Πρόκειται για φαινόμενα που οι επιστήμονες πίστευαν ότι θα εμφανίζονταν μετά από δεκαετίες, όμως συμβαίνουν ήδη σε πολλές περιοχές του πλανήτη
Αφόρητα φαινόμενα ακραίας υγρασίας και ζέστης, ικανά ακόμη και να απειλήσουν την ζωή των ανθρώπων, εμφανίζονται όλο και συχνότερα σε όλο τον κόσμο, δείχνοντας ότι τα χειρότερα σενάρια για τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη συμβαίνουν ήδη, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Οι επιστήμονες εντόπισαν χιλιάδες κρούσματα αυτού του θανατηφόρου συνδυασμού κλιματικών συνθηκών, τα οποία παρέμεναν μέχρι στιγμής άγνωστα, σε περιοχές της Ασίας, της Αφρικής, της Αυστραλίας και της Νότιας Αμερικής, εντοπίζοντας επίκεντρα ακόμη και κατά μήκος της ακτογραμμής των ΗΠΑ στον Κόλπο του Μεξικού.
Ο συνδυασμός με την υγρασία κάνει τη ζέστη πιο επικίνδυνη, καθώς εμποδίζει την εφίδρωση, τον φυσικό μηχανισμό που χρησιμοποιεί ο οργανισμός μας για να δροσιστεί, και ο οποίος μπορεί να μας σώσει τη ζωή σε συνθήκες ακραίας ζέστης.
Όλο και συχνότερα – όλο και πιο έντονα
Ο αριθμός των δυνητικά θανατηφόρων φαινομένων συνδυασμού ζέστης και υγρασίας έως και διπλασιάστηκαν από το 1979 έως το 2017 και αυξάνονται διαρκώς τόσο ως προς τη συχνότητα όσο και ως προς την ένταση, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Science Advances.
Στις ΗΠΑ, η νοτιοανατολική ακτογραμμή που εκτείνεται από το Τέξας μέχρι τη Φλόριντα, βίωσε τέτοιου είδους ακραίες συνθήκες δεκάδες φορές, με τη Νέα Ορλεάνη και το Μπιλόξι του Μισισίπι να δέχονται το μεγαλύτερο πλήγμα.
Τα πιο ακραία περιστατικά σημειώθηκαν στον Περσικό Κόλπο, όπου ο συνδυασμός ζέστης και υγρασίας ξεπέρασε το επίπεδο μέχρι το οποίο είναι θεωρητικά εφικτό να επιβιώσει ο άνθρωπος σε 14 περιπτώσεις. Η Ντόχα, η πρωτεύουσα του Κατάρ, όπου αναμένεται να φιλοξενηθεί το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου το 2022 ανήκει στις τοποθεσίες που έχουν βιώσει – αν και για σύντομα διαστήματα – τέτοιου είδους φονικά καιρικά φαινόμενα.
Ανησυχία μεταξύ των ειδικών
Τα δυσοίωνα ευρήματα εξέπληξαν τους επιστήμονες, καθώς προηγούμενες μελέτες προέβλεπαν ότι τέτοιου είδους φαινόμενα θα συνέβαιναν αργότερα στον αιώνα μας, κυρίως σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές, όπου η υγρασία ήδη αποτελεί πρόβλημα.
“Παλαιότερες μελέτες προέβλεπαν ότι αυτό θα συνέβαινε αρκετές δεκαετίες αργότερα, όμως η συγκεκριμένη αποδεικνύει ότι πρόκειται για κάτι που έχει ήδη συμβεί”, τονίζει ο συγγραφέας Κόλιν Ρέιμοντ, του Παρατηρητηρίου της Γης Lamont-Doherty του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
“Η συχνότητα των φαινομένων θα αυξηθεί και οι περιοχές που επηρεάζονται θα επεκταθούν κατά τρόπο ευθέως ανάλογο με την υπερθέρμανση του πλανήτη”.
Οι προγενέστερες έρευνες στηρίζονταν στην μέση θερμοκρασία και υγρασία που καταγράφεται σε βάθος αρκετών ωρών σε εκτεταμένες περιοχές. Αντιθέτως, η έρευνα της ομάδας του Κολούμπια εξέτασε ωριαία δεδομένα από 7,877 μετεωρολογικούς σταθμούς, πράγμα που τους επέτρεψε να εντοπίσουν σύντομα, τοπικά περιστατικά.
Φαινόμενα ικανά να οδηγήσουν στο θάνατο
Σε ξηρές συνθήκες το σώμα μας “ρίχνει” τη θερμοκρασία του μέσω του ιδρώτα, ο οποίος εξατμίζεται από την επιφάνεια του δέρματος. Όμως αυτό συμβαίνει δυσκολότερα όταν η ζέστη συνδυάζεται με υγρασία, η οποία μπορεί ακόμη και να εμποδίσει πλήρως τον ιδρώτα από το να εξατμιστεί. Αν το σώμα μας υπερθερμανθεί, τα όργανα αρχίζουν να καταρρέουν σε μικρό χρονικό διάστημα, οδηγώντας στον θάνατο μέσα σε λίγες ώρες.
Οι μετεωρολόγοι μετρούν την επίπτωση του συνδυασμού ζέστης και υγρασίας με τη λεγόμενη κλίμακα της “υγρής λάμπας” – η επίσημη ονομασία της είναι κλίμακα Centigrade.
Ακόμη και οι πιο υγιείς και καλά προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον τους άνθρωποι, δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν καθημερινές δραστηριότητες όπως το περπάτημα ή το σκάψιμο, όταν ο συγκεκριμένος δείκτης ανέλθει στους 32C, ενώ οι περισσότεροι θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες πολύ πριν από αυτό. Θεωρητικά, ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει αν αυτός ο δείκτης ξεπεράσει τους 35C – θερμοκρασία που άγγιξαν μικρές περιοχές του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σύμφωνα με τη μελέτη.
Λίγο πιο ήπια, αλλά συχνότερα κρούσματα του φαινομένου εντοπίστηκαν κατά μήκος της Ινδίας, του Μπαγκλαντές, του Πακιστάν, της βορειοδυτικής Αυστραλίας και παράκτιων περιοχών της Ερυθράς Θάλασσας, αλλά και του Κόλπου του Μεξικό στην Καλιφόρνια.
“Ίσως είμαστε πολύ πιο κοντά σε μια κρίσιμη καμπή από ό,τι πιστεύουμε”, προειδοποιεί ο Ράντλεϊ Χόρτον ένας εκ των συγγραφέων της έρευνας.
Ο κλιματισμός ενδέχεται να μειώσει τις επιπτώσεις των φαινομένων για ορισμένους ανθρώπους στις πλουσιότερες από τις πληττόμενες περιοχές, όπως είναι οι ΗΠΑ και το Κατάρ, όμως οι μακριές περίοδοι αναγκαστικού εγκλεισμού που αυτό συνεπάγεται, συνοδεύονται από καταστροφικές επιπτώσεις για την οικονομία, τονίζει ο Χόρτον.
Άλλωστε, ο κλιματισμός δεν αποτελεί επιλογή για τους περισσότερους από τους κατοίκους των χωρών υψηλού κινδύνου, όπου η γεωργία παραμένει ο πιο συνηθισμένος τρόπος οικονομικής επιβίωσης.