Δεν είναι Σοβιετία, ανόητε

Δεν είναι Σοβιετία, ανόητε

Εάν κανείς πάρει τοις μετρητοίς αυτά που γράφονται και λέγονται μέσα στην πολιτική αρένα το τελευταίο διάστημα, εύκολα μπορεί να πιστέψει ότι στην Ελλάδα είναι σε εξέλιξη ένα μίγμα λατινοαμερικανικής βολιβαριανής  επανάστασης και κομμουνιστικού πραξικοπήματος. Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για πολιτικές τύπου Σοβιετίας, τους αποκαλεί «σταλινικούς» και «μαδουριστές», και φέρεται ως εάν να […]

Εάν κανείς πάρει τοις μετρητοίς αυτά που γράφονται και λέγονται μέσα στην πολιτική αρένα το τελευταίο διάστημα, εύκολα μπορεί να πιστέψει ότι στην Ελλάδα είναι σε εξέλιξη ένα μίγμα λατινοαμερικανικής βολιβαριανής  επανάστασης και κομμουνιστικού πραξικοπήματος. Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για πολιτικές τύπου Σοβιετίας, τους αποκαλεί «σταλινικούς» και «μαδουριστές», και φέρεται ως εάν να είναι προ των πυλών ο Κόκκινος Στρατός. Από τη μεριά της η κυβέρνηση έχει αναδείξει τον αντικομμουνισμό σε βασικό αντίπαλο, υπερασπίζεται  τις κατακτήσεις της Σοβιετικής Ένωσης και στέκεται στο πλευρό των αριστερών κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής και ιδίως της Βενεζουέλας, που σήμερα είναι στο στόχαστρο των Αμερικανών.

Η αντιπαράθεση  γύρω από το συνέδριο  που διοργάνωσε για τα «εγκλήματα του κομμουνισμού»  η εσθονική προεδρία της ΕΕ στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ημέρας για τη μνήμη των «θυμάτων του ολοκληρωτισμού» ήταν από αυτή την άποψη ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Εν μέσω θερινής ραστώνης και με αφορμή μια εκδήλωση που δεν ήταν επίσημη σύνοδος  υπουργών (κοινώς,  δεν ήταν υποχρεωμένος  να παραστεί ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής ή κάποιος άλλος εκπρόσωπος της κυβέρνησης), η κυβέρνηση, διά στόματος Κοντονή, ανακοίνωσε ότι δεν θα παρευρεθεί και ότι καταγγέλλει την εξίσωση ναζισμού και κομμουνισμού. Η αντιπολίτευση από τη μεριά της (τόσο κάποιοι από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι όσο φυσικά και από τη ΝΔ) σήκωσε το γάντι καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για αναδρομική νομιμοποίηση του σταλινισμού στο πλαίσιο της νεοκομμουνιστικής πολιτικής της, αλλά και ότι εγκαταλείπει την παραδοσιακή  κριτική της Ανανεωτικής Αριστεράς στον σταλινισμό. Η αντιπαράθεση έφτασε ακόμη και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπου η Σοσιαλιστική Τάση (Χρυσόγονος κτλ.) κατήγγειλε την υπερβολική ταύτιση με τον κομμουνισμό (οι ίδιοι, ως γνωστόν, αναφέρονται  στον «σοσιαλισμό») για να πάρει απάντηση εξ αριστερών από τη… Σία Αναγνωστοπούλου.

Δεδομένου ότι δεν είμαστε στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια  και η αντιπαράθεση  δεν αφορά  το πώς  θα μπορούσε να υπάρξει ένα σοσιαλιστικό μέλλον στην Ελλάδα, ούτε καν στο 1983 όταν εν μέσω του ανταγωνισμού  των δύο υπερδυνάμεων ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνιόταν να συνταχθεί με τη «Δύση» στην καταδίκη της κατάρριψης του νοτιοκορεατικού τζάμπο από τη σοβιετική αεροπορία, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η συζήτηση αυτή είναι ένα ακόμη είδος νεοελληνικού  θεάτρου του παραλόγου.  Τα πράγματα, όμως, είναι κάπως πιο σύνθετα.

Οι πραγματικές διαστάσεις της συζήτησης για τα «εγκλήματα του κομμουνισμού»

Καταρχάς, η υπόθεση της διοργάνωσης τέτοιων συνεδρίων δεν είναι γεγονός χωρίς σημασία. Κάθε άλλο, η αναγόρευση του αντικομμουνισμού σε επίσημη ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτέλεσε αντιδραστική εξέλιξη, συνδέθηκε με την προσπάθεια της ΕΕ να εμπεδώσει ένα σχήμα «θεωρίας των δύο άκρων» και αξιοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας συνολικής αυταρχικής νεοφιλελεύθερης  μετάλλαξής της.

Η διεύρυνση της ΕΕ προς  τα ανατολικά σήμαινε ότι σταδιακά εντάχθηκαν στο εσωτερικό της χώρες που μέχρι το 1989 ανήκαν στο λεγόμενο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο». Αφετηρία, το ίδιο το γεγονός της γερμανικής ενοποίησης, που σήμαινε ότι η πάλαι ποτέ Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας έγινε τμήμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Παρότι στις περισσότερες από αυτές τις χώρες το πολιτικό προσωπικό που χειρίστηκε τις τύχες τους, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της μετάβασης, προερχόταν σε σημαντικό ποσοστό από τις τάξεις των επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις «αυτομετασχηματίστηκαν» σε σοσιαλδημοκρατικά, το σοσιαλιστικό παρελθόν αντιμετωπίστηκε αρνητικά. Μπορεί η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών να είχε θετική εικόνα για τις κοινωνικές κατακτήσεις που κατοχυρώθηκαν  τότε (πλήρης απασχόληση, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα), όμως η έμφαση θα δοθεί στην απουσία δημοκρατικών  ελευθεριών, στην καταπίεση και στις διώξεις για πολιτικούς λόγους.

Η στάση αυτή πήρε ιδιαίτερη  ένταση σε χώρες  που, εκτός όλων των άλλων, βρίσκονταν σε αντιπαράθεση  με τη Ρωσία αλλά και την ΕΣΣΔ, όπως για παράδειγμα στην Πολωνία  όπου η εχθρότητα  προς τον κομμουνισμό  από μεγάλο μέρος των πολιτικών κομμάτων συνδυαζόταν  με την παραδοσιακή εχθρότητα της Πολωνίας προς τη Ρωσία, θεωρώντας την τελευταία πάγια απειλή για την πολωνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα.

Σταδιακά, πέρα από την εσωτερική διεργασία που αφορούσε την «καταδίκη των εγκλημάτων του κομμουνισμού», η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις  είχε και την πολιτική σκοπιμότητα να αποφύγουν να έχουν απήχηση πολιτικές δυνάμεις  που θα επέμεναν  στη διατήρηση  του συνόλου των κοινωνικών κατακτήσεων, άρχισε και η πίεση όλα αυτά να μετατραπούν σε ευρωπαϊκή ιδεολογία και τοποθέτηση. Κομβική θα είναι εδώ η απαίτηση  να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο ο ναζισμός και ο κομμουνισμός  και να τιμάται από κοινού η μνήμη όλων των θυμάτων του «ολοκληρωτισμού».

Η ιδεολογική  αυτή τάση είχε σημαντικό βάθος  στην Ευρώπη. Παρότι  η έννοια του ολοκληρωτισμού ήταν βασική πλευρά κυρίως της αμερικανικής ρητορικής ήδη από την αρχή του Ψυχρού Πολέμου  και την ασπάστηκε και σημαντική μερίδα των δεξιών και συντηρητικών δυνάμεων στη Δυτική Ευρώπη, εντούτοις η ισχυρή παρουσία των δυτικών κομμουνιστικών  κομμάτων σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, αλλά και η ανάγκη διατήρησης καλών σχέσεων με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο  διατηρούσαν σχετικά χαμηλούς  τόνους. Ωστόσο, ήδη από τη Γαλλία της δεκαετίας του 1970 άρχισε να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα εγκλήματα που συνέβησαν στο κομμουνιστικό στρατόπεδο. Οι αποκαλύψεις για όσα έγιναν στην ΕΣΣΔ και η απήχηση βιβλίων όπως αυτών του Σολζενίτσιν για τα στρατόπεδα εργασίας οδήγησαν  σε ιδεολογική  μεταστροφή μια χώρα που μέχρι τότε είχε όχι απλώς ισχυρό κομμουνιστικό  κόμμα, αλλά και σημαντικό αριθμό κομμουνιστών διανοουμένων, ηθοποιών, δημοσιογράφων κτλ. Εκείνη την περίοδο  επιστρέφει το σχήμα του «ολοκληρωτισμού» ως κοινού στοιχείου που ενώνει ναζισμό και κομμουνισμό.

Το σχήμα αυτό θα μπορούσε  από πολλές απόψεις να χαρακτηριστεί ανιστόρητο. Τα εγκλήματα (μαζικές πολιτικές διώξεις, εκτοπίσεις και εκτελέσεις αντιφρονούντων, απαγόρευση της ελεύθερης πολιτικής δράσης και έκφρασης, βίαιη κολεκτιβοποίηση) που έγιναν στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο δεν μπορεί να τα αρνηθεί κανείς. Όμως, δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα σε αυτά και τον ναζισμό. Στη Σοβιετική Ένωση ή στις άλλες λαϊκές δημοκρατίες  δεν θα συναντήσει κανείς κάτι ανάλογο  με το Ολοκαύτωμα. Δεν θα συναντήσει, δηλαδή,  αποφάσεις για καθολική εξόντωση ολόκληρων  πληθυσμών, όπως  έγινε με τους Εβραίους, ούτε θα βρει «εργοστάσια θανάτου», όπως ήταν τα στρατόπεδα εξόντωσης του ναζισμού. Δεν θα βρει καν τακτικές όπως η μαζική εξόντωση ολόκληρων χωριών ή κωμοπόλεων για παραδειγματισμό που ακολουθούσαν στις κατεχόμενες χώρες οι ναζί. Η βία του ναζισμού ήταν η συστηματική, κυνική, μεθοδική βία μιας δολοφονικής ιδεολογίας. Η βία του κομμουνισμού ήταν η στρεβλή, παραμορφωμένη εκδοχή ενός αιτήματος χειραφέτησης. Ούτε βέβαια μπορεί να προσπεράσει  κανείς το γεγονός ότι η συνεισφορά της ΕΣΣΔ στη νίκη των Συμμάχων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν καθοριστική και μάλιστα με τίμημα εκατομμύρια νεκρούς σοβιετικούς πολίτες  και οπλίτες.

Οι χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία) έφεραν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το πρόβλημα του παρελθόντος τους. Ως γνωστόν, οι ναζί επένδυσαν πολύ στο να κερδίσουν τα «αδικημένα» έθνη στην Ευρώπη, παρουσιάζοντας το Τρίτο Ράιχ ως τη διέξοδο που αυτά αναζητούσαν και εγκαθιδρύοντας έτσι φιλοναζιστικά καθεστώτα. Για παράδειγμα,  στα Βαλκάνια, το 1941, «ανακήρυξαν» την ανεξαρτησία της Κροατίας του φασιστικού κινήματος των Ουστάσε. Στις χώρες της Βαλτικής, που είχαν παρελθόν κατοχής από διάφορες χώρες, ενώ είχαν αποτελέσει τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, οι Χιτλερικοί θα σπεύσουν να προσφέρουν  «ανεξαρτησία», ενώ σημαντικός αριθμός ανδρών  από αυτές τις χώρες  θα στρατευτεί στο πλευρό των ναζί, συμμετέχοντας τόσο σε πολεμικές επιχειρήσεις σε μονάδες των SS όσο και στο Ολοκαύτωμα.  Στη Λετονία ντόπιοι θα έχουν πρωταγωνιστικό  ρόλο στην εξόντωση δεκάδων χιλιάδων Εβραίων, ενώ θα σχηματιστεί και Λετονική Λεγεώνα στο πλαίσιο των SS. Στη Λιθουανία, όπου ήταν έντονος ο αντισημιτισμός, πολλοί θα συμμετέχουν στη μαζική εξόντωση των εβραίων πολιτών, ενώ θα σχηματιστούν αρκετές αστυνομικές και στρατιωτικές μονάδες με ενεργό δράση στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων στην Ουκρανία αλλά και στην Πολωνία. Σχεδόν 200.000

Εβραίοι ήταν τα θύματα του Ολοκαυτώματος  στη Λιθουανία. Στην Εσθονία επίσης σχηματίστηκαν αστυνομικές και στρατιωτικές μονάδες που πολέμησαν στο πλευρό των ναζί, ενώ στην ίδια χώρα θα σημειωθούν πολλές εκτελέσεις Εβραίων αλλά και σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου.

Στο πλαίσιο ενός βαθιά ριζωμένου αντικομμουνισμού, μάλιστα, στη διάρκεια της μετακομμουνιστικής περιόδου η αντίθεση στην ΕΣΣΔ οδήγησε  στην ταύτιση του ναζισμού με την αντίσταση στη σοβιετική κατοχή. Λίγο πολύ, θεωρήθηκε ότι η συνεργασία  με τη ναζιστική Γερμανία ήταν ένας τρόπος για να διεκδικήσουν αυτές οι χώρες την εθνική τους ανεξαρτησία έναντι της ΕΣΣΔ. Αυτό οδήγησε και στο να τιμάται η μνήμη των συνεργατών των Γερμανών και αυτών που συμμετείχαν στις μονάδες των SS ως μνήμη των «αγωνιστών για την ελευθερία».

Την ίδια στιγμή πρέπει να σημειώσουμε ότι στις χώρες αυτές, και ειδικά στην Εσθονία, η μετάβαση στην ανεξαρτησία θα δημιουργήσει  ζητήματα ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα  των πολιτών  ρωσικής  καταγωγής  στην επικράτειά τους. Στην Εσθονία, για παράδειγμα,  πάνω από το 30% του πληθυσμού  τη στιγμή της ανεξαρτησίας ήταν ρωσικής  καταγωγής –στο Ταλίν ήταν πλειοψηφία– και σε αυτούς δεν δόθηκε αυτόματα η υπηκοότητα της νέας χώρας παρά τις διαμαρτυρίες των οργανώσεων  ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντίθετα, έπρεπε να αποδείξουν καλή γνώση της εσθονικής και «ορθά» εθνικά αισθήματα. Ακόμη και σήμερα 6,8% των κατοίκων της Εσθονίας δεν έχει την υπηκοότητα.

Ο λόγος  που οι ηγετικές δυνάμεις  της ΕΕ ανέχονται και προωθούν  αυτές τις ανιστόρητες και επικίνδυνες αναφορές είναι ότι η ταύτιση κομμουνισμού και ναζισμού διευκόλυνε και διευκολύνει την ιδεολογική προσπάθεια να παρουσιαστεί η φιλελεύθερη  δημοκρατία και οικονομία της αγοράς  ως ιστορικός  μονόδρομος για την Ευρώπη και όλο τον πλανήτη και για να δυσφημιστούν τα κινήματα που αντιστέκονται. Επιπλέον, αυτό διευκολύνει την εικόνα των «δύο άκρων» που είναι εξίσου επικίνδυνα και άρα την προπαγάνδα ότι το μόνο που μένει είναι η αποδοχή  της νεοφιλελεύθερης  ορθοδοξίας.1

Η Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι Σοβιετία

Στην ελληνική περίπτωση, η συζήτηση δεν περιορίστηκε μόνο σ την ιστορική αντιπαράθεση.  Μέρος  αυτής  ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τα λέει αυτά γιατί αποτελείται από θαυμαστές του Μαδούρο  (!) που θέλουν να κάνουν την Ελλάδα Βενεζουέλα ή ΕΣΣΔ.  Είναι σαφές ότι τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα.

Η Ελλάδα δεν είναι ούτε Βενεζουέλα ούτε πολύ περισσότερο Σοβιετική Ένωση. Δεν είναι χώρα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Η κυβέρνηση  ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπέγραψε  τον Αύγουστο του 2015 το τρίτο μνημόνιο και πρακτικά πριν από λίγους μήνες αποδέχτηκε για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης μέτρα που ισοδυναμούν  με ένα τέταρτο μνημόνιο. Ξεπούλησε  14 περιφερειακά  αεροδρόμια,  πούλησε τον ΟΛΠ και μέρος του ΑΔΜΗΕ στους Κινέζους, πούλησε την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, συνέχισε τις παραχωρήσεις των αυτοκινητόδρομων.  Είναι η κυβέρνηση που κατάφερε τη μεγαλύτερη ανατροπή  στο Ασφαλιστικό όχι μόνο με τις μειώσεις συντάξεων και τις αυξήσεις των ορίων ηλικίας, αλλά και με την εισαγωγή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου των τριών πυλώνων. Είναι η κυβέρνηση που έχει δεσμευτεί να αλλάξει την εργατική νομοθεσία περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το δικαίωμα στην απεργία, ενώ αποδέχτηκε τη συνεχιζόμενη κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Είναι η κυβέρνηση που έχει βάλει στόχο την προσέλκυση επενδύσεων,  δηλαδή  την πρόσκληση σε κάθε λογής αρπακτικά να έρθουν  και να αγοράσουν  φτηνά δημόσια περιουσία.  Είναι η κυβέρνηση  που πρακτικά δεν κάνει διορισμούς, που στηρίζεται στις προσλήψεις συμβασιούχων και «ωφελουμένων»  και που, αντί να καλύψει κενά, ασχολείται με την «αξιολόγηση» των δημοσίων υπαλλήλων. Είναι η κυβέρνηση της τεράστιας αύξησης των φόρων, η κυβέρνηση που δέχτηκε να κατέβει το αφορολόγητο ώστε να χάσουν από ένα μηνιάτικο οι εργαζόμενοι των 500 ευρώ. Είναι, τέλος, η κυβέρνηση που μπορεί οι εκπρόσωποί της να είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τη συμβολή της ΕΣΣΔ και του Στάλιν κατά του φασισμού και του ναζισμού, όμως την ίδια στιγμή εφαρμόζει την αντιπροσφυγική συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία, προχωρά  σε επαναπροωθήσεις προσφύγων και, αν τί για δικαιώματα,  φτιάχνει κέντρα κράτησης για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που φτάνουν στις ελληνικές ακτές.

Προφανώς  και όλα αυτά μόνο Σοβιετία δεν είναι. Δεν είναι καν Βενεζουέλα ή Βολιβία, χώρες όπου επανεθνικοποιήθηκαν  επιχειρήσεις, έγινε γενναία αναδιανομή  προς όφελος των πληβειακών στρωμάτων και δόθηκαν  αυξημένες αρμοδιότητες και λόγος στα κινήματα. Δεν είναι καν Ισημερινός, χώρα που κράτησε αποφασιστική στάση απέναντι στους δανειστές και τους «οικονομικούς δολοφόνους» του ΔΝΤ και κατάφερε έτσι να διαγράψει σημαντικό μέρος του χρέους και να κάνει κοινωνικά δικαιότερη πολιτική.

Ποιους και γιατί βολεύει η κουβέντα περί Σοβιετίας

Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί επικρατεί αυτός ο διάλογος. Γιατί, δηλαδή, ενώ μετά το 2015 αποδείχτηκε ότι ακόμη και μια κυβέρνηση προερχόμενη από την Αριστερά εφαρμόζει την ίδια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων, κοινώς την ώρα που έχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή ομοθυμία του πολιτικού συστήματος στην ίδια πολιτική, παρακολουθούμε τους τόνους της αντιπαράθεσης να ανεβαίνουν  σαν να έχουμε να κάνουμε με μια έντονη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικά πολιτικά μπλοκ, δύο ανταγωνιστικά κοινωνικά συστήματα. Διάφοροι λόγοι συνετέλεσαν σε αυτό.

Ο πρώτος είναι η διαρκής δεξιά διολίσθηση του πάλαι ποτέ Κέντρου – αυτού που πλέον έχει προσδιοριστεί ως Ακραίο Κέντρο. Το γεγονός,  δηλαδή, ότι πολιτικοί προερχόμενοι από τη σοσιαλδημοκρατία και τον φιλελεύθερο χώρο υιοθετούν ρητορικές και πολιτικές που σε πλευρές τους αγγίζουν  την Ακροδεξιά σ την Ελλάδα έχει πάρει πολύ έντονη μορφή.  Δεν είναι απλώς  ότι στην Ελλάδα ιδεολόγοι των μνημονίων υπήρξαν κατεξοχήν πολιτικοί της Κεντροαριστεράς, του ΠΑΣΟΚ και εκείνου του κομματιού της «πάλαι ποτέ» Ανανεωτικής Αριστεράς που είχε μετακινηθεί προς το Κέντρο. Από το «μαζί τα φάγαμε» μέχρι το «κι αν δεν υπήρχαν  μνημόνια, θα έπρεπε να τα είχαμε εφεύρει», είναι πολλά τα παραδείγματα μιας πραγματικής ρητορικής  μίσους απέναντι σε ό,τι η ελληνική κοινωνία όρισε τα προηγούμενα χρόνια ως δικαίωμα. Για το κομμάτι αυτό μικρή σημασία έχει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ  εφαρμόζει  την πολιτική που αυτό πρώτο πρότεινε. Το ενοχλεί ότι δεν την ενστερνίζεται κιόλας ένθερμα. Εξ ου και η διαρκής κριτική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση είναι είτε επικίνδυνοι αριστεροί, είτε εθνολαϊκιστές, είτε και τα δύο μαζί. Και επειδή πρώτα και κύρια το κομμάτι αυτό, σε μια μακρά ιδεολογική διαδρομή  ήδη από τη δεκαετία του 1990, είχε ασχοληθεί με την αποδόμηση των όποιων κοινωνικών αναφορών του ίδιου του ΠΑΣΟΚ (ποιος θυμάται τις πολεμικές κραυγές κατά του «λαϊκισμού» και υπέρ του «εκσυγχρονισμού»;), δεν έχει κανένα πρόβλημα να υιοθετεί και έναν αντικομμουνισμό παλαιάς κοπής ακόμη και εάν έρχεται σε ρήξη με τις παραδόσεις και του ίδιου του ιστορικού χώρου της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε μια ιδιαίτερη παράμετρο. Μεγάλο  μέρος των ακροκεντρώων σχολιαστών σήμερα όντως πιστεύουν  αυτά που λένε. Έχουν, δηλαδή,  τέτοια ιδεολογική σκλήρυνση, που αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε παρέκκλιση από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία ως επικίνδυνη… επαναστατική απόπειρα. Όταν, για παράδειγμα, ο Μπάμπης Παπαδημητρίου  ή ο Άρης Πορτοσάλτε διαμαρτύρονται σε οξείς τόνους για τη δωρεάν μετακίνηση των ανέργων με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, μέτρο που μέχρι και η τρόικα δέχτηκε, αυτήν ακριβώς την ακροκεντρώα πώρωση εκφράζουν.

Ο δεύτερος  λόγος  είναι οι μετατοπίσεις της ΝΔ από το 2011, όταν κάτω από μεγάλες πιέσεις εγκατέλειψε την αντιμνημονιακή ρητορική. Ήδη από την εποχή Σαμαρά και δεχόμενη έντονη πίεση από τα δεξιά από τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, η ΝΔ, μην μπορών τας να προσφέρει  είτε κοινωνικό πρόσωπο είτε μια εκδοχή κρατικής προστασίας, στοιχεία οργανικά  της δεξιάς ιδεολογίας  στη χώρα μας, αναδιπλωνόταν απέναντι στον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ σε μια πολύ κλασική ακροδεξιά και αντικομμουνιστική ρητορική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να μην προέρχεται από αυτή την πολιτική παράδοση (η ταυτότητά του σχετίζεται κυρίως με τον σκληρό νεοφιλελευθερισμό  και όχι με την παραδοσιακή  Δεξιά), καταλήγει όμως στην αντικομμουνιστική ρητορεία από μια αντίστροφη διαδρομή. Έχοντας επιλέξει ως πολιτικό στίγμα το «χρειαζόμαστε ακόμη πιο επιθετικά νεοφιλελεύθερα μέτρα», θέλοντας να φτάσει στην εξουσία «καθαρός από δεσμεύσεις φιλολαϊκού χαρακτήρα» και επιδιώκοντας  την πόλωση με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι υποχρεωμένος να τον κατηγορεί ότι εφαρμόζει αριστερή πολιτική, την ώρα που ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζονται για το ποιο από τα δύο κόμματα είναι ικανό να εφαρμόσει πιο πιστά τις νεοφιλελεύθερες  συνταγές της τρόικας.

Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με τον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να αλλάξει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού. Την ώρα που ο Αλέξ ης Τσίπρας έκανε μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές κωλοτούμπες της νεότερης ιστορίας και μία από τις μεγαλύτερες δεξιές μετατοπίσεις αριστερού κόμματος, κατάφερε να μη βρεθεί με ένα μεγάλο κενό – ή μια ισχυρή αντιπολίτευση στα αριστερά. Αντιθέτως, μπόρεσε να πάει όλο το πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά, κατορθώνοντας να κατοχυρώσει όχι μόνο τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ως Αριστερά (ως ταυτότητα, δηλαδή,  γιατί η πολιτική είναι ούτως ή άλλως… Σόιμπλε), αλλά και να διεκδικήσει τον χώρο  της ιστορικής  Κεντροαριστεράς,  υποχρεώνοντας μάλιστα τον χώρο του πρώην ΠΑΣΟΚ σε όλες του τις παραλλαγές, από ΠΑΣΟΚ μέχρι Ποτάμι, να καλείται απλώς να διαλέξει εάν θα είναι συμπληρωματικός προς τον ΣΥΡΙΖΑ ή κομμάτι ενός συστημικού μπλοκ υπό την ηγεσία της ΝΔ και του Κυριάκου  Μητσοτάκη. Αυτή η τοποθέτηση  του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η πολιτική που εφαρμόζει του επιτρέπει να κάνει τα αντίστροφα από αυτά που παραδοσιακά έκαναν αριστερά κόμματα που διεκδικούσαν την εξουσία. Ενώ ο κανόνας ήταν αυτά τα κόμματα να προσπαθούν να συνδυάσουν ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα με μια ήπια ρητορική, προκειμένου να μην προκαλέσουν αντανακλαστικά ή να μην αποξενώσουν τμήματα της κοινωνίας, ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει την πιο δεξιά δυνατή πολιτική και ταυτόχρονα κλιμακώνει τη ρητορική επίκληση στην Αριστερά και τον κομμουνισμό!

Η κίνηση αυτή δεν είναι χωρίς έναν υπολογισμό  σχεδόν κυνικό. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει καλά ότι όχι μόνο στο μικρό ακροατήριο της Αριστεράς αλλά και στον ιστορικό χώρο  του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς υπάρχει θετική απήχηση της κληρονομιάς της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος στον τόπο μας και στην πραγματικότητα μια θετική ανάμνηση ακόμη και από την ΕΣΣΔ και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, ενώ αντίθετα ο αντικομμουνισμός ήταν πάντοτε χαρακτηριστικό ενός συγκεκριμένου περιορισμένου κοινού της Δεξιάς. Έτσι, ενώ σε άλλες χώρες η «ταύτιση» με τον κομμουνισμό θα είχε πολιτικό κόστος, αυτό δεν ισχύει στην Ελλάδα. Η διατήρηση της ιστορικής μνήμης που αρθρώνεται γύρω από την εικόνα μιας προδομένης εθνικής αντίστασης στην οποία πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές, αλλά και η αίσθηση ότι η παρουσία της ΕΣΣΔ παλαιότερα ή ακόμη και της Ρωσίας σήμερα είναι για μερίδα της κοινής γνώμης αντίβαρο στις ΗΠΑ συν τελούν επίσης σε αυτή την κατεύθυνση.  Στην πραγματικότητα –και πάλι σε αντίθεση με ό,τι θα πρότειναν μοντέλα προερχόμενα από άλλες κοινωνίες– η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να καλύψει όχι τον χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς, αλλά αυτόν που ιστορικά ονομάστηκε «δημοκρατική παράταξη», στην Ελλάδα περνάει και μέσα από τη διεκδίκηση της θετικής αναφοράς  στον κομμουνισμό και όχι το αντίθετο.

Επιπλέον, η ίδια η προσπάθεια της εμπέδωσης της «νέας μνημονιακής κανονικότητας» που δοκιμάζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι ένα μέρος του ακροατηρίου του πλέον δεν επενδύει στη ριζική βελτίωση, αλλά στη μη επιδείνωση «αφού δεν γίνεται αλλιώς». Όταν, όμως, διαμορφώνεται μια συνθήκη στην οποία δεν υπάρχουν  επίδικα στην ίδια την πολιτική, δηλαδή  δεν υπάρχουν έντονες διαφωνίες για το ποια πολιτική θα ασκηθεί, ποια μέτρα θα παρθούν, πέρα από επιμέρους αντιπαραθέσεις (πλήρη ιδιωτικοποίηση της καθαριότητας  θέλει η ΝΔ, διατήρηση  κάποιων θέσεων εργασίας στους δήμους  και μερική ιδιωτικοποίηση ο ΣΥΡΙΖΑ), τότε η πολιτική αντιπαράθεση πάει στις ταυτότητες, λες και οι «ιστορικές αναφορές» μπορούν να αναπληρώσουν μια πραγματικότητα καθημερινής διάψευσης. Και εκεί οι Συριζαίοι ανακάλυψε ότι, όπως ακριβώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης βολευόταν να τους αντιμετωπίζει ως αριστερούς και νεοκομμουνιστές, έτσι και αυτοί μόνο όφελος  έχουν να αποκομίσουν από το να διεκδικήσουν τον ρόλο των υπερασπιστών του κομμουνισμού. Άλλωστε, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και ο Κυριάκος  Μητσοτάκης  μόνο κερδισμένοι μπορεί να είναι από την προσπάθειά τους να μοιραστούν τον χώρο του Κέντρου και αυτό καταδεικνύει η στάση τους.

Όλα αυτά έχουν και μια άλλη πλευρά. Η εικόνα μιας πολιτικής σκηνής που συγκρούεται για τους συμβολισμούς και την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά, πέρα από ρητορικές αποστροφές, λίγα πράγματα έχει να πει για το σήμερα και την κατάσταση της ελληνικής  κοινωνίας, την ώρα που η οικονομική και κοινωνική πολιτική αποφασίζεται στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, στην πραγματικότητα είναι η έκφραση μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης. Είναι σύμπτωμα  μιας μνημονιακής «μεταδημοκρατίας»  όπου άλλη επιλογή δεν υπάρχει πέρα από την παραδοχή ότι δεν υπάρχουν  επιλογές. Είναι ο βαθμός μηδέν μιας πολιτικής που γίνεται «φανέλα» (ίσως και «σημαία ευκαιρίας»).

Το να βολεύεται ένας κόσμος σήμερα μέσα σε μια πολιτική αντιπαράθεση που ορίζεται έτσι στο επιφαινόμενο, σε απόσταση από την πραγματική  πολιτική, μπορεί να λειτουργεί ανακουφιστικά, να είναι μια γλυκιά αυταπάτη. Δυστυχώς, όμως, το ερώτημα για την ελληνική κοινωνία σήμερα δεν είναι, καλώς ή κακώς, εάν θα γίνει σοβιετία ή εάν θα επιστρέψει σ τον «ελεύθερο  κόσμο». Το ερώτημα είναι εάν θα ανακοπεί μια συνθήκη  επιτροπείας, καταργημένης δημοκρατίας, καταναγκαστικής λιτότητας, γενικευμένου ξεπουλήματος  και εάν όντως θα υπάρξει κάτι που να μοιάζει με μέλλον. Και αυτό δεν γίνεται με συμβολισμούς.

___

1. Για το ζήτημα των «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών» βλ. και Αυγουστίνος Ζενάκος, «Απ’ άκρο σ’ άκρο: Ολοκληρωτισμοί και δημοκρατία», UNFOLLOW 33 Σεπτέμβριος 2014.

2.Για τον όρο «Ακραίο Κέντρο» βλ. ενδεικτικά: Αυγουστίνος Ζενάκος, Χρήστος Νάτσης, «Ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, το Ακραίο Κέντρο και η Αριστερά», UNFOLLOW 8/9/2015, διαδικτυακή δημοσίευση, http://bit.ly/23Bw9Pf• «Ο λόγος του Ακραίου Κέντρου: Από την κριτική της βίας στη δημοκρατία ως συμμόρφωση», UNFOLLOW 13/12/2015, διαδικτυακή δημοσίευση, http://bit.ly/1SRtrkP• «Ριζοσπαστικό ή ακραίο; Το Κέντρο και η τεχνολογία του», UNFOLLOW 50, Φεβρουάριος 2016, http://bit.ly/2wft1yY.

Πηγή: unfollow.com.gr

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ