Κορωνοϊός: Δεν χρειαζόμαστε μόνο κρεβάτια σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας

Ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, διευθυντής της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και πρόεδρος στην Επιτροπή Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, μιλάει για την ανάγκη συνολικού σχεδιασμού για το σύστημα υγείας

Ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών,  δεν είναι μόνο διευθυντής της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και πρόεδρος στην Επιτροπή Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική θυματοποίηση και εκμετάλλευση. Είναι και ένας άνθρωπος με σημαντική θεωρητική συνεισφορά στα ζητήματα που άπτονται της στατιστικής επιδημιολογίας και των πολιτικών της δημόσιας υγείας.

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο in.gr με αφορμή και την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας στις 7 Απριλίου μιλά για την ανάγκη μια συνολικής προσέγγισης του συστήματος υγείας στη μάχη κατά της πανδημίας.

Σε ποια φάση είμαστε ως προς την εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα;

Τις επόμενες μέρες, σύμφωνα τουλάχιστον με τα περισσότερα προβλεπτικά μοντέλα, θα ζήσουμε και στην Ελλάδα μια βαθμιαία αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων από την επιδημία του κορονοϊού. Εκείνο στο οποίο κατατείνουν όλες οι προσπάθειες είναι πώς θα ελαχιστοποιηθούν τα θύματα και πώς όλη αυτή η περίοδος θα περάσει το συντομότερο. Σε αναμονή λοιπόν του επερχόμενου κύματος κορύφωσης της επιδημίας, αξίζει τον κόπο να αξιοποιήσουμε την εμπειρία άλλων χωρών ως προς την αναγκαία αναδιάταξη των υπηρεσιών υγείας για τη βελτιστοποίηση του αποτελέσματος προς όφελος της υγείας των πολιτών της χώρας μας.

 

Ποιες απαιτήσεις θέτει αυτό για το σύστημα υγείας;

Μέχρι σήμερα στην εγχώρια συζήτηση κυριάρχησε –και μάλλον εύλογα!– η ανάγκη επαύξησης των πραγματικά ελάχιστων για τα διεθνή δεδομένα κρεβατιών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ή Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ): η Ελλάδα κατέχει το θλιβερό προνόμιο να είναι από τις τελευταίες ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ στην αναλογία τέτοιων εξειδικευμένων κλινών ανά κάτοικο. Και για να λέμε την αλήθεια, ήταν ήδη έτσι άσχημη η κατάσταση στην επάρκεια των κλινών ΜΕΘ εδώ και 2-3 δεκαετίες – παρά τις περί του αντιθέτου κατά καιρούς εκκλήσεις είτε των συνδικαλιστικών οργάνων των γιατρών και των υγειονομικών είτε των επιστημονικών ενώσεων των γιατρών Εντατικής Θεραπείας. Μια δεκαετία σχεδόν κρίσης, μνημονίων και περικοπών έκανε απλώς τα πράγματα πολύ χειρότερα. Ωστόσο, από τη μέχρι σήμερα διεθνή εμπειρία στην αντιμετώπιση της επιδημίας, δεν φαίνεται να είναι αυτό το μόνο έλλειμμα στην ετοιμότητα του ελληνικού συστήματος, την ώρα που το σύστημα υγείας να αποκτά κομβικό ρόλο στη φάση της κατακόρυφης αύξησης των κρουσμάτων.

 

Ποια η σημασία των μηχανισμών δημόσιας υγείας στη μάχη κατά της πανδημίας

Σε μια σειρά από χώρες ιδιαίτερα της Άπω Ανατολής όπου η επιδημία ξέσπασε νωρίτερα από την Ευρώπη λόγω και γειτνίασης με την Κίνα (Ν. Κορέα, Ταιβάν, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη) ο έλεγχος της επιδημίας στηρίχτηκε κατά μεγάλο μέρος στους υφιστάμενους μηχανισμούς επιτήρησης και παρέμβασης για την προστασία της δημόσιας υγείας. Τέτοιοι μηχανισμοί προσέφεραν μαζικά εξέταση, απομόνωναν τα κρούσματα, ιχνηλατούσαν τις επαφές τους και τις έθεταν σε επιτήρηση με αποτέλεσμα στις χώρες αυτές η επιδημία να περιοριστεί και ο αριθμός των θυμάτων να είναι μηδαμινός σε σχέση με τα όσα βλέπουμε στην ευρωπαϊκή Μεσόγειο. Οι χώρες αυτές φυσικά είχαν προηγούμενη εμπειρία στην υγειονομική επαγρύπνηση, καθώς είχαν αντιμετωπίσει την προηγούμενη δεκαετία μια σειρά ανάλογων επιδημιών και είχαν μάθει από τα σφάλματά τους στις προηγούμενες ανάλογες περιστάσεις. Οι μηχανισμοί αυτοί περιλάμβαναν από κινητά συνεργεία τα οποία διεξήγαγαν τεστ αλλά παρείχαν και κλινική εξέταση και παρακολούθηση έως πολύ αυστηρά μέτρα περιορισμού των θετικών κρουσμάτων κατ’ οίκον (στη Σιγκαπούρη χρησιμοποιήθηκαν και ηλεκτρονικά «βραχιολάκια» εντοπισμού ανάλογα με κείνα που κάποιες χώρες τοποθετούν στους αδειούχους κρατούμενους των φυλακών). Τα μέτρα αυτά υπέστησαν βέβαια κριτική για την αυστηρότητά τους (κάποιος σχολιαστής έγραψε πως «στη Νότια Κορέα περίπου έβαλαν φυλακή τους νοσούντες») αλλά τα αντεπιχειρήματα ασφαλώς δεν ήταν λιγότερο εύλογα (π.χ. στη Νότια Κορέα πάλι οι θάνατοι είναι μέχρι σήμερα από τους λιγότερους παγκόσμια χωρίς να κλείσουν ούτε μια μέρα σχολεία και δουλειές ή να μπουν περιορισμοί στην κυκλοφορία).

Πέραν όμως αυτών των μηχανισμών, οι χώρες με τις πιο επιτυχημένες μέχρι σήμερα τακτικές αντιμετώπισης της επιδημίας έκαναν και κάτι ακόμα. Αναγνωρίζοντας το έκτακτο της κατάστασης έστησαν ενιαίο μηχανισμό συντονισμού του συνόλου των υπηρεσιών υγείας και της διαχείρισης των κρουσμάτων σε εθνικό επίπεδο. Αυτό κατέστησε δυνατή τη βελτιστοποίηση κατά το δυνατόν της ανταπόκρισης των υφιστάμενων υγειονομικών πόρων (γιατροί, νοσηλευτές, κρεβάτια, εξοπλισμός) στις αυξημένες ανάγκες αλλά και την αποφυγή φαινομένων υπερφόρτωσης του συστήματος περίθαλψης.

 

 

Για παράδειγμα, το να εφαρμοστεί και μάλιστα με απαρέγκλιτη αυστηρότητα ένα σύστημα για το πού περιορίζεται ή νοσηλεύεται ένας βαριά ασθενής (είτε σε νοσοκομείο ειδικό για τη λοίμωξη είτε σε κρεβάτι ΜΕΘ με σαφή κριτήρια πότε και ποιοι ασθενείς πρέπει να τύχουν αυτής της αυξημένης φροντίδας), ένας ασθενής με ηπιότερα συμπτώματα (στο σπίτι ή σε ειδικό χώρο νοσηλείας και περιορισμού), ένας ασυμπτωματικός θετικός για έκθεση στον ιό ή μη θετικός για τον ιό που όμως ήρθε σε επαφή με ασθενή (στο σπίτι ή σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους φιλοξενίας) αποτέλεσε βασική πλευρά της πολιτικής περιορισμού της νόσου στις περισσότερες περιοχές τους κόσμου, με πρώτη την ίδια την επαρχία Χουμπέι της Κίνας.

Η θέσπιση τέτοιων κανόνων και η συστηματική τήρησή τους καθώς και η ενάργεια να υπάρχει μηχανισμός που διαρκώς να εκτιμά την κατάσταση του καθενός και να κρίνει αν π.χ. κάποιος πρέπει πλέον να μεταφερθεί από το ένα στο άλλο μέρος του συστήματος διαχείρισης κρουσμάτων υπήρξαν επίσης στοιχεία επιτυχούς αντιμετώπισης. Και τούτο γιατί έγινε από νωρίς αντιληπτό πως στη μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη (π.χ. από την κατάσταση του έχοντος επαφή με κρούσμα σε εκείνη του ασθενούς) και χανόταν πολύτιμος χρόνος αλλά και γινόταν διασπορά του ιού σε περαιτέρω άτομα (π.χ. αν όποιος αισθανόταν αδιαθεσία πήγαινε μόνος του με μέσα συγκοινωνίας να αναζητήσει ιατρική φροντίδα).

Στη χώρα μας η είδηση ότι προ λίγων ημερών επιτέλους αποφασίστηκε η ανάπτυξη  κινητών μονάδων λήψης δειγμάτων προς εξέταση από τα σπίτια των ασθενών ή ύποπτων κρουσμάτων χαιρετίστηκε από όλες τις πλευρές ως μια αδιαμφισβήτητα σημαντική πρωτοβουλία. Μένει ωστόσο να αποδειχθεί πόσο γρήγορα θα μπορέσει ή όχι να αναπτυχθεί αυτή η υπηρεσία,, αφού τα κενά στους μηχανισμούς δημόσιας υγείας στην Ελλάδα είναι τεράστια και χρόνια και η κίνηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών συχνά ακυρώνει και τα πιο φιλόδοξα σχέδια ανασυγκρότησής τους.

 

Πώς μπορεί να συμβάλει η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στην αντιμετώπιση της πανδημίας;

Στις περισσότερες χώρες του κόσμου μέχρι σήμερα έχει γίνει ευρέως παραδεκτό πως ένας κρίσιμος προσδιοριστικός παράγοντας του αριθμού των θανάτων είναι η συστηματική και υψηλής ποιότητας παροχή φροντίδας υγείας στα ηπιότερα κρούσματα, είτε αυτά νοσηλεύονται σε κατ’ οίκον περιορισμό είτε σε ειδικά διαμορφωμένους προς τούτο χώρους (συνήθως επιταγμένα ξενοδοχεία ή εστίες που διαμορφώθηκαν για την περίθαλψη, επιτήρηση και απομόνωση των ηπιότερων κρουσμάτων). Κι αυτό διότι όσο μειώνει κανείς τα κρούσματα που «βαραίνουν», τόσο περισσότερο αποσυμφορούνται τα νοσοκομεία.

Επιπρόσθετα, καθώς η παρούσα επιδημία φαίνεται να προσβάλει βαρύτερα κατεξοχήν άτομα ηλικιών άνω των 70 και με συνυπάρχοντα προβλήματα υγείας, το να μη χρειαστεί να μπει αυτός ο πληθυσμός σε μονάδες αυξημένης ιατρικής φροντίδας (π.χ. ΜΕΘ) είναι σημαντικό για την επιβίωσή του. Όσο κι αν μας φαίνεται λυπηρό και παρά την ανάπτυξη της ιατρικής τεχνολογίας, μέχρι σήμερα ένας 85χρονος, με συνυπάρχοντα προβλήματα υγείας όπως τα καρδιαγγειακά, που παρουσιάζει ιογενή πνευμονία ή οτιδήποτε άλλο ανάλογο ως επιπλοκή ιογενούς λοίμωξης έχει σημαντικά μικρότερες πιθανότητες να βγει από τη μηχανική υποστήριξη των ζωτικών του λειτουργιών σε σχέση με έναν 25χονο ή έναν 50χρονο. Και ακόμα μικρότερες πιθανότητες να ζήσει επί μακρόν μετά τη νοσηλεία του σε ΜΕΘ άπαξ και τα καταφέρει και βγει.

Οπότε με δεδομένο αυτό αποκτά εξαιρετική σημασία να υποστηριχθούν με τις καλύτερες διαθέσιμες φροντίδες οι πάσχοντες, έτσι ώστε κατά το δυνατόν να χρειαστούν λιγότεροι από αυτούς «βαριά», εντατική νοσοκομειακή θεραπεία. Η εμπειρία μέχρι σήμερα δείχνει ότι αυτό δεν μπορεί εύκολα να γίνει σε συνθήκες γενικής επιδημίας κατά το δοκούν (ή και κατά το βαλάντιο του καθενός, την επάρκεια υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας ανά γεωγραφική περιφέρεια κ.ο.κ.): χρειάζεται ενιαίο σύστημα που να διασφαλίζει ότι όλοι λαμβάνουν ό,τι καλύτερο διαθέτουμε σήμερα για να αποτραπεί η εξέλιξη της νόσου σε κάτι βαρύτερο και σοβαρότερο. Σε σχέση δε με αυτόν το στόχο, είναι σημαντικό να αποφεύγεται η έκθεση όλων των ασθενών, με ήπια ή βαρύτερα συμπτώματα, στο χώρο των νοσοκομείων και δη των επιλεγμένων για τη νοσηλεία των κρουσμάτων του ιού, ώστε να αποφεύγεται παράλληλα και η έκθεσή τους στο ιδιαίτερα αυξημένο ιικό φορτίο των χώρων αυτών αλλά και στους πλείστους άλλους κινδύνους εκεί. Ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα, ανάμεσα στα άλλα, έχει και διαχρονικά πολύ κακές επιδόσεις στα κάθε είδους πολυανθεκτικά στα αντιβιοτικά παθογόνα των νοσοκομείων και των ΜΕΘ. Δυστυχώς η χώρα μας, ενώ έχει συγκριτικά πολύ καλά νοσοκομεία, έχει σοβαρά ελλείμματα στην ανάπτυξη ενός συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας: το δημόσιο σύστημα των Κέντρων Υγείας έχει σαφείς υστερήσεις και η ιδιωτική πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παραμένει ακόμα ασυντόνιστη, επαφιόμενη στις επιλογές των φορέων παροχής της.

Η δε παρακολούθηση των πασχόντων από τη νόσο που παρουσιάζουν ηπιότερα συμπτώματα από τη μέχρι σήμερα διεθνή εμπειρία πρέπει μάλλον να γίνεται με συστηματικό και ενιαίο τρόπο και μεθοδολογία ώστε να αποφεύγονται τραγικά συμβάντα (σαν π.χ. αυτό της 41χρονης στην Καστοριά ή του 52χρονου στην Αθήνα). Ακριβώς επειδή η επιδείνωση των πασχόντων από τις μέχρι σήμερα αναφορές μπορεί να συμβεί ακόμα και μέσα σε λίγες ώρες, η συστηματική παρακολούθησή τους και η διαθεσιμότητα υπηρεσιών κλινικής εκτίμησής τους όλο το 24ωρο μοιάζει να έχει εξαιρετική σημασία. Γι’ αυτόν το λόγο σε πολλές χώρες του κόσμου, που είτε πέρασαν την κορύφωση της επιδημίας (π.χ. Κίνα) είτε την περνάνε τώρα (π.χ. Ισπανία) είτε την αναμένουν (π.χ. ΗΠΑ, Μ. Βρετανία), στήθηκαν επί τούτου δομές πρόχειρης νοσηλείας πασχόντων με ηπιότερα συμπτώματα προκειμένου και να παρακολουθούνται στενά από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό και να απομονώνονται από τον γενικό πληθυσμό και να μπορεί εύκολα και γρήγορα να γίνει η μεταφορά τους σε ειδικό νοσοκομείο ή ΜΕΘ αν αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Πώς μπορεί να εξασφαλιστούν οι αναγκαίες κλίνες αυξημένης φροντίδας;

Ήδη αναφερθήκαμε στα χρόνια ελλείμματα κλινών ΜΕΘ και ΜΑΦ στην Ελλάδα. Να σημειωθεί περαιτέρω πως ακόμα και χώρες που στον τομέα αυτό μπαίνουν «στη μάχη» της πανδημίας από πολύ καλύτερες θέσεις από την Ελλάδα, όπως π.χ. η Γερμανία, η οποία κατείχε την πρώτη θέση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες σε κλίνες ΜΕΘ ανά κάτοικο, επιδίδονται εν αναμονή της κορύφωσης της επιδημίας σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να επεκτείνουν τις δυνατότητες του συστήματος περίθαλψής τους σε κλίνες ΜΕΘ/ΜΑΦ. Αυτό βεβαίως σε αρκετές περιπτώσεις «αργοπορημένων» στην αναζήτηση στη διεθνή αγορά του απαραίτητου εξοπλισμού (π.χ. αναπνευστήρων) προσκρούει στο εμπόδιο της εκτόξευσης των τιμών λόγω ακριβώς της επιδημίας. Η παρατηρούμενη κερδοσκοπία από τις εταιρείες παραγωγής ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού ήταν και η αιτία που ώθησε τον κυβερνήτη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο (που κανείς δεν μπορεί κατά τα άλλα να κατηγορήσει για υπερβολικό κρατισμό!) να ζητήσει από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ την επιβολή εθνικού πλαφόν στις τιμές και την ανάληψη της αγοράς του απαραίτητου στις Πολιτείες εξοπλισμού ενιαία και με προκαθορισμένες τιμές σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ.

 

 

Κι ακόμα, η επίταξη για λόγους εθνικού συμφέροντος όλων των διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ/ΜΑΦ από δημόσιο, μη κερδοσκοπικό και ιδιωτικό τομέα προκειμένου να επαυξηθεί η δυνατότητα των χωρών να αντεπεξέλθουν καλύτερα στην κορύφωση της επιδημίας αποτέλεσε πολιτική αρκετών χωρών μέχρι σήμερα όπως η Ισπανία ή η Ιρλανδία. Στη χώρα μας βέβαια η αλήθεια είναι πως έγιναν ενέργειες για την επαύξηση των διαθέσιμων κρεβατιών ΜΕΘ. Ωστόσο η υστέρηση είναι τεράστια και δυσαναπλήρωτη. Επίσης, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν καλά πως να προσθέτει κανείς μόνο αναπνευστήρες σε ένα σύστημα που δεν έχει προσωπικό να λειτουργήσει τις υφιστάμενες ΜΕΘ είναι τουλάχιστον οξύμωρο, και οι προσλήψεις του απαιτούμενου προσωπικού, αλλά και η εκπαίδευσή του στον αποτελεσματικό χειρισμό του όποιου εξοπλισμού, αποτελούν ακόμα ζητούμενα και όχι δεδομένα.

 

Πώς μπορεί να συντονιστεί καλύτερα το σύστημα υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας;

Σε μια πρόσφατη ημίωρη συνέντευξη τύπου την προηγούμενη εβδομάδα ο προαναφερθείς κυβερνήτης της πλέον δοκιμαζόμενης από την επιδημία Πολιτείας της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ δεν δίστασε πέντε φορές να αναφερθεί στην ανάγκη να αλλάξει εν όψει της επιδημίας η όλη «φιλοσοφία» των υπηρεσιών υγείας: σε ένα σύστημα κατεξοχήν ιδιωτικό και κερδοσκοπικό όπως εκείνο της περίθαλψης στις ΗΠΑ ο κυβερνήτης Κουόμο επέβαλε στα ιδιωτικά νοσοκομεία να συνεργάζονται, να συντονίζονται και να αντιμετωπίζουν την επιδημία όχι ο κάθε πάροχος με τα δικά του σχέδια και κριτήρια (π.χ. πότε κάποιος πρέπει ή όχι να μπει σε κρεβάτι ΜΕΘ) αλλά με ενιαίο τρόπο. Η παραδοχή κάτω από αυτή την καινοτόμα για τα αμερικανικά δεδομένα πολιτική ήταν προφανώς ότι ο καιρός της επιδημίας απαιτεί (α) διάθεση όλων των πόρων του συστήματος περίθαλψης ανεξαρτήτως ιδιοκτησίας ή νομικής μορφής του, και (β) συντονισμό από ενιαίο κέντρο για τη βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητάς τους. Με αυτήν την έννοια και σε πάρα πολλές άλλες χώρες του κόσμου εντάχθηκαν ιδιώτες γιατροί, κερδοσκοπικά νοσηλευτήρια και διαγνωστικά κέντρα, υπηρεσίες άμεσης βοηθείας κ.ά. σε ένα ενιαίο σχήμα την ευθύνη και το συντονισμό του οποίου είχαν οι κρατικές αρχές δημόσιας υγείας.

Και τούτο γιατί όλες οι μελέτες συγκλίνουν πλέον στο γεγονός ότι, ακόμα και με τα αυστηρότερα μέτρα δημόσιας υγείας (κοινωνική αποστασιοποίηση, κλεισίματα, απαγορεύσεις), την ώρα της κορυφής της «επιπεδωμένης καμπύλης» τα κρούσματα θα έχουν ανάγκη πολλαπλάσιες υπηρεσίες περίθαλψης (πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες) σε σχέση με όσες διαθέτουν και οι πλέον προηγμένες χώρες. Άρα λοιπόν δεν υπάρχει η «πολυτέλεια» να συνεχίζει να λειτουργεί με τον δικό του ρυθμό και σχεδιασμό κανένας υγειονομικός επαγγελματίας ή σχηματισμός. Το γεγονός ότι στη χώρα μας εξακολουθεί π.χ. το διαγνωστικό τεστ να γίνεται από τον ιδιωτικό τομέα περίθαλψης ανάλογα με τις πληρωμές και από τον δημόσιο με εξαιρετική φειδώ προβληματίζει. Όπως επίσης και η χαριστική ρύθμιση για την προνομιακή μεταχείριση των μονάδων ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα (στους οποίους έναντι αδρής αμοιβής θα μεταφερθούν άλλα βαριά περιστατικά από τις δημόσιες ΜΕΘ πλην πασχόντων από τον ιό).

 

Ή το ότι η ένταξη ιδιωτών ιατρών σχετικών ειδικοτήτων ή και νοσηλευτηρίων του ιδιωτικού τομέα στο σχέδιο αντιμετώπισης της επιδημίας ακόμα επαφίεται στον εθελοντισμό του ιδιωτικού τομέα. Πάντως, στην περίπτωση της πολύπαθης Ιταλίας, η έλλειψη συντονισμού από τα περιφερειακώς διοικούμενα νοσοκομεία της οδήγησε σε πολλαπλές αστοχίες. Για παράδειγμα, μέχρι τις αρχές του Μάρτη οι ΜΕΘ των νοσοκομείων της Λομβαρδίας είχαν ήδη πληρότητα 99% νοσηλεύοντας ακόμα και περιστατικά ηπιότερης συγκριτικά βαρύτητας, ενώ το αντίστοιχο εθνικό ποσοστό παρέμενε 51% καθώς περιστατικά νοσούντων από τον ιό που απαιτούσαν νοσηλεία σε ΜΕΘ δεν μεταφέρονταν πάραυτα σε διαθέσιμες κλίνες σε άλλες περιφέρειες.

 

Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η προστασία του πληθυσμού και των υγειονομικών από εστίες αυξημένου ιικού φορτίου;

Ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα που αναδείχτηκαν στη μέχρι τώρα μάχη κατά της επιδημίας ήταν η διαχείριση των νοσοκομείων και ως χώρων αντιμετώπισης αλλά και ως χώρων διασποράς του ιού. Τα νοσοκομεία, ιδιαίτερα οι πτέρυγες, τα ιατρεία και τα ειδικά νοσοκομεία που αφιερώθηκαν αποκλειστικά στην αντιμετώπιση πασχόντων από τον ιό, αποτελούν περιβάλλον πολύ αυξημένου ιικού φορτίου. Με απλά λόγια, αυτό κάνει όποιον τύχει να εισέλθει στους χώρους αυτούς πιο επιρρεπή στο να κολλήσει αλλά και να παρουσιάσει ποικίλες ανοσολογικές αντιδράσεις που μπορεί να κάνουν τη νόσησή του πιο βαριά, πιο επικίνδυνη. Αυτό έχει μεγάλη σημασία σε πολλαπλά επίπεδα:

·        Για τους ασθενείς άλλων νοσημάτων που αν μέσα στον γενικευμένο πανικό των ημερών προστρέξουν σε τέτοιες μονάδες μέσα στην αγωνία τους μήπως πάσχουν από τον ιό, διακινδυνεύουν να μολυνθούν.

·        Για τους ασθενείς με συμπτώματα συμβατά με λοίμωξη από κορονοϊό που θέλουν να διαγνωστούν αν όντως είναι φορείς: στη διαγνωστική τους αυτή προσπάθεια μπορεί και πάλι να εκτεθούν σε λοίμωξη.

·        Για τους ασθενείς που έχουν ήδη προσβληθεί από τον ιό αλλά έχουν σχετικά ήπια συμπτώματα και μπορεί από την έκθεσή τους να επιβαρυνθούν, και

·        Για τους εργαζόμενους στο χώρο της περίθαλψης και δη στα νοσοκομεία. Πέραν των άνω των 70 και των πασχόντων από υποκείμενα άλλα νοσήματα (καρδιοαναπνευστικά, σακχαρώδη διαβήτη, κακοήθειες κ.λπ.) είναι εκείνοι που φαίνεται να κινδυνεύουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σε αυτήν την επιδημία.

Με αυτή την έννοια η συνετή διαχείριση των διαθέσιμων εναλλακτικών πόρων των συστημάτων περίθαλψης πέραν των νοσοκομείων και δη των εξειδικευμένων στην αντιμετώπιση του κορονοϊού (πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, μονάδες διαμονής και ιατρικής παρακολούθησης ήπιων περιστατικών, κινητές μονάδες δημόσιας υγείας κ.ά.) έχουν αποτελέσει συστατικό επιτυχίας με βάση τη μέχρι σήμερα διεθνή εμπειρία και για τη διασπορά του ιού στην κοινότητα και για τη διασφάλιση του υγειονομικού προσωπικού.

 

Ποια η σημασία των μέσων προφύλαξης του υγειονομικού προσωπικού;

Η διάθεση επαρκών και κατάλληλων (χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα) μέσων προφύλαξης του υγειονομικού προσωπικού αλλά και η εντατική εκπαίδευσή του στην ορθή χρήση τους αποτελούν όχι μόνο πρόνοια για το ίδιο το προσωπικό αλλά προστασία ενάντια στην ενδεχόμενη περαιτέρω διασπορά του ιού στην κοινότητα. Στη χώρα μας δυστυχώς έχουμε γίνει μάρτυρες διαρκών αντεγκλήσεων των υγειονομικών και των Αρχών για την επάρκεια και την ποιότητα του διαθέσιμου εξοπλισμού. Πέραν όμως αυτού, και διεθνώς ένα σοβαρό πρόβλημα που έχει καταγραφεί είναι η έλλειψη στην παγκόσμια αγορά εξοπλισμού προφύλαξης λόγω κυρίως του παγκοινωνικού φόβου που κυριολεκτικά άδειασε τα ράφια των φαρμακείων από μάσκες, γάντια, απολυμαντικά, υποδηλώνοντας έτσι πόση μεγάλη σημασία έχει η συντεταγμένη κίνηση των κοινωνιών σε τέτοιες περιστάσεις και πόσο καταστροφικά αποτελέσματα έχει η επικράτηση μαζικών συμπεριφορών εσχατολογικού πανικού.

 

Στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής υπάρχουν πράγματα που πρέπει να γίνουν;

Πάρα πολλά. Και αυτό αφορά σε σειρά από πληθυσμούς που έχουν αυξημένη ευαλωτότητα για διάφορους λόγους. Έτσι για παράδειγμα θα πρέπει όλος ο πληθυσμός που διαβιεί στην χώρα να έχει πλήρη και ισότιμη ασφαλιστική κάλυψη. Σε αυτό το παράδειγμα της Πορτογαλίας που έδωσε πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα στους μετανάστες – πρόσφυγες που ζουν στο έδαφός της είναι ενδεικτικό. Επίσης θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για πληθυσμούς που σήμερα ζουν σε καθεστώς περιορισμού όπως οι μετανάστες/πρόσφυγες ή οι φυλακισμένοι οι οποίοι στεγαζόμενοι μαζικά κινδυνεύουν να πληγούν ιδιαίτερα (ακόμα και στην Τουρκία λήφθησαν μέτρα άμεσης αποσυμφόρησης των φυλακών, αν και από αυτά δυστυχώς εξαιρέθηκαν οι πολιτικοί κρατούμενοι). Ακόμα, η τραγική εμπειρία χωρών όπως η Γαλλία ή η Ισπανία δείχνει πως ένας λίαν ευάλωτος πληθυσμός είναι οι ηλικιωμένοι ή τα άτομα με αναπηρίες που διαβιούν σε ιδρυματικές δομές. Ένα εγχείρημα άμεσης μεταφοράς τους σε οικογένειες (στα πλαίσια π.χ. μιας επείγουσας αναδοχής) θα μπορούσε να αποσοβήσει τον κίνδυνο άπαξ και εισέλθει ο ιός εντός μιας στεγαστικής ιδρυματικής δομής να κινδυνεύσουν όλοι οι φιλοξενούμενοι σε αυτήν.

Στην χώρα μας δυστυχώς το εγχείρημα της αποϊδρυματοποίησης είναι ακόμα πολύ πίσω. Οι δε στεγαστικές δομές για ηλικιωμένους σε ένα μεγάλο βαθμό είναι ιδιωτικές άλλοτε άλλου χαρακτήρα και νομικής μορφής και πρακτικά χωρίς ουσιαστική εποπτεία. Τέλος, σε όλο το διάστημα των περιοριστικών μέτρων που καθηλώνει τους ανθρώπους στα σπίτια του έχει παρατηρηθεί πανευρωπαϊκά αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας κάθε μορφής (απέναντι σε παιδιά, στις γυναίκες, στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα κ.ο.κ.). Ως εκ τούτου χρειάζεται πιο ενεργή παρουσία των διαύλων κατάθεσης καταγγελιών, ενίσχυση των υπηρεσιών άμεσης παρέμβασης και πρόνοια για ασφαλή καταλύματα για τα θύματα. Ήδη στο Συμβούλιο της Ευρώπης αναλάβαμε σχετικές πρωτοβουλίες να θέσουμε το ζήτημα στις 47 κυβερνήσεις των κρατών – μελών του και όσον αφορά στα παιδιά και όσον αφορά στην βία κατά των γυναικών.

 

Τα συστήματα υγείας διεθνώς σε ποιο βαθμό είχαν τις αναγκαίες «εφεδρείες» για να αναμετρηθούν με την πανδημία;

Με την ανάδυση του προβλήματος της επιδημίας από τον κορονοϊό οι αναπτυγμένες κοινωνίες βρέθηκαν αίφνης μπροστά σε μια αποκαλυπτική διαπίστωση: ότι τα πλέον σύγχρονα συστήματα περίθαλψης στον κόσμο είχαν πολύ μικρές ή και καθόλου προβλέψεις για μια περίσταση έκτακτης ανάγκης. Όντας δηλαδή όλα τα τελευταία 30 χρόνια αναγκασμένα για λόγους οικονομίας και δημοσιονομικής στενότητας να δουλεύουν κάθε χρόνο ολοένα και περισσότερο στα όριά τους, σπρωγμένα να αξιοποιούν κάθε δυνατό πόρο τους (κρεβάτια, ανθρώπινο δυναμικό, εξοπλισμό) στον μέγιστο βαθμό ώστε να γίνουν ανταγωνιστικά και αποδοτικά, δεν είχαν σχεδόν καθόλου εφεδρείες για μια περίοδο αυξημένων αναγκών των κοινωνιών. Στη Σουηδία π.χ. οι αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις του πάλαι ποτέ ένδοξου δημόσιου συστήματος περίθαλψης έφερε την τελευταία εικοσαετία σημαντική μείωση των κρεβατιών ΜΕΘ σε εθνικό επίπεδο, αφού το σύστημα αναμορφώθηκε ώστε με λιγότερα κρεβάτια να ανταποκρίνεται στις τρέχουσες ανάγκες.

 

 

Ανάλογα κινήθηκε και το κραταιό NHS στη Μ. Βρετανία. Το να μπορούν τα συστήματα περίθαλψης και δη τα δημόσια να ανταποκρίνονται με ολοένα και λιγότερο προσωπικό και κρεβάτια στις ανάγκες των κοινωνιών επιτεύχθηκε συνήθως με την εντατικοποίηση της εργασίας των υγειονομικών, τη συγκεντροποίηση των υπηρεσιών υγείας ή την παροχή υποκατάστατων υπηρεσιών υγείας αντί των πλέον δαπανηρότερων αυτών (π.χ. αντί της εξειδικευμένης ιατρικής φροντίδας πέρασμα ολοένα και μεγαλύτερου μέρους του «κύκλου εργασιών» των συστημάτων στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, αντί της δαπανηρής διατήρησης πολλαπλών νοσοκομείων σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές ανάπτυξη συστημάτων μεταφοράς ασθενών σε πιο κεντρικές εξειδικευμένες νοσοκομειακές μονάδες με κατάργηση ή υποβάθμιση των πιο περιφερειακών).

Για δεκαετίες δε το κυριολεκτικό «ξεζούμισμα» αυτών των συστημάτων περίθαλψης επενδύθηκε και θεωρητικά, ως ωφέλιμη διαδικασία για τις κοινωνίες, διδασκόταν ως μάθημα στις σχολές διοίκησης μονάδων υγείας και αποτέλεσε λίγο-πολύ θέσφατο της κυρίαρχης αντίληψης για το σχεδιασμό των υπηρεσιών υγείας μιας χώρας. Σε μια ειρωνεία της ιστορίας πανευρωπαϊκά και στη χώρα μας ένα μέρος των ειδικών επιστημόνων της δημόσιας υγείας που καλούνται να συντονίσουν την απάντηση των κοινωνιών στην επιδημία είναι οι ίδιοι που τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν επανειλημμένα εισηγηθεί την εξάλειψη κάθε εφεδρείας των συστημάτων περίθαλψης στις χώρες τους και διεθνώς.

Σήμερα όμως η πραγματικότητα της επιδημίας θέτει αναπόδραστα ένα αμείλικτο ερώτημα: θέλουμε ως κοινωνίες να επενδύουμε και σε εφεδρικούς μηχανισμούς που μας προστατεύουν σε περιπτώσεις κινδύνου και ανάγκης; Ή μήπως, αδυνατώντας να μάθουμε από τα παθήματά μας, σε λίγο θα πληρώνουμε την πυροσβεστική μόνο για τις ώρες που υπάρχει πυρκαγιά;

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από