Η έκθεση της Κομισιόν επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με μια μεγάλη οικονομική κρίση. Αυτό θέτει την πρόκληση ενός πραγματικού σχεδίου ανασυγκρότησης
Οι εαρινές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία των ευρωπαϊκών οικονομιών ήρθαν να επιβεβαιώσουν αυτό που γνωρίζαμε και για την ελληνική οικονομία: δηλαδή ότι έχουμε ήδη μπει στον κύκλο μιας πολύ μεγάλης οικονομικής κρίσης και όχι απλώς ενός συγκυριακού οικονομικού προβλήματος. Η Επιτροπή αναμένει ύφεση 9,7% για την Ελλάδα το 2020, αύξηση της ανεργίας στο 19,9% και έλλειμμα 6,4% στον προϋπολογισμό.
Είναι αλήθεια ότι η Επιτροπή προβλέπει για το 2021 μια εντυπωσιακή ανάκαμψη 7,9% το 2021, αλλά αυτού του είδους οι αισιόδοξες προβλέψεις είναι σε αυτή τη φάση περισσότερο ευσεβείς πόθοι παρά πραγματικές εκτιμήσεις, ιδίως από τη στιγμή που δεν είναι καθόλου δεδομένο πώς θα εξελιχθεί η πανδημία και για πόσο καιρό και σε ποια κλίμακα θα χρειάζονται περιορισμοί.
Η έκθεση της Επιτροπής επίσης εντοπίζει τις δύο κρίσιμες επισφάλειες της ελληνικής οικονομίας που εξηγούν γιατί αναμένεται μεγαλύτερη ύφεση στην Ελλάδα: από τη μια υπάρχει η μεγάλη βαρύτητα του τουρισμού στην ελληνική οικονομία και μάλιστα με την ιδιαιτερότητα ο τουρισμός στην Ελλάδα εντοπίζεται κυρίως στους καλοκαιρινούς μήνες δηλαδή σε μια περίοδο που όλα δείχνουν ότι οι περιορισμοί στις ταξιδιωτικές μετακινήσεις δεν θα έχουν αρθεί. Από την άλλη, η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που θα δυσκολευτούν πολύ μέσα στη συγκυρία της οικονομικής κρίσης.
Σε όλα αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες παραμέτρους: η ελληνική οικονομία ακόμη δεν έχει καλύψει τις μεγάλες απώλειες που είχε από το 2008 έως το 2017. Η ανεργία και πριν αυτή την κρίση ήταν ιδιαίτερα υψηλή και πάνω από 16%, την ώρα που μεγάλο μέρος της αύξησης της απασχόλησης τα τελευταία χρόνια δεν ήταν σε καλοπληρωμένες και σταθερές θέσεις απασχόλησης. Η έξοδος από το ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονίων ουσιαστικά δεν έχει ολοκληρωθεί.
Πάνω από όλα την τελευταία δεκαετία ασχοληθήκαμε περισσότερο με την επίτευξη στόχων δημοσιονομικής πειθαρχίας ή με την εξεύρεση τρόπων για την έξοδο από μια συνθήκη οικονομικής καταστροφής παρά με ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, παρότι αυτή η φράση ακούστηκε σε διάφορες παραλλαγές τα προηγούμενα χρόνια.
Επιστροφή στην «κανονικότητα»;
Από πολλές απόψεις χρησιμοποιούμε τη φράση «επιστροφή στην κανονικότητα». Αυτό είναι εύλογο, αφού επιθυμία όλων είναι να περάσει η πανδημία και τα πράγματα να γίνουν όπως ήταν.
Μόνο που στην οικονομία δεν σημαίνει ότι απλώς κάποια στιγμή θα ολοκληρωθεί μια διαδικασία ανάκαμψης και θα είμαστε εκεί που ήμασταν στις αρχές Μάρτη.
Η οικονομική ύφεση θα αφήσει πίσω της πραγματικές πληγές. Αρκετές επιχειρήσεις, παρά την προσπάθεια που γίνεται να βρεθούν τρόποι ώστε να λειτουργήσουν παρά τους περιορισμούς, είναι πιθανό να μην μπορέσουν να αντέξουν το κόστος αυτής της περιόδου και να μην μπορέσουν να ανοίξουν ξανά. Άλλες επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και σε πιθανές αλλαγές τρόπου ζωής και καταναλωτικής συμπεριφοράς που μπορεί να κρατήσουν καιρό, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα προβλήματα της παγκόσμιας αεροπορικής βιομηχανίας.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μια βασική παράμετρο ακόμη. Η συγκυρία της κρίσης σημαίνει ότι πολλές επιχειρήσεις θα προχωρήσουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε μειώσεις προσωπικού ή σε μειώσεις αποδοχών ή σε εφαρμογή μορφών ελαστικής εργασίας. Η επιστροφή ουσιαστικά τέτοιων μορφών λιτότητας και η αυξημένη ανεργία συνεπάγονται άλλη μια παράμετρο επιδείνωσης του συνολικότερου οικονομικού κλίματος.
Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω
Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν λανθασμένη αφετηρία να στοχαστούμε την έξοδο από την τωρινή κατάσταση ως μια διαδικασία όπου απλώς για ένα διάστημα το δημόσιο (και η Ευρωπαϊκή Ένωση) θα καλύψουν χρηματοδοτικά το όποιο κενό στην οικονομική δραστηριότητα και την απώλεια εισοδήματος και μετά απλώς θα είμαστε εκεί όπου ήμασταν τον Μάρτιο. Ιδίως από τη στιγμή που ούτως ή άλλως ακόμη και πριν την πανδημία η συζήτηση για ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα μόλις ξεκινούσε και ακόμη συζητούσαμε παραμέτρους όπως τον περιορισμό των προβλέψεων για αιματηρά πρωτογενή πλεονάσματα.
Ούτε μπορεί όλη η προσπάθεια να επικεντρώνεται στην όποια οικονομική ενίσχυση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι τόσο γιατί αυτή δεν πρόκειται να είναι στην απαραίτητη κλίμακα, ούτε κυρίως γιατί είναι πιθανό να συνοδεύεται από όρους που μόνο ως «μνημονιακοί» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Αλλά γιατί δεν πρόκειται να υποκαταστήσουν το συνολικότερο σχεδιασμό και την προοπτική που απαιτείται.
Είναι προφανές ότι όπως και να το δούμε η επόμενη μέρα δεν θα είναι σαν την προηγούμενη. Θα είναι πιο δύσκολη από αρκετές απόψεις, όμως ταυτόχρονα δίνει και τη δυνατότητα να τη δούμε ως έναν καταλύτη για την επεξεργασία ενός νέου σχεδίου.
Το ερώτημα του σχεδίου ανασυγκρότησης
Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Από τη μια γιατί μιλάμε για ένα νέο τοπίο και στην Ευρώπη και στην παγκόσμια οικονομία με πιθανές αλλαγές στην αρχιτεκτονική αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «παγκοσμιοποίηση», με χώρες να επανεκτιμούν την εξάρτησή τους από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε στοιχεία παραγωγικής αυτάρκειας.
Από την άλλη, γιατί στην Ελλάδα, ουδέποτε έγινε μια ουσιαστική αποτίμηση του παραγωγικού υποδείγματος που διαμορφώθηκε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 και οδήγησε στην κρίση χρέους και τα μνημόνια. Ακόμη περισσότερο η περίοδος των μνημονίων, σε μεγάλο βαθμό κυριαρχήθηκε από την προσπάθεια, ενίοτε και με επινοητικότητα για την εφαρμογή σχεδίων περικοπών ή την ολοκλήρωση προγραμμάτων ιδιωτικοποίησης παρά με το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Μόνο που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την άμεση αναμέτρηση με αυτά ακριβώς τα ερωτήματα. Γιατί χωρίς ένα σχέδιο ανασυγκρότησης η προοπτική θα είναι μιας μεγάλης ύφεσης που θα οδηγήσει σε μια αργή και αναιμική ανάκαμψη, με την κοινωνία και ιδίως τους εργαζομένους να πληρώνουν το τίμημα.
Και τις αφετηρίες για ένα τέτοιο σχέδιο τις δίνει η ίδια η πραγματικότητα:
– Η δημόσια δαπάνη είναι επένδυση στο μέλλον και όχι δημοσιονομικό κόστος. Η ανάκαμψη δεν μπορεί να έρθει χωρίς ισχυρή και κρατική παρέμβαση. Μόνο που πρέπει να είναι στοχευμένη και να συνδέεται με στόχους.
– Είναι προφανές ότι πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική των «ατμομηχανών». Έχει σημασία να έχουμε ισχυρή τουριστική βιομηχανία, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε την ίδια εξάρτηση από τον τουρισμό ως αναπτυξιακή ώθηση ή με τόσο βαρύτητα στην ελληνική οικονομία.
– Χρειάζεται κλαδική πολιτική και αυτή δεν μπορεί απλώς να καθορίζεται από τα κριτήρια απορροφησιμότητας κονδυλίων του ΕΣΠΑ αλλά από τη μελέτη των δυνατοτήτων για κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας.
– Η έννοια της επένδυσης πρέπει να ξεφύγει από τα όρια των μεγάλων προτζεκτ real estate και να κινηθεί περισσότερος προς παραγωγικούς κλάδους και τεχνολογικές υποδομές αιχμής.
– Η χώρα διαθέτει μεγάλο επιστημονικό δυναμικό και τα δημόσια πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα είναι πρωτοπόρα, παρότι δουλεύουν κάτω από πιεστικές οικονομικές συνθήκες. Αυτό το δυναμικό, μαζί με το επιστημονικό δυναμικό που αναγκάστηκε να μεταναστεύει, αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο ισχυρά σημεία της ελληνικής οικονομίας.
– Η εργασία πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια. Είναι στην πραγματικότητα ο βασικός παραγωγικός πόρος που διαθέτουμε. Η λογική που έβλεπε μόνο «κόστος εργασίας» οφείλει να αντιμετωπιστεί ως μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Άλλωστε, τις μέρες αυτές έχουμε καταλάβει ότι είναι η εργασία και δη της «πρώτης γραμμής», από τα νοσοκομεία μέχρι τα σούπερ μάρκετ, που κράτησε όρθια την κοινωνία.