμε πίσω από τις εύκολες καταγγελίες και τους τίτλους των εφημερίδων.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, η κυβέρνηση αυστηροποίησε τις διαδικασίες ελέγχου του «Πόθεν έσχες» για ένα μεγάλο φάσμα δημοσίων λειτουργών, για να μπορέσει να καταπολεμήσει τη διαφθορά, να εντοπίσει όλες τις αθέμιτες συναλλαγές, να γκρεμίσει τα κυκλώματα και να φέρει τη διαφάνεια και την ισονομία.
Για την κυβέρνηση, η προσφυγή των δικαστικών ενώσεων και η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που την έκανε δεκτή και ακύρωσε τελικά την υπουργική απόφαση για τη διαδικασία ελέγχου του «Πόθεν έσχες», αποτελεί έκφραση της βούλησης των δικαστικών να μην ελέγχονται και να μην κρίνονται, ενώ με την απόφασή τους αυτή ουσιαστικά επιτρέπουν και σε άλλες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών να προχωρούν σε αθέμιτες συναλλαγές.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβερνητική ρητορική βρίσκει ευήκοα ώτα. Πάρα πολλοί συμπολίτες μας –και ομολογουμένως όχι χωρίς λόγο…– θεωρούν ότι στο χώρο της δικαιοσύνης υπάρχουν παραδικαστικά κυκλώματα και πολυεπίπεδη συναλλαγή με εκπροσώπους της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Όμως, ας προσπαθήσουμε να πάμε πέρα από τις αυθόρμητες αντιδράσεις μας. Ακόμη και εάν ισχύουν τα παραπάνω και όντως οι ενώσεις των δικαστικών έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους την προστασία επίορκων συναδέλφων τους, θα το έκαναν αυτό ζητώντας μια απόφαση που να λέει ότι «δεν θέλουμε να μας ελέγχουν» επιβεβαιώνοντας έμμεσα την κυβερνητική ρητορική;
Έπειτα ας δούμε και κάτι ακόμη. Γιατί πρέπει να υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στους δικαστές και την κυβέρνηση; Κανονικά, εάν πάρουμε τοις μετρητοίς τις κυβερνητικές διακηρύξεις, η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει τη στήριξη των δικαστικών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πέραν όλων των άλλων, ήρθε στην εξουσία και μέσα από ένα αίτημα «κάθαρσης» ενάντια στα «λαμόγια» και τη «διαπλοκή».
Αυτό δεν είναι κάτι που απαραίτητα σημαίνει σύγκρουση με τους δικαστές. Στην πραγματικότητα θα περίμενες κανείς συμμαχία των δικαστικών με την κυβέρνηση. Και στη χώρα μας, όπως και σε άλλες χώρες στην Ευρώπη, οι δικαστές διεκδικούν να έχουν αναβαθμισμένη αρμοδιότητα και εξουσία, μέσα από το ρόλο που μπορούν να έχουν στην ανάδειξη υποθέσεων διαφθοράς, διασπάθισης δημόσιου πλούτου, σκανδάλων.
Μια ματιά να δείξει στις πρακτικές των δικαστών θα δει αρκετά παραδείγματα: οι δικαστές ήταν αυτοί που ξεκίνησαν την πρακτική οι περιπτώσεις κακοδιαχείρισης στο δημόσιο να δικάζονται με βάση την ιδιαίτερα επιβαρυντική και αυστηρή νομοθεσία περί «καταχραστών του δημοσίου». Οι δικαστές επέμειναν στη διερεύνηση ποινικών ευθυνών για την υπόθεση Γεωργίου και τα προβλήματα στην ΕΛΣΤΑΤ. Οι δικαστές ήταν αυτοί που έκαναν χρήση της νομοθεσίας περί εγκληματικής οργάνωσης για να μπορέσει να υπάρξει παραπομπή του συνόλου της ηγεσίας της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής.
Κανονικά με αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση θα έπρεπε στις πρωτοβουλίες που υποστηρίζει ότι θέλει να πάρει να έχει τους δικαστικούς στο πλάι της. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι γενικά οι δικαστικοί καθεστωτική αντίληψη έχουν και αυτό έχει φανεί στον τρόπο που π.χ. έσπευσαν να νομιμοποιήσουν τα μνημόνια ακόμη και όταν αυτά ερχόταν εμφανώς σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές δικαίου και διατάξεις του συντάγματος.
Εάν ισχύουν τα παραπάνω τότε γιατί συγκρούεται η κυβέρνηση με τους δικαστικούς; Επειδή οι τελευταίοι είναι «ενεργούμενα» της Νέας Δημοκρατίας; Ξαναλέω, ακόμη και εάν ισχύει ότι η ΝΔ έχει επιρροή σε μερίδα των δικαστικών, είναι αφελές να πιστεύουμε ότι ένα κομμάτι του «βαθέος κράτους» όπως η Ολομέλεια του ΣτΕ, θα φερόταν σαν παρέα ΔΑΠιτών.
Στην πραγματικότητα, η αφετηρία της σύγκρουσης είναι ακριβώς ότι στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να έχει μια πολιτική «κάθαρσης» και «σύγκρουσης με τη διαπλοκή». Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει φανεί πια με έναν ξεκάθαρο τρόπο, θέλει να κάνει επιλεκτικές παρεμβάσεις, αυτές να τις παρουσιάζει ως «σύγκρουση με τα συμφέροντα» και την ίδια ώρα, στην πραγματικότητα, απλώς να αναδιατάσσει το τοπίο της διαπλοκής προωθώντας συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Αυτή η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ είναι που έχει οδηγήσει σε μια ιδιαίτερα επιλεκτική αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει τίποτα για να βελτιώσει το θεσμικό πλαίσιο, ή να αντιμετωπίσει ελλείμματα, αλλά απλώς θέλει δικαστικούς που να του κάνουν τα χατίρια.
Δείτε πώς χειρίστηκε η κυβέρνηση το θέμα του πρώτου διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, που ήταν και η πρώτη μεγάλη κόντρα με τους δικαστικούς. Εκεί η κυβέρνηση ήξερα καλά ότι ο νόμος Παππά ήταν θεσμικά στον αέρα γιατί παρέκαμπτε το ΕΣΡ. Και πρωτοετής φοιτητές της Νομικής να κοίταζε το θέμα αυτό θα έλεγε. Εκεί χρειαζόταν τη βοήθεια του ΣτΕ μέσα από μια απόφαση που θα δεχόταν το διαγωνισμό με επίκληση «δημοσίου συμφέροντος». Στην προσπάθεια αυτή είχε και συμμάχους, όπως π.χ. τον πρόεδρο του ΣτΕ Ν. Σακελλαρίου. Όμως, ο συσχετισμός ήταν δύσκολος. Και τι κάνει η κυβέρνηση; Αξιοποεί διαρροές για ροζ ιστορίες για να χτυπήσει τον πιο καταρτισμένο από τους δικαστές που είχαν την αντίπαλη γνώμη. Μόνο που αυτό έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα και αντί να εκβιάσει τους δικαστές, «τσιμεντώνει» το συσχετισμό υπέρ της ακύρωσης του διαγωνισμού.
Αλλά ας δούμε πώς συμπεριφέρθηκε σε άλλες περιπτώσεις η κυβέρνηση απέναντι στο δικαστικό σώμα.
Στην υπόθεση της Ηριάννας Β.Λ. διαμαρτυρήθηκε έντονα η κυβέρνηση (και εμείς μαζί…) για την υπερβολική αυστηρότητα των δικαστών. Αλλά δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει το αυταρχικό πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και των όρων χρήσης δειγμάτων DNA. Και όχι μόνο αυτό, αλλά λίγους μήνες μετά η ίδια κυβέρνηση έσπευσε να προσφέρει δώρο στον Ερντογάν 8 Κούρδους και Τούρκους πολιτικές πρόσφυγες και να πανηγυρίσει για την προφυλάκισή τους χωρίς στοιχεία.
Στην υπόθεση των «στημένων» αγώνων του ποδοσφαίρου, επειδή το βούλευμα των Συμβουλίου Εφετών δεν άρεσε στον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή και την ιδιαίτερα «οπαδική» αντίληψη που έχει περί του καλού και του κακού στο ποδόσφαιρο, εκεί είχαμε στοχοποιήσεις δικαστών και προαναγγελίες πειθαρχικών εναντίον τους, γιατί όντως θεώρησαν ότι δεν μπορούμε να βαφτίζουμε τα πάντα «εγκληματική οργάνωση». Και την ίδια στιγμή, η ίδια κυβέρνηση θεωρεί «κάθαρση» στο ποδόσφαιρο να παραμένει στη θέση της μια διοίκηση της ΕΠΟ που έχει καταφέρει να εκπροσωπεί το… μισό Ποινικό Κώδικα.
Στην υπόθεση Noor-1 Κοντονής και Καμμένος είχαν άμεση ανάμειξη στην προσπάθεια να υπάρξει ουσιαστικά «στημένη» κατάθεση με βάση την πολιτικά υποκινούμενη προσπάθειά τους να στοχοποιηθεί ο Βαγγέλης Μαρινάκης και έδωσαν πλήρη κάλυψη στις ενέργειες της μίας ανακρίτριας. Για την άλλη ανακρίτρια, που έχει τον πυρήνα της υπόθεσης, δηλαδή τη συναλλαγή για τη μεταφορά των ναρκωτικών, η οποία ήταν και αυτή που τελικά εξέδωσε τα εντάλματα σύλληψης για τους χρηματοδότες του φορτίου, ήταν κυβερνητικές πηγές που έλεγαν διαρκώς «τώρα βγαίνει από την υπόθεση».
Όπως επίσης δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι την προσπάθειά της να αποκτήσει «φίλα προσκείμενους» δικαστικούς η κυβέρνηση την έχει κάνει με τον πιο άγαρμπο τρόπο. Από τον εκ μεταγραφής (από το Καραμανλικό στρατόπεδο) αναπληρωτή υπουργό Δ. Παπαγγελόπουλο (τον άνθρωπο που έκανε καριέρα με το να μην προχωράει «καυτές» υποθέσεις) μέχρι την τέως πρόεδρο του Αρείου Πάγου κ. B. Θάνου, είναι παραπάνω από εμφανής η προσπάθεια να αποκτήσει «προσβάσεις» ή ανθρώπου που θα μπορούσαν να μεταφέρουν μια «πίεση».
Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να κατανοήσουμε την αντίδραση των δικαστικών στην απόφαση για το «πόθεν έσχες». Το σκεπτικό της απόφασης, παρότι σχοινοτενές και πυκνό όπως είναι τα νομικά κείμενα, εντούτοις αναδεικνύει μια πραγματική αγωνία. Οι δικαστές εντοπίζουν πραγματικά προβλήματα που αφορούν τους αλλεπάλληλους ελέγχους, τους όρους τήρησης των προσωπικών δεδομένων τους, το γεγονός ότι καλούνται να δηλώσουν στοιχεία η γνωστοποίηση και μη απόκρυψη των οποίων ούτως ή άλλως καλύπτεται από την ισχύουσα νομοθεσία, το πρόβλημα που δημιουργεί ο έλεγχός τους από σώμα που δεν αποτελείται κυρίως από δικαστές.
Κοντολογίς οι δικαστές δεν φοβούνται τον έλεγχο. Φοβούνται ότι με την παραμικρή αφορμή που ένας δικαστικός θα βρίσκεται στο στόχαστρο της πολιτικής εξουσίας, γιατί δεν θα είναι αρεστές οι αποφάσεις του, θα κινδυνεύει να βρεθεί «κρεμασμένος στα μανταλάκια» με αποκαλύψεις για την περιουσιακή του κατάσταση, τα μετρητά του, τα εισοδήματα των ατόμων με τα οποία συμβιώνει. Και φοβούνται γιατί και τέτοιες πρακτικές έχουν δει να ξετυλίγονται και τέτοιους εκβιασμούς έχουν υποστεί στη διάρκεια της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ,
Μόνο που μια κυβέρνηση που απλώς αναζητά τρόπους και μεθόδους για να μπορεί να εκβιάζει δικαστές που δεν ακολουθούν τις κυβερνητικές εντολές, δεν είναι ακριβώς μια κυβέρνηση της νομιμότητας και της αποκατάστασης της λειτουργίας των θεσμών…