Η πανδημία άλλαξε ήδη σε σημαντικό βαθμό την ελληνική κοινωνία. Έφερε μια ωρίμανση βίαιη, που μένει να δούμε εάν θα μείνει και την επόμενη μέρα
Από διάφορες πλευρές η αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας στην πανδημία είναι εντυπωσιακή.
Σε μια χώρα που δεν έχει τέτοιες παραδόσεις μαζικής προσαρμογής της συμπεριφοράς, μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας που κάποτε θα φάνταζαν ανεφάρμοστα, εφαρμόστηκαν σχεδόν υποδειγματικά και ακόμη και τα κρούσματα «απειθαρχίας» είτε είναι εντυπωσιακά λίγα (ενδεικτικός ο πολύ μικρός αριθμός παραβιάσεων των μέτρων από ιερείς και πιστούς) είτε θα μπορούσαν και να συζητηθούν εάν αποτελούν όντως μορφές απειθαρχίας (π.χ. τα προβεβλημένα ζητήματα «συνωστισμού» σε ανοιχτούς χώρους).
Ακόμη πιο εντυπωσιακή από την κλίμακα της εφαρμογής των μέτρων είναι η ίδια η αίσθηση ότι σε πολύ μικρό βαθμό ήταν αποτέλεσμα φόβου των κυρώσεων ή απλού εξαναγκασμού και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό αποτέλεσμα συνειδητής αποδοχής.
Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ότι αυτό που είναι σε εξέλιξη, παρόλη την όχληση που προκαλεί και το πλήθος προβλημάτων, αποτελεί μια συλλογική μάχη που τη δίνουμε από κοινού για να προστατεύσουμε τους πιο ευάλωτους. Είναι αυτό το διάχυτο βίωμα ότι για πάρα πολλούς τα μέτρα δεν αντιμετωπίστηκαν ως περιορισμός, αλλά ως πράξη αλληλεγγύης.
Ούτε μπορεί κανείς να προσπεράσει τη διαπίστωση ότι σε αντίθεση με άλλες χώρες στην Ελλάδα δεν είδαμε έντονα ρατσιστικά αντανακλαστικά που καταγράφηκαν σε άλλες χώρες ακόμη και σε επίπεδο κρατικής διαχείρισης της πανδημίας. Ούτε καταγράφηκε η ίδια αναζήτηση «αποδιοπομπαίων τράγων» όπως είδαμε επίσης σε άλλες χώρες (από το διάχυτο ρατσισμό κατά των μεταναστών κινεζικής καταγωγής στη Δύση μέχρι το ρατσισμό εναντίον των μεταναστών αφρικανικής καταγωγής στην ίδια την Κίνα).
Η ενηλικίωση της πολιτικής αντιπαράθεσης
Στο ίδιο πλαίσιο μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια ιδιότυπη «ενηλικίωση» της πολιτικής αντιπαράθεσης, σε μια χώρα που τα τελευταία χρόνια επεδείκνυε το παράδοξο να υπάρχει εκ των πραγμάτων συναίνεση στην ίδια –μνημονιακή– πολιτική αλλά τα κόμματα να επιδίδονται σε μια ιδιαίτερα τοξική παραλλαγή πολιτικής αντιπαράθεσης.
Απουσιάζουν οι εύκολες κραυγές, οι τοποθετήσεις μοιάζουν να είναι περισσότερο μετρημένες, η έμφαση είναι στις συγκεκριμένες προτάσεις και η κριτική δείχνει να αποφεύγει να είναι «εύκολη», ενώ αποδοκιμάζονται όσες και όσοι ξεφεύγουν από αυτό τον κανόνα και επιδίδονται σε πολεμικές τύπου «δικτύων κοινωνική δικτύωσης».
Εν μέρει αυτό μπορεί και να οφείλεται στο ότι η αξιωματική αντιπολίτευση γνωρίζει ότι δύσκολα μπορεί να ασκήσει κριτική «υψηλών τόνων» όταν η ίδια φέρει ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Εν μέρει όμως οφείλεται και στην επίγνωση ότι τα πράγματα είναι σοβαρά και ο καθένας κρίνεται πραγματικά από το πώς συμμετέχει σε αυτή τη μάχη και από το εάν αυτό που προτείνει είναι ρητορικό πυροτέχνημα ή πραγματικά εφαρμόσιμο μέτρο.
Ούτε είναι τυχαίο ότι και το ίδιο το κυβερνητικό επιτελείο έχει διακριτικά τραβήξει προς τα πίσω τους υπουργούς ή άλλα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης που δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτό το είδος πιο σοβαρής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ούτε βέβαια είναι τυχαία η επιλογή να δοθεί ο κύριος λόγος ως προς την εκπροσώπηση της κυβερνητικής γραμμής στον καθ. Σ. Τσιόδρα και στον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας κ. Ν. Χαρδαλιά, που κατά την εκτίμηση του κυβερνητικού επιτελείου αποτυπώνουν το αναγκαίο μείγμα εγκυρότητας σοβαρότητας και ανθρωπιάς που απαιτούν οι περιστάσεις.
Όμως, όλα αυτά δεν θα ίσχυαν εάν δεν υπήρχε από την ίδια την πλευρά της κοινωνίας μια πίεση για έναν τέτοιο πολιτικό τόνο και μια τέτοια αντιμετώπιση.
Και όμως η ελληνική κοινωνία ήταν πιο ώριμη (και αγωνιστική) από πριν
Βέβαια, η εκτίμηση ότι η ελληνική κοινωνία «ωρίμασε» μέσα στην πανδημία, από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί εν μέρει ανακριβής.
Πιο σωστά, θα ίσχυε απόλυτα, μόνο εάν ίσχυε απόλυτα ένα μάλλον στερεοτυπικό σχήμα για το πώς αντέδρασε σε διάφορες καταστάσεις τα προηγούμενα χρόνια. Αναφερόμαστε το διάχυτο σχήμα ότι ήταν μια κοινωνία που κινείτο συχνά στα όρια της ανευθυνότητας, παρασυρόταν, ήταν επιρρεπής στο να ακούσει δημαγωγούς, ή χαρακτηριζόταν από ανορθολογικά πολιτικά πάθη.
Αυτό το σχήμα μια σχεδόν έμφυτης τάσης προς την «ανομία» είχε διατυπωθεί πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως με αφορμή μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις από τον Δεκέμβριο του 2008 έως τις «Πλατείες» ή άλλες μεγάλες κινητοποιήσεις. Από ορισμένους μάλιστα παρουσιάστηκε συχνά ως η «κακή» κληρονομιά της Μεταπολίτευσης.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση. Σύμφωνα με αυτή η ελληνική κοινωνία δεν έχει τόσο μια παράδοση «ανομίας» και «απειθαρχίας» όσο αγωνιστικότητας, που περνάει από γενιά σε γενιά, έστω και με διαφορετικές μορφές. Ο καθένας εδώ μπορεί να σκεφτεί διάφορα παραδείγματα παλλαϊκής κινητοποίησης, ήδη από την εποχή της Αντίστασης, που δεν παραπέμπουν προφανώς στην «ανομία» αλλά στη συλλογική στράτευση και πειθαρχία.
Ακόμη και τα όσα συνέβησαν την περασμένη δεκαετία, είχαν αυτό το στοιχείο, όχι μόνο σε μεγάλες κινητοποιήσεις όσο και σε πρακτικές όπως το μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης που συνέβαλε στο να αντιμετωπιστούν ως ένα βαθμό οι κοινωνικές επιπτώσεις των μνημονίων.
Η μάχη της επόμενης μέρας και τι θα μείνει
Το εάν αυτή η αίσθηση ωρίμανσης θα συνεχιστεί, είναι όντως ένα από τα στοιχήματα της επόμενης μέρας.
Ωστόσο, ένα πράγμα πρέπει να ξεκαθαριστεί: η ελληνική κοινωνία αποφάσισε να προσαρμόσει τη ζωή και την καθημερινότητά της γιατί υπήρξε μια σαφής και πραγματική απειλή και γιατί η αλλαγή της συμπεριφοράς, εξίσου σαφώς, είχε αποτέλεσμα και εντασσόταν σε ένα σχέδιο που έδειχνε και δείχνει να έχει μια κατεύθυνση.
Αυτή η αίσθηση σχεδίου και προοπτικής, η έμφαση στην επιστημονική και ορθολογική τεκμηρίωση, όπως και μια αίσθηση ότι έστω και ανεπαρκώς λήφθηκαν μέτρα που αντιμετώπιζαν μέρος των κοινωνικών επιπτώσεων, συνέβαλε στον εντυπωσιακό βαθμό συμμόρφωσης στα μέτρα.
Όμως, όλα αυτά θέτουν και την πρόκληση της επόμενης μέρας. Δηλαδή, το εάν και κατά πόσο αυτό που θα ορίσει την επόμενη μέρα θα είναι απλώς η επιστροφή στην προτεραία κατάσταση ή ένα σχέδιο διεξόδου από συμπτώματα μιας βαθύτερης πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που προϋπήρχαν της πανδημίας.
Η «επιστροφή στην κανονικότητα» δεν αρκεί
Παρότι ως φράση μπορεί να συγκινεί, καθώς μια ολόκληρη κοινωνία νοσταλγεί ακόμη και μια εκδρομή ή το γλέντι με παρέα σε μια ταβέρνα, εντούτοις είναι προφανές ότι οι συλλογικές προκλήσεις είναι μεγαλύτερες.
Ας μην ξεχνάμε ότι ούτως ή άλλως δεν θα επιστέψουμε ακριβώς εκεί που ήμασταν πριν επιβληθούν τα μέτρα. Οι μέρες των περιοριστικών μέτρων είναι ταυτόχρονα και οι μέρες που εξελίσσεται μία από τις μεγαλύτερες συρρικνώσεις της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας που έχει πυροδοτήσει τη μεγαλύτερη ύφεση εδώ και δεκαετίες.
Η επόμενη μέρα δεν θα περιλαμβάνει μόνο την προετοιμασία για ένα πιθανό «νέο κύμα» της πανδημίας, κάτι που σημαίνει την ανάγκη καλύτερης προετοιμασίας και του συστήματος υγείας αλλά και των πολιτών, αλλά και την οδυνηρή αναμέτρηση με τις επιπτώσεις της ύφεσης.
Το να μην μετατραπεί η ύφεση σε κοινωνική καταστροφή, που θα πλήξει πρώτα και κύρια τις δυνάμεις της εργασίας, αυτές μάλιστα που σε μεγάλο βαθμό κράτησαν όρθια την κοινωνία, και θα διαμορφώσει ένα τοπίο ανεργίας, φτώχειας και επισφάλειας, αποτελεί σήμερα την μεγάλη πρόκληση.
Αυτό ορίζει και μια πρόκληση για το πολιτικό προσωπικό αλλά και ένα ορόσημο για την κοινωνία και τη συλλογική της κινητοποίηση.