Ο Νίκος Χαρδαλιάς και ο Σωτήρης Τσιόδρας χειρίζονται κατά κοινή ομολογία με υποδειγματικό τρόπο τα πράγματα, υπηρετώντας την αλήθεια και προστατεύοντας το δημόσιο συμφέρον, χωρίς όμως να χάνουν ούτε στιγμή την ανθρώπινη διάστασή τους
Σε μια εξαιρετικά δυσμενή για τη χώρα μας συγκυρία, με την επιδημική νόσο του κοροναϊού να εξαπλώνεται με ταχύ ρυθμό και να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή πολλών ανθρώπων, είναι ευτύχημα που στο τιμόνι της ομάδας κρούσης που διαχειρίζεται την πρωτόγνωρη αυτήν κατάσταση βρίσκονται δύο αντι-σταρ, δύο άνθρωποι σοβαροί, ψύχραιμοι και νηφάλιοι, που γνωρίζουν άριστα το αντικείμενό τους και πείθουν τους πάντες για τις ικανότητές τους.
Αναφερόμαστε στον Νίκο Χαρδαλιά, υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, και τον Σωτήρη Τσιόδρα, καθηγητή Ιατρικής και εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας για την επιδημική νόσο του κοροναϊού, που χειρίζονται κατά κοινή ομολογία με υποδειγματικό τρόπο τα πράγματα, υπηρετώντας την αλήθεια και προστατεύοντας το δημόσιο συμφέρον, χωρίς όμως να χάνουν ούτε στιγμή την ανθρώπινη διάστασή τους.
Ποιο είναι όμως το who is who των δύο αυτών ανδρών, που μας δίνουν καθημερινά δύναμη και μας επιτρέπουν, στο μέτρο του δυνατού, να αισιοδοξούμε;
Ο Νίκος Χαρδαλιάς
Ο Νίκος Χαρδαλιάς γεννήθηκε το 1968 στο Βύρωνα.
Είναι αριστούχος απόφοιτος της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής.
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του KENT της Αγγλίας και ειδικεύτηκε σε θέματα Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
Διατέλεσε δήμαρχος Βύρωνα επί 3 τετραετίες (2003-2014), πρόεδρος του Συνδέσμου Προστασίας και Ανάπτυξης Υμηττού – ΣΠΑΥ (2003-2014), καθώς και πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτικής Προστασίας της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας – ΚΕΔΕ (2006-2012), στη συνέχεια δε εκτελεστικός γραμματέας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (2014-2016).
Είναι εκλεγμένος Περιφερειακός Σύμβουλος Αττικής.
Μιλά Αγγλικά και Γαλλικά.
Είναι νυμφευμένος με την καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής (ΤΕΦΑΑ) Γιώτα Παναγιωτοπούλου.
Έχει δύο κόρες, την Ιωάννα και τη Δήμητρα.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας
Γεννημένος στις 13 Οκτωβρίου 1965 στο Σίδνεϊ, ο Σωτήρης Τσιόδρας επέστρεψε στην Ελλάδα και πήρε το απολυτήριό του από λύκειο της Κυψέλης με βαθμό 19 7/13.
Το 1984 εισήλθε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Έλαβε μετεγγραφή ως αριστούχος ύστερα από δύο χρόνια στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε με βαθμό πτυχίου «Άριστα», το Μάρτιο του 1991.
Ακολούθησε η στρατιωτική του θητεία στο Πεζικό, όπου υπηρέτησε ως γιατρός στα Κέντρα Εκπαίδευσης Υγειονομικού στο Μεσολόγγι, στην Άρτα, στη Σύμη, στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού και στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, στο οποίο ειδικεύτηκε επί 6 μήνες στην Παθολογία.
Κατόπιν έκανε το Αγροτικό του επί 9 μήνες στο Κέντρο Υγείας του Άστρους Κυνουρίας και ακολούθως μετέβη στις ΗΠΑ, όπου και παρέμεινε 7 χρόνια ολοκληρώνοντας τη μεταπτυχιακή του εκπαίδευση.
Αποκόμισε σημαντική κλινική εμπειρία στα τρία χρόνια παραμονής του στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Albert Einstein στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, ενώ παράλληλα δίδαξε φοιτητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Temple στην ίδια πόλη.
Στη συνέχεια, ύστερα από αυστηρή διαδικασία επιλογής, υπήρξε ο μοναδικός υποψήφιος από ξένη χώρα που έγινε δεκτός στο πρόγραμμα εξειδίκευσης στην Παθολογία – Λοιμωξιολογία σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Νέας Αγγλίας, το Beth Israel Deaconess της Βοστόνης, που αποτελεί το πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ.
Εξειδικεύτηκε εκεί επί τέσσερα χρόνια με υποτροφία κλινικού ερευνητή και έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα στις Ιατρικές Επιστήμες από το Χάρβαρντ.
Έλαβε άδεια άσκησης ιατρικού επαγγέλματος από την πολιτεία της Μασαχουσέτης, ενώ έπειτα από επιτυχή συμμετοχή στις εξετάσεις πιστοποίησης της Αμερικανικής Επιτροπής Εσωτερικής Παθολογίας απέκτησε ειδικότητα στη Λοιμωξιολογία.
Ως κάτοχος διπλωμάτων κύρους, εξοπλισμένος με επάρκεια γνώσεων, σπουδαία νοσοκομειακή πείρα και γόνιμη κλινική έρευνα στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ και MIT, καθώς και πλούσιο διδακτικό έργο, θα μπορούσε να κάνει άνετα καριέρα στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, πήρε το ρίσκο και επέστρεψε (το 2001) στην Ελλάδα, όπου ολοκλήρωσε το υποχρεωτικό από το νόμο Αγροτικό του στο Κέντρο Υγείας Μεσσήνης.
Μετά το τέλος της θητείας του απασχολήθηκε ως λοιμωξιολόγος στο ΚΕΕΛΠΝΟ.
Την επόμενη χρονιά υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, αναγορεύτηκε διδάκτορας και από το Δεκέμβριο του 2003 ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα διανύοντας όλες τις βαθμίδες εξέλιξης: επιστημονικός συνεργάτης, λέκτορας, επίκουρος, αναπληρωτής και σήμερα πλέον τακτικός καθηγητής Ιατρικής.
Στο μεσοδιάστημα δραστηριοποιήθηκε ως λοιμωξιολόγος στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2002 στο Σολτ Λέικ, στην πολιτεία Γιούτα των ΗΠΑ, ενώ στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, το 2004, ήταν ο υπεύθυνος γιατρός για το σύστημα Ολυμπιακής Συνδρομικής Επιτήρησης.
Αεικίνητος στη μέχρι τώρα επιστημονική διαδρομή του, έχει δώσει δεκάδες διαλέξεις και ομιλίες σε νοσοκομεία, συνέδρια και ημερίδες, ενώ έχει κάνει εκατοντάδες δημοσιεύσεις σε βιβλία και επιστημονικά περιοδικά, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι με τη διδασκαλία του στην Ιατρική έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στους φοιτητές του, οι οποίοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του έναν εξαιρετικό δάσκαλο, με άνεση στη μετάδοση των γνώσεων, και ταυτόχρονα έναν καλοπροαίρετο άνθρωπο, που τους εμπνέει, τους συμπαρίσταται και τους ενθαρρύνει.